Πρόσωπα - Αφιερώματα

Για τον Γιώργο Ρόρρη και τη ζωγραφική του, του Μάνου Στεφανίδη

Spread the love

_στεφανίδης.jpg

 

 

 

 

 

 

 

* Ο Μάνος Στεφανίδης είναι Ιστορικός Τέχνης
και Αναπληρωτής Καθηγητής
στο Εθνικό και Καποδιστριακό
Πανεπιστήμιο Αθηνών

 

 

 

article24219_1402063596.w_hr.jpg

 

 

Εκτιμώ ειλικρινά την δουλειά του ζωγράφου Γιώργου Ρόρρη και γράφω εδώ και πάρα πολλά χρόνια για αυτή. Εκτιμώ το ήθος, την αισθητική συνέπεια του δημιουργού, την έρευνα που εξελίσσει αθόρυβα και πολύ ουσιαστικά. Έχω πει πολλές φορές πως ο Ρόρρης θα έπρεπε να είναι από δεκαετίες καθηγητής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, μια σχολή που έχει πολύχρονη παράδοση και στο μετιέ και στην τεχνική επάρκεια και στην ανθρωποκεντρική έκφραση. Λυπάμαι μάλιστα που διάφοροι ατάλαντοι κλειδοκράτορες εμπόδισαν την είσοδο του στην σχολή σφραγίζοντας πόρτες και παράθυρα. Αυτό συνέβη κυρίως επειδή κυριαρχεί στον τόπο μας μια ψευδής άποψη για την πρωτοπορία ή τον πειραματισμό, μια ψευδοπρωτοπορία με άλλα λόγια η οποία λογοκρίνει ex cathedra κάθε αντίθετη αισθητική άποψη. Και μάλιστα το φαινόμενο αυτό αντανακλά ευρύτερα στην έλλειψη και πειραματισμού και πρωτοποριακής δράσης στην κοινωνία ολόκληρη και την κυριαρχία του δήθεν. Βολευόμαστε με ωραία ψέματα ή με ημίμετρα και αυτό πληρώνουμε σήμερα, στην εποχή της κρίσης. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

 

Επιστρέφοντας στο θέμα μου υπογραμμίζω πως αυτός ο ψευτοπόλεμος ανάμεσα στους δήθεν μοντέρνους και τους δήθεν παραδοσιακούς έκανε εξαιρετικό κακό κυρίως στο κοινό, εκεί δηλαδή όπου η τέχνη απευθύνεται. Αλλά και στους δημιουργούς τους ίδιους οι οποίοι φατριάστηκαν χωρίς κανένα λόγο – εκτός ίσως των ωμών συμφερόντων που συνήθως υπερασπίζονται οι γραφειοκράτες της τέχνης. Πρόκειται για αυτόν τον νεότερο πόλεμο που σοβεί δίπλα στον άλλο, τον παλαιότερο πόλεμο ανάμεσα στους τεχνοκριτικούς και τους καλλιτέχνες, μια γελοιότητα που δείχνει πόσο επαρχιώτικο και πεπαλαιωμένο είναι το σκηνικό δράσης της σύγχρονης μας τέχνης.

   

Δυστυχώς σήμερα έχει απαξιωθεί κάθε μορφή κριτικής εκτός ίσως από το θέατρο ή, δευτερευόντως, από τον κινηματογράφο. Η Καλτάκη, η Κολιτσιδοπούλου και η Αρκουμανέα κάνουν πολύ σοβαρή δουλειά. Αντίθετα, την κριτική των εικαστικών έχουν εδώ και χρόνια αναλάβει οι “φιλότεχνοι” δημοσιογράφοι μηδενίζοντας κυριολεκτικά το “άθλημα” και γράφοντας μόνο εγκώμια ή διαφημιστικά σεντόνια κατά παραγγελίαν. Για να ξεχάσουν τα πάντα όταν (αν) προαχθούν. Κλασικό παράδειγμα ο Ξυδάκης. Το γεγονός αυτό της παντοκρατορίας των δημοσιογράφων καταρχάς χαροποίησε τους δημιουργούς γιατί ξεφορτώθηκαν, νόμιζαν, την δυσάρεστη κριτική όμως μακροπρόθεσμα έβλαψε πολύ τα αισθητικά ζητήματα του τόπου επειδή έτσι αυτοκαταργήθηκαν και ο διάλογος και η αντιπαράθεση και η γόνιμη σύγκρουση. Αυτό το δυσάρεστο φαινόμενο της παντελούς έλλειψης διαλόγου αλλά και σύγκρουσης για οποιοδήποτε θέμα είναι, νομίζω, ένα από τα κύρια αιτία της κρίσης που ταλανίζει έξι τώρα χρόνια τη χώρα. Παρένθεση, αυτό που οι άλλοι ονομάζουν κρίση και εγώ ονομάζω βαθιά παρακμή.

 

Ας επιστρέψω όμως τον φίλτατο Γιώργο Ρόρρη με αφορμή την άκρως ενδιαφέρουσα συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα “Βήμα της Κυριακής” πρόσφατα. Θυμάμαι εδώ το κείμενο με το οποίο προλόγισα τον Γιώργο Ρόρρη κατά την πρώτη του ατομική έκθεση στην γκαλερί Μέδουσα όπως έκανα και με τον Τάσο Μαντζαβίνο αλλά και με τους περισσότερους καλλιτέχνες της γενιάς τους. Έγραψα πρώτος, ή ανάμεσα στους πρώτους, για τον Εδουάρδο Σακαγιάν, τον Στέφανο Δασκαλάκη, τον Χρήστο Μποκόρο, τον Κώστα Παπανικολάου, την Ειρήνη Ηλιοπούλου, τον Αχιλλέα Χρηστίδη κλπ. Πριν από 30 περίπου χρόνια οργάνωσα την ιστορική, κατά την άποψή μου, έκθεση “Ουτοπίες του Πραγματικού” στην καινούργια τότε γκαλερί Τιτάνιουμ του Αριστείδη Γιαγιάννου και με συμμετέχοντες τους περισσότερους από τους παραπάνω δημιουργούς. Ήταν τότε όλοι τους οι χρυσές ελπίδες της ελληνικής ζωγραφικής κάτι που προσωπικά με ενδιέφερε πάρα πολύ ως προς την καταγραφή σήμερα της ιστορίας του αύριο. Και είναι εξαιρετικά ευχάριστο ότι όλοι συνέχισαν εξελίσσοντας το προσωπικό τους ιδίωμα για να φτάσουν σήμερα σε μια επαγγελματική αλλά και εκφραστική ωριμότητα. Να έχουν, δηλαδή, καταστεί ιστορία. Αν με ρωτάτε προσωπικά θα πω πως εκείνα τα νεανικά τους έργα μου αρέσουν ακόμη περισσότερο χωρίς διόλου να υποτιμώ την τεχνική επάρκεια των σημερινών, ώριμων συνθέσεων τους. Μόνο που στην τέχνη η τεχνική επάρκεια είναι συχνά εχθρός της έκφρασης της ίδιας γιατί αρκείται στο να σκηνογραφεί την πραγματικότητα αντί να σκηνοθετεί την ουσία της.

 

Αναφερόμενος στον Ρόρρη θέλω να πω πως τα τελευταία του έργα είναι εντυπωσιακά, είναι “θεατρικά” τόσο από πλευράς τεχνικής οργάνωσης όσο και από πλευράς διατύπωσης χώρου. Και εδώ εννοώ την δραματική ένταση του χώρου. Υπάρχει όμως στα συγκεκριμένα έργα ένα μικρό έλλειμμα κυρίως στη σχέση χώρου και φιγούρας εφόσον βέβαια ο ζωγράφος επιμένει να είναι ανθρωποκεντρικός. Αυτό που θέλω να είναι ότι στις συνθέσεις του Ρόρρη πρωταγωνιστεί ο χώρος, άκρως θεατροποιημένος, ενώ αντίθετα η φιγούρα καταντάει διακοσμητική. Συμβαίνει δηλαδή το αντίθετο με αυτό που βλέπει κανείς στα έργα του μεγάλου προτύπου του έλληνα ζωγράφου που είναι βέβαια ο Λούσιαν Φρόιντ . Στη ζωγραφική του Φρόιντ πρωταγωνιστούν τα σώματα τα οποία ενεργοποιούν έως ασφυξίας τον χώρο. Ο χώρος υπάρχει επειδή τον γεμίζουν, ως τα όρια, τα σώματα και το ακίνητο, σιωπηλό δράμα τους. Ή, ακόμα καλύτερα, οι φιγούρες του Φρόιντ είναι κορμιά που ξεχειλίζουν από την ψυχή τους!

 

Στην περίπτωση του Ρόρρη πάλι τα πρόσωπα του φαίνονται ασήμαντα. Ακόμα χειρότερα μοιάζουν αψυχογράφητα, έστω κι αν πρόκειται για γυναικεία γυμνά τα οποία εκ προοιμίου πάλλονται (ή πρέπει) από αισθησιασμό ή ερωτικότητα. Γιατί συμβαίνει αυτό; Νομίζω γιατί, όπως το υπαινίχθηκα ήδη πιο πάνω, σκηνογραφεί αλλά δεν σκηνοθετεί. Δηλαδή δεν εμβαθύνει στην ψυχολογία των προσώπων που ζωγραφίζει. Ενώ από την άλλη, είναι σαφής πρόθεση του παραμένει να επιτύχει μια ψυχογραφική ζωγραφική. Νομίζω πως το κείμενο αυτό που του το απευθύνω με πολλή αγάπη, θα τον βοηθήσει ώστε να επιτύχει περισσότερα στην προσωπική του έρευνα. Θλίβομαι βέβαια, και το λέω δημόσια, που όλοι αυτοί καλοί μου φίλοι με τους οποίους συμπορεύθηκα και τους οποίους στήριξα στα πρώτα τους βήματα με τον ενθουσιασμό των δικών μου πρώτων βημάτων, σήμερα δεν με καλούν στα εργαστήρια τους για να τους πω την άποψή μου ή για να συζητήσουμε τα προβλήματα τα οποία ενδεχομένως αντιμετωπίζουν. Ανασφάλεια; Υπεροψία; Έλλειψη εμπιστοσύνης προς την κρίση μου; Ενδεχομένως. Όμως αυτό δε σημαίνει πως δεν θα έπρεπε να συζητάμε.Έστω και διαφωνώντας. Τρέμω εκείνη τη μορφή τέχνης που προκύπτει ab ovo όπως λένε οι Λατίνοι και χωρίς κανέναν διάλογο, χωρίς καμία σύγκρουση.

