Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Ο Χάρος και ο Τουιτεράς (επισόουντ 2), του Χάρου Χάρου

Spread the love

Ζητώ συγνώμη που σας άφησα στα κρύα του λουτρού την προηγούμενη φορά, μα πρέπει να καταλάβετε την πολυπλοκότητα του ωραρίου της δουλειάς μου.
Ενώ έκανα κουπί σήμερα το πρωί, χτύπησε το κινητό μου. Όταν βλέπεις εισερχόμενη κλήση από την μάνα σου στις έξι τα ξημερώματα, καταλαβαίνεις ότι δεν είναι για καλό.

«Έλα, πού είσαι;», με ρωτάει βιαστικά κατασπαράζοντας την καλημέρα.

«Στη δουλειά, ρε μάνα! Τι θες;»

«Εμ βέβαια και είσαι στη δουλειά! Πού αλλού; Πότε σκοπεύεις να βρεις γυναίκα, ε; Να κάνεις οικογένεια; Παιδιά;»

Καταλαβαίνετε ότι δεν είχα όρεξη για να καυγαδίσω στις έξι το πρωί με μισό καφέ, μισό τσιγάρο και το κουπί παραμάσχαλα (μεγάλη ανακάλυψη το hands free!) από τη μία. Με τρεις γιαγιάδες από τροχαίο να βρίζουν ακατάπαυστα κι έναν ιθαγενή του Αμαζονίου σαστισμένο, να με κοιτάει με μισό μάτι ζαρωμένος στην πλώρη, από την άλλη.

«Κατά τις τρεις και μισή σήμερα, σε βολεύει;», κατάφερα να αστειευτώ.

«Τι σκοπεύεις να κάνεις στη ζωή σου, Χάρε; Εγώ πότε θα γίνω γιαγιά; Το ξέρεις ότι είδα σήμερα την Δήμητρα (Ε πες το, καλή μου γυναίκα, από την αρχή!) και μου έλεγε για την Περσεφόνη της ότι μπλα μπλα μπλα.» (Εισερχόμενη κλήση σε αναμονή Διάολος).

«Μάνα, με καλεί το αφεντικό.»

«Μην τ ο λ μ ή σ ε ι ς …»

Κι όμως, κυρίες και κύριοι, τόλμησα και την έβαλα σε αναμονή. Το πιο πιθανό είναι να μην απλώσει το πλυντήριο που έβαλα πριν φύγω, να μην καθαρίσει την καμπίνα και να μου μαγειρέψει φασολάκια ή μπάμιες.

«Έλα, boss, καλημέρα.»

«Μου είπε ο Άλλος (όταν αποκαλεί έτσι τον Θεό, μάλλον έγιναν πάλι μπίλιες), να γυρίσεις τη μία γριά πίσω.»

Σκατά.

«Ποια από τις τρεις;»

«Αυτή που βρίζει τον άντρα της, επειδή τώρα είδε το κέρατο που έτρωγε τόσα χρόνια. Βάλαμε στοίχημα αν θα τον κερατώσει με τον κουμπάρο ή αν θα πάει στο wipe out. Μετά θα πας πάρεις έναν τουιτερά.»

«Έναν τι;»

«Άντε, παιδάκι μου, ξεκούνα! Θα σε περιμένει λέμε!»

Ναι, ρε μαλάκα. Λες και θα τραβήξεις εσύ το κουπί!

«ΤΟ ΑΚΟΥΣΑ ΑΥΤΟ!», γαύγισε πριν τον τερματισμό της κλήσης.

«Αναμονή;;; Αυτή είναι η ανταμοιβή μου για όλα αυτά τα χρόνια;», άκουσα τη μάνα μου να συνεχίσει την γκρίνια.

«Μάνα, άμα σου βρω νύφη, θα ησυχάσεις;», ρώτησα έτοιμος να παντρευτώ ακόμη και τη Μέδουσα για να γλιτώσω την γκρίνια.

«Ε δεν θα μου κουβαλήσεις κι όποια να ‘ναι!», άλλαξε το τροπάριο.

«Έχω επιστροφή. Τα λέμε.»

«Τι να σου φτιάξω να φας;», συνέχισε σαν να μην συμβαίνει τίποτα.

«Παστίτσιο και κεφτεδάκια. Γεια.»

Αυτά θα την κρατήσουν απασχολημένη για το επόμενο τρίωρο.

Αφού άφησα την γιαγιά που έβριζε ακόμα στην αίθουσα ανάνηψης, έστριψα για την απέναντι όχθη. Μέσα στην ομίχλη σχηματιζόταν ένα σκοτεινό δωμάτιο. Μέσα του ένα γραφείο και στην περιστρεφόμενη καρέκλα του ήταν καθισμένος ένας αδύνατος τύπος με γυαλιά, που φορούσε μία πλεχτή ζακέτα. Κρατούσε στο χέρι του ένα i phone και το κοιτούσε με έντρομο και κενό βλέμμα, επειδή μόλις τα είχε κακαρώσει. Σηκώθηκε αργά και μάταια προσπάθησε να το πιάσει ξανά και ξανά και ξανά. Τότε το κινητό του ψόφησε κι αυτό από μπαταρία. Ενώ η οθόνη του κινητού του έσβηνε, άφησε μια δραματική κραυγή. Μόλις που πρόλαβα να δω ότι ήταν συνδεμένος σε μία εφαρμογή που λεγόταν twitter.

«Δεν είναι δυνατόν!!! Ήταν το πχιο πετυχημένο μου τουί! Πώς μπορεί να έμεινα από μπαταρία πριν το τουιτάρω;;; Πόσο γκαντέμης πχια! »

«Εννοείς πια.»

Γύρισε και με κοίταξε υποτιμητικά.

«Τι ξέρεις κι εσύ με αυτή την “παντόφλα” που κυκλοφορείς;», είπε δείχνοντας το κινητό μου. «Το πολύ πολύ να έχεις και κανένα προφίλ στο facebook.», τίναξε το χέρι του αδιάφορα.

Τον οδήγησα εκνευρισμένος στη βάρκα.

«Πού πάμε; Θα πάρουμε καινούργιο κινητό;», με ρώτησε σαν να ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα που κάνει κάποιος αμέσως μόλις πεθάνει.

«Λυπάμαι (δεν λυπόμουν καθόλου), αλλά στον Άλλο Κόσμο τα κινητά γιοκ για τους θνητούς.»

Αν δεν είχε πάθει ήδη ανεύρυσμα, θα το πάθαινε τώρα.

«- Σκότωσα τον Χάρο, κύριε Πρόεδρε, επειδή μου είπε ότι στον Άλλο Κόσμο δεν έχει twitter και i phone. -Αθώος!»

«Είσαι βλαμμένος;», τον ρώτησα συνοφρυωμένος, σφίγγοντας το κουπί στα χέρια μου.

«Έτσι μιλάμε, εμείς οι τουιτεράδες, αλλά εσύ δεν έχεις ιδέα.», βούλιαξε εκείνος απογοητευμένος στη θέση του, σταυρώνοντας τα χέρια του στο στήθος του.

«Τι είναι αυτό το twitter τέλος πάντων;», γρύλισα επιθυμώντας να του ρίξω μία με το κουπί στο κεφάλι.

Τα μάτια του φωτίστηκαν σαν να έπρεπε να μιλήσει για τον έρωτα της ζωής του.

«Δεν έχεις ιδέα, έτσι;», χαμογέλασε ονειροπόλα κι άπλωσε το χέρι του παίρνοντας το κινητό μου. «Έχετε δωρεάν wi-fi;»

«Βλέπεις πουθενά τον Σαμαρά;», τον ρώτησα χαμογελώντας ειρωνικά.

«Ρε συ, το ‘χεις! Internet μπορείς να μπεις, εννοώ στον δικό μας κόσμο;»

«Αρκεί να μην με πάρουν χαμπάρι και με χρεώσουν υπερωρίες.»

Του έδειξα το πλήκτρο για το internet και μόνο που δεν με φίλησε. Όταν του άνοιξα το τρισδιάστατο πληκτρολόγιο, τότε μόνο φάνηκε να εντυπωσιάζεται λίγο.

«Α μπα, δεν είναι παντόφλα πια;»

«Πχια, θα λες. Δίνει έμφαση. Λοιπόν σου έφτιαξα λογαριασμό email και τώρα θα φτιάξουμε το πρώτο σου account!», είπε συγκινημένος, λες και θα μου αγόραζε το πρώτο μου προφυλακτικό.

