Πριν μπω στο ψητό, για τους νεότερους μεταξύ μας θα είναι ίσως χρήσιμη μια περιγραφή του τοπίου σε ό,τι αφορά την “ξένη” μουσική στην
Ελλάδα το χειμώνα του 1980. Υπήρχε μόνο ένα αμιγώς μουσικό περιοδικό, το μηνιαίο “Ποπ και Ροκ”, δύο κανάλια της κρατικής τηλεόρασης
και μόνο κρατικό ραδιόφωνο, τα οποία ως επί το πλείστον μετέδιδαν Ρένα Κουμιώτη και τα συναφή. Το πειρατικό ραδιόφωνο ήταν ακόμη
στα σπάργανα και ανίσχυρο να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο, απ’ όσο θυμάμαι τουλάχιστον. Δεν υπήρχε ιντερνετ, και μόνο ορισμένα
κεντρικά περίπτερα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη έφερναν με καθυστέρηση δύο εβδομάδων τις αγγλικές μουσικές εφημερίδες, Melody Maker
και New Musical Express. Ημασταν μόλις έξη χρόνια μετά τη χούντα, και το συναυλιακό γίγνεσθαι είχε μόλις ξεκινήσει πολύ δειλά να
αναπτύσσεται, με τη συναυλία των Police στο Σπόρτινγκ και αυτές των Gillan σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Όσοι από μας αγαπούσαμε την ποπ και ροκ μουσική ακούγαμε τις ημίωρες εκπομπές των εταιριών δίσκων, που μετέδιδαν μόνο τις νέες
κυκλοφορίες της κάθε εταιρίας, και με φανατισμό το “Ποπ Κλαμπ” (και κάθε Παρασκευή “Ροκ Κλαμπ”) του Γιάννη Πετρίδη και του Κώστα
Ζουγρή, στις 4 μμ. Και σε ό,τι αφορά την ενημέρωση, αυτά ήταν όλα.
Το Νοέμβριο του 1980, ο Γιάννης Πετρίδης παρουσίασε με μεγάλη χαρά το νέο, τότε άλμπουμ του Τζον Λένον, το πρώτο του μετά από πέντε
χρόνια απουσίας (πέντε χρόνια ήταν τεράστιο διάστημα τότε – το ροκ ήταν μόλις 25 ετών και οι καλλιτέχνες έβγαζαν καναδυό άλμπουμ το
χρόνο). Έβαλε το “(Just Like) Starting Over” και το παίνεψε, δικαίως, ήταν τραγουδάρα.
Ημέρα Τρίτη 9 Δεκεμβρίου το πρωί, βγαίνω από το σπίτι μου να πάω στο πανεπιστήμιο με τα πόδια, στο δρόμο περνάω έξω από το
δισκοπωλείο “Λύρα” στην Τσιμισκή, και ρίχνω, όπως συνήθως, μια ματιά στη βιτρίνα. Πάντα ρίχναμε μια ματιά στις βιτρίνες των
δισκοπωλείων, ελπίζοντας να μπορέσουμε να τα αγοράσουμε όλα, μα όλα. Σε περίοπτη θέση στη βιτρίνα βρισκόταν το “Double Fantasy”, με
μια μαύρη ταινία διαγώνια στο εξώφυλλο. Το είχα δει το εξώφυλλο και τέτοια ταινία δεν είχε. Συνέχισα να περπατάω, και στο περίπτερο στη
γωνία βλέπω κρεμασμένη την εφημερίδα “Μακεδονία” με ξύλινο τεράστιο τίτλο “Δολοφόνησαν τον Μπητλ Τζον Λένον”. Σαν χθες το
θυμάμαι, 35 χρόνια αργότερα. Δε θυμάμαι τι ακριβώς ένιωσα. Θυμάμαι ωστόσο πως έμεινα αρκετά λεπτά εμβρόντητος, διαβάζοντας και
ξαναδιαβάζοντας τον τίτλο και το λίγο κείμενο που φαινόταν πάνω από το δίπλωμα της εφημερίδας. Μετά έκανα μεταβολή και γύρισα σπίτι
μου, κλείστηκα στο δωμάτιό μου και σκεφτόμουν.
Στις 4 άνοιξα το ραδιόφωνο να ακούσω το Γιάννη Πετρίδη. Ξεκίνησε την εκπομπή διαβάζοντας τους στίχους του “Instant Karma”, με
ραγισμένη φωνή, έπειτα έβαλε το τραγούδι και δεν ξαναμίλησε, μία ολόκληρη ώρα έβαζε τραγούδια του Λένον και των Μπιτλς. Αν δε
μπορούσε ο Γιάννης Πετρίδης να πει κάτι, δε θα μπορούσε κανείς.
Η τηλεόραση μετέδιδε ένα παγκόσμιο κύμα συγκίνησης που δεν είχα γνωρίσει ξανά.
Άκουγα τους Μπιτλς, μ’ άρεσαν πολύ, γνώριζα τον Τζον Λένον και τι συμβόλιζε, όχι βέβαια όσο καλά τον έμαθα αργότερα όταν η
ενημέρωση έγινε πληρέστερη και κατάλαβα ποιός ήταν τι στους Μπιτλς, το μεγαλύτερο αυτό και σημαντικότερο όλων συγκρότημα. Νομίζω
τον αγαπούσα, όμως, και το γεγονός ότι πέθανε σε ώριμη ηλικία (ήμουν 17 τότε, ο σαραντάρης φάνταζε στα μάτια μου σχεδόν
συνταξιούχος!) δεν απάλυνε καθόλου τον πόνο. Πόνο; Για έναν άνθρωπο που δεν είχα γνωρίσει ποτέ προσωπικά, και ούτε επρόκειτο; Ναι.
Αυτά έχει η μουσική αν σ´ αρέσει, νιώθεις πως παίζεται και τραγουδιέται για σένα, κι ας αγνοεί παντελώς την ύπαρξή σου.
Δεν πήγα πουθενά εκείνη τη μέρα, ούτε την επόμενη. Δεν είχα όρεξη για τίποτε. Κατά κάποιον περίεργο λόγο, ο κόσμος μου ήταν λίγο πιο
άδειος, λίγο λιγότερο ενδιαφέρων χωρίς τον Τζον Λένον. Ακόμη είναι.