 

Αυτό τον καιρό εκτίθεται στο φουαγιέ του δημοτικού θεάτρου του Πειραιά μια εξαιρετική, ψυχογραφική προσωπογραφία του μεγάλου ηθοποιού Αιμίλιου Βεάκη φτιαγμένη από τον ελάσσονα ζωγράφο του Μεσοπολέμου Απόστολο Γεραλή. Πρόκειται για ένα πορτραίτο που συνεχίζει την μεγάλη παράδοση των εκθειαστικών πορτραίτων, και μάλιστα με μια μπαρόκ αύρα, του Γεωργίου Ιακωβίδη, του Δημητρίου Γερανιώτη, του Σπύρου Βικάτου, του Γεωργίου Ροϊλού… Για να μην αναφέρω βέβαια τον Γύζη ή τον Νικηφόρο Λύτρα. Προσωπικά με ενδιαφέρουν τα πορτραίτα που φιλοτέχνησαν ο Νικόλαος Λύτρας, ο Γεώργιος Μπουζιάνης ακόμα και ο Σπύρος Παπαλουκάς ,αλλά βέβαια εκφράζω προσωπική άποψη. Τιμώ την άρτια, νεοακαδημαϊκή πρόταση του Γιώργου Ρόρρη όπως επίσης τιμώ την σεμνότητα και την άοκνη εργατικότητα του. Πρόκειται για μια εργατικότητα που κληρονόμησε από τον δάσκαλο του Παναγιώτη Τέτση. Επωφελούμαι εδώ της ευκαιρίας για να πω πως η τελευταία έκθεση του ενενηντάχρονου Τέτση στο Ίδρυμα Θεοχαράκη ήταν αληθινά μια επίδειξη δημιουργικής μαεστρίας. Ένα έργο σφριγηλό και νεανικό που πραγματικά με εντυπωσίασε. Αληθινή πρόταση ανανέωσης της παραδοσιακής τοπιογραφίας.

 

Το ζήτημα είναι πως ο Ρόρρης μπορεί να κάνει πράγματα πολύ πιο βαθιά σε σχέση με την τωρινή παραγωγή του η οποία κολακεύει σαφώς τους προσωπογραφουμένους και ασφαλώς αρέσει στους νεοαφιχθέντες στο χώρο της τέχνης. Και δεν εννοώ εδώ τους αμαθείς νεόπλουτους που αγοράζουν ζωγραφική για να ξεπλύνουν την προσωπική τους αμάθεια αλλά όλους εκείνους που αγαπούν την τέχνη μεν, εξαντλούνται όμως στην επιφάνεια της. Ο Γιώργος Ρόρρης έχει το ψυχικό απόθεμα να οδηγήσει την ζωγραφική μας λίγο πιο πέρα, λίγο πιο μακριά.

 

ΥΓ. Δύο, αρκετά παραγνωρισμένοι, από την ανωτέρω ομάδα, είναι ο Κώστας Παπανικολάου και ο Αχιλλέας Παπακώστας. Ξεχωρίζω επίσης τον Μιχάλη Μανουσάκη, τον Άγγελο Αντωνόπουλο, τον Γιάννη Αδαμάκη και τον πρόωρα χαμένο Γιώργο Καρακίτσο.

 

Εμένα πάλι με γοητεύει ο αγώνας ως προς τα όρια της εικόνας και πέρα από την αφήγηση, στο κενό ανάμεσα στο δράμα και την απορία ως προς την αναπαράσταση του όπως το εκφράζουν οι ζωγράφοι Νίκος Μπάικας ή Γιώργος Ξένος. Επίσης ο Γιάννης Τζερμιάς ή ο Τάσος Μαντζαβίνος. Ο Θράφια ή η Πελαγία Κυριαζή. Για να αναφέρω μερικά παραδείγματα που δεν περνάνε καν από το μυαλό των “ευαίσθητων” δημοσιογράφων που προανέφερα.

 

1gaz3a.jpg

 

 

* Το άρθρο απηχεί στις απόψεις του συντάκτη του.

iPorta.gr

 

SHARE
RELATED POSTS
Αντίο, Γιάννη, του Κωστή Α. Μακρή
Το μήνυμα της σοφίας από τον πατέρα Φιλόθεο Φάρο
Σοφία Βέμπο: “Άρωμα από δάφνη”, του Άγγελου Κουτσούκη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.