«Ωραία, τώρα τι κάνουμε;»

«Θα κάνεις follow κάποιους που θα σου συστήσω εγώ, είναι σαν τους φίλους στο facebook. Αλλά για να θεωρηθείς πετυχημένος, πρέπει να σε κάνουν follow κι εκείνοι. Κάνεις tweets σαν τις δημοσιεύσεις, μόνο που έχεις διαθέσιμους μόνο 140 χαρακτήρες.»

«Γιατί; Σε χρεώνουν μετά;»

«Σταμάτα, ανόητε! Θα γίνεις πιο πνευματώδης. Να γράφεις για πιτόγυρα, σεξ, βυζιά, κώλους και να σχολιάζεις με χιούμορ την επικαιρότητα.»
«Με αυτά γίνομαι πνευματώδης;»

«Ε εντάξει, περισσότερο δημοφιλής.», μαζεύτηκε λίγο.

«Φτάσαμε.», του ανακοίνωσα.

Ενστικτωδώς πήρε μια βαθιά ανάσα και με κοίταξε αγχωμένος.

«Επειδή έκανα μερικά unfollow, block και report, λες να πάω στην Κόλαση;»

«Σκότωσες;»

«Όχι.»

«Βίασες;»

«Όχι.»

«Είπες ψέματα;»

«Ναι.»

«Έβλεπες τους αγαπημένους σου;»

«Λίγο.»

«Έκανες κακό σε κάποιον πιο αδύναμο από σένα;»

«Έκλεψα μερικά tweets από μικρότερα accounts, αλλά ήταν τόσο πετυχημένα που μου έκαναν συνέχεια retweet και favourite!», είπε τις λέξεις μονορούφι κι έπιασε να κλαίει σπαρακτικά.

«Αθώος!», του είπα χαμογελώντας.

Αναθάρρησε λίγο και μου έσφιξε το χέρι. Μου έδωσε τον οβολό του και προχώρησε προς την αίθουσα αναμονής για να πάρει αριθμό πρωτοκόλλου.

Ξεκίνησα να τραβάω πάλι κουπί για να φτιάξω επιτέλους έναν καφέ της προκοπής και να κάνω ένα τσιγάρο με την ησυχία μου χαζεύοντας αυτό το twitter.

Τότε άκουσα τον Τουιτερά να μου φωνάζει.

«Μην ξεχάσεις να γράφεις τουί για την μάνα σου! Γίνονται ανάρπαστα!»

Του κούνησα το δρεπάνι σε αποχαιρετισμό. Θα μπορούσα να γράψω βιβλία για την μάνα μου, όχι απλά tweets. Πήγα να στείλω το πρώτο μου tweet, όταν…

«Να τηγανίσω πατάτες με τα κεφτεδάκια;»

«Μάνα, κάνε ό,τι θέλεις. Πάω κούρσα στην Αλάσκα.»

«Την ζακέτα σου να πάρεις!», αντήχησαν οι φωνές όλων των μανάδων ζωντανών και νεκρών στα αυτιά μου.

Με έπιασε υστερικό γέλιο και ανέβασα το συμβάν στο twitter.

 

Ο φιλικός Χάρος της γειτονιάς σας!

ΥΣ. Έχω και twitter, πάμε μια βόλτα; @HarosHarou

*

Ο Χάρος Χάρου είναι αναγνώστης της Πόρτας. Διαβάστε εδώ το επισοουντ 1. 

SHARE
RELATED POSTS
Τα πρώτα Χριστούγεννα του Στέφανου, του Κωνσταντίνου Καραγιαννόπουλου
Μέγα πλήθος στο σπίτι μας, του Κωστή Α. Μακρή
Τζίνα Δαβιλά: Οι κλωστές μου
2 Σχόλια
  • Χάρος Χάρου
    21 Μαρτίου 2014 at 07:53

    Μα με έκανε κοκαλιάρη εκ γενετής. Απλά το χρησιμοποιεί για να γκρινιάζει στον πατέρα μου. Από αυτό τουλάχιστον την σκαπούλαρα.
    Χάρος Χάρου

  • Ανώνυμος
    21 Μαρτίου 2014 at 07:04

    Ἄν δέν ἥσουν τόσο κοκκαλιάρης θά μποροῦσα νά σέ χαρακτηρίσω σαρκα-στικό. Μοῦ κάνει ἐντύπωση πού ἡ μαμά δέν σέ κυνηγάει γιά τά κιλά σου…
    Γεροτάσος

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.