Υπολογίζεται πως 2 στους 3 καρκίνους του μαστού επηρεάζονται από ορμόνες, όπως τα οιστρογόνα και η προγεστερόνη, με τις οποίες συνδέονται τα καρκινικά κύτταρα καθώς τα βοηθούν να αναπτυχθούν.
Η ορμονοθεραπεία επιβραδύνει ή σταματά την ανάπτυξη των όγκων που είναι ευαίσθητοι σε ορμόνες, εμποδίζοντας την ικανότητα του σώματος να παράγει ορμόνες ή παρεμβαίνοντας στην επίδραση των ορμονών στα καρκινικά κύτταρα, σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος και όχι μόνο στο μαστό. Όγκοι οι οποίοι δεν είναι ορμονοεξαρτώμενοι, δεν ανταποκρίνονται στην ορμονική θεραπεία.
Η ορμονοθεραπεία, συχνά χρησιμοποιείται ως επικουρική θεραπεία μετά τη χειρουργική επέμβαση για να βοηθήσει στη μείωση του κινδύνου επανεμφάνισης του καρκίνου. Συνήθως εφαρμόζεται για τουλάχιστον 5 έως 10 χρόνια. Επιλέγεται επίσης και σε περιπτώσεις επανεμφάνισης του καρκίνου.
Η ταμοξιφαίνη
Υπάρχουν διάφοροι τύποι ορμονοθεραπείας για τον καρκίνο του μαστού. Σημαντική κατηγορία αποτελούν τα φάρμακα που ανήκουν στους εκλεκτικούς ρυθμιστές των οιστρογονικών υποδοχέων (Selective estrogen receptor modulator- SERM), με κυρίαρχο την ταμοξιφαίνη. Αυτά τα φάρμακα, αποκλείουν τους υποδοχείς οιστρογόνων στα καρκινικά κύτταρα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να συνδεθεί το οιστρογόνο και τα κύτταρα να μην μπορούν πλέον να μεγαλώσουν και να πολλαπλασθούν. Ενώ αποτελούν αντι-οιστρογόνο για τα κύτταρα του καρκίνου, δρουν σαν οιστρογόνο σε άλλους ιστούς, όπως η μήτρα και τα οστά. Τα οφέλη από τη λήψη αυτών των φαρμάκων υπερτερούν των πιθανών κινδύνων για όλες σχεδόν τις γυναίκες με καρκίνο του μαστού που είναι θετικός σε ορμόνες. Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες της ταμοξιφαίνης είναι οι εξάψεις, η κολπική ξηρότητα και η πάχυνση του ενδομητρίου.
Η λετροζόλη και η εξεμεστάνη
Άλλη μεγάλη κατηγορία ορμονών, που σταματούν την παραγωγή οιστρογόνων, είναι οι μη στεροειδείς αναστολείς της αρωματάσης και περιλαμβάνουν φάρμακα όπως η λετροζόλη και η εξεμεστάνη.
Πριν την εμμηνόπαυση, οι ωοθήκες παράγουν τα περισσότερα οιστρογόνα. Αν οι ωοθήκες δεν λειτουργούν είτε λόγω εμμηνόπαυσης είτε λόγω συγκεκριμένων θεραπειών, μικρή ποσότητα οιστρογόνων εξακολουθεί να παράγεται στον λιπώδη ιστό με τη βοήθεια της αρωματάσης, την οποία μπλοκάρουν τα συγκεκριμένα φάρμακα.
Η μείωση του επιπέδου των οιστρογόνων μπορεί να βοηθήσει στην επιβράδυνση της ανάπτυξης των καρκινικών κυττάρων ή στην αποτροπή της επανεμφάνισής του ορμονοευαίσθητου καρκίνου. Οι πιο συχνές ανεπιθύμητες ενέργειες είναι ο μυϊκός πόνος και η δυσκαμψία/ πόνος των αρθρώσεων ενώ σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες απαιτείται τακτική παρακολούθηση για οστεοπενία. Αυτά τα φάρμακα είναι κατάλληλα για γυναίκες που έχουν περάσει στην εμμηνόπαυση: μπορούν ωστόσο να χορηγηθούν και σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες σε συνδυασμό με καταστολή των ωοθηκών.
Διακοπή της λειτουργίας των ωοθηκών
Η ορμονοθεραπεία σταματά και τη λειτουργία των ωοθηκών. Επειδή οι ωοθήκες είναι η κύρια πηγή οιστρογόνων σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, η εξάλειψη ή η καταστολή λειτουργίας των ωοθηκών μειώνει τα επίπεδα οιστρογόνων. Η διακοπή λειτουργίας των ωοθηκών μπορεί να γίνει είτε μόνιμα -με χειρουργική επέμβαση- είτε προσωρινά με φάρμακα ανάλογα της εκλυτική ορμόνη των γοναδοτροφινών (LHRH). Αυτά τα φάρμακα, σταματούν το σήμα που στέλνει το σώμα στις ωοθήκες για την παραγωγή οιστρογόνων και προκαλούν προσωρινή εμμηνόπαυση. Τα πιο κοινά φάρμακα LHRH είναι η γοσερελίνη και η λευπρολίδη. Μπορούν να χορηγηθούν είτε μόνα τους είτε σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα (ταμοξιφαίνη, αναστολείς αρωματάσης) ως ορμονική θεραπεία σε γυναίκες πριν την εμμηνόπαυση.
Βέβαια, υπάρχουν και άλλα φάρμακα που χορηγούνται στην ορμονοθεραπεία στον καρκίνο του μαστού: η κατάλληλη αγωγή αποