Ανοιχτή πόρτα

Ποιος εναγκαλισμός άραγε θα πλησίαζε τόσο πολύ τον θάνατο;, του Νίκου Βασιλειάδη

Spread the love

llll.png

 

 

 

 

 

 

 

 

 Νίκος Βασιλειάδης

 

(Συντονιστής “Κέντρων Δια Βίου Μάθησης” Υπεύθυνος Επικοινωνίας – Δημοσιότητας) 

 

 

 

 

stavros.jpg

 

 

 

 

 

Δεν ξέρω αν μπορείς να ακούσεις. Εκεί επάνω καρφωμένος δεν μπορεί παρά να μην έχεις μια σκέψη, ένα συναίσθημα για μένα αν και τίποτε από αυτά δεν θα άντεχε μπροστά στο κενό, μπροστά στα γεγονότα.

 


Δεν μπορώ να το εξηγήσω, ξέρω μόνο πως ό,τι και να απογίναμε, αυτή η κρύα σκονισμένη γεμάτη θόρυβο πόλη ήταν για λίγο η κοινή μας πατρίδα. Ξέρω μόνο πως ακόμα κι αν έκλαψα απ’ τη μοναξιά, ακόμα και όταν άφηνα τις μέρες και τις νύχτες να περνούν από πάνω μου δίχως να σου μιλώ για όσα ένοιωθα, τίποτα από αυτά δεν πήγε χαμένο, τίποτα δε μπορεί να πάει χαμένο. …

 

Μου είπες κάποια στιγμή: Να τα ρουφήξεις όλα σαν να πεθαίνεις απ’ τη δίψα, το σημαντικό είναι ότι τίποτα δεν πρέπει να πάει χαμένο, όλα αυτά υπάρχουν για μία μόνο φορά.
Δεν ξέρω αν σε άκουσα.

 

Σκέφτηκα μόνον πως εγώ δεν μπορούσα, δεν μπόρεσα να ζήσω αυτές τις άλλες ζωές που υπάρχουν για να ζήσει κανείς, ίσως λιγότερο άνετες, πιο γενναίες ¬– σαν την δική σου όπου κάποιοι πάντα πολεμούν για να ξεβοτανίσουν το μέλλον από θανατηφόρα δηλητήρια.
Τι δύσκολες ζωές όσων παλεύουν να ξυπνήσουν ένα έθνος με συμπεριφορά ηττημένου και βαθιά κατάθλιψη, που πιθανώς πληρώνει ένα φοβερό τίμημα για το σύστημα των ψευδαισθήσεων που στήριζε τη ζωή του.

 

Τελικά… όπως βλέπεις, σε προδώσαμε. Δεν σταθήκαμε στο πλάι σου. Καθίσαμε εκεί παράμερα, όχι κοντά, μην μας πάρουν για «δικούς» σου και αρχίσαμε να καταριόμαστε τις συμφορές που μας βρήκαν. Τις καταριόμαστε με κλάματα γοερά, γιατί πάντα πιστεύαμε ότι οι συμφορές είναι ορκισμένοι εχθροί μας και όχι αυτές που θα μας δίνανε κουράγιο να κοιτάξουμε μπροστά, να πάρουμε αποφάσεις, να ξεγλιστρήσουμε απ’ την ντροπή. Κάθε σου κάθε λέξη με την οποία προσπαθούσες να δαμάσεις την λογική ή και τον πόνο, κάθε φορά εκείνη ακριβώς την στιγμή αποδεικνυόταν κούφια, εντελώς ανίκανη να πιάσει έστω και κάτι απ’ την πραγματικότητα, να της αντισταθεί με κάποιον τρόπο.

 

Βλέπεις συνέβαινε σχεδόν πάντα…Όταν η λογική θριαμβεύει επονείδιστα μπροστά στο άφατο, το πραγματικό, τον πόνο και την θλίψη.

 

Τώρα είσαι εκεί ψηλά, καρφωμένος από αυτό το ατσάλινο κομμάτι βλήματος που αστράφτει σαν φλούδα ασημένιου μήλου. Πρόγευση θανάτου.

 

Ένας θάνατος αληθινός, τόσο ως προς την σαρκική σήψη, όσο και ως προς το απώτατο άκρο του πάθους μου, αφού κανείς δεν μπορεί να φανταστεί πως αυτό το πιο θερμό σφίξιμο, αυτή η αγωνία και παράκληση της σωτηρίας, η ψευδαίσθηση του αμόλυντου έρωτα κρύφτηκε από τον φόβο, σε αρνήθηκε όπως αρνιέται να δηλώσει πως διατρανώνει την ζωή ενώπιόν σου.
Ακριβώς αυτή η μοναδική στιγμή που το διαζύγιο νου και καρδιάς σκίζεται με την κλάμα. Και σε αυτό εγώ δεν είχα θέση…

 

Έτσι εκείνο το αγκάλιασμα ήταν το τελευταίο. Μείναμε στο τελευταίο μας φιλί. Εκείνο που σου έδωσα για να σε γνωρίσουν, ένα σημείο στίξης στη μεγάλη συνομιλία μας, μια παρενθετική σημείωση προορισμένη να επιβεβαιώσει στον καθένα μας την βαθιά αίσθηση της αέναης διαφωνίας μας, αυτό που εμπόδισε για πάντα την την αγάπη.

 

Και τώρα, μέρα τη μέρα, χρόνο με το χρόνο θα πρέπει να σκάβω κάθε φορά μέσα μου, για να ξεθάψω ό,τι κρυβόταν στο μυαλό και στην ψυχή μου για να σε πλησιάσω. Να τα προσφέρω για να τα κοσκινίσει ο άλλος και ο άλλος ώστε να σε γνωρίσει. Και εσύ να διαθέσεις ημέρες και χρόνια βαδίζοντας με δυσκολία ανάμεσα σε όλα αυτά που φέρνουμε στην επιφάνεια για σένα μόνο, στον γενέθλιο τόπο της ύπαρξής μας, σαν μια ατέλειωτη ανασκαφή…

 

 

 

SHARE
RELATED POSTS
Ημέρα Μουσικής, η μόνη παρηγοριά, του Δημήτρη Ι. Μπρούχου
Το καλύτερο μασάζ, του Δημήτρη Κατσούλα
mgg2.jpg
Χριστούγεννα, της Μαρίας Γεωργαλά

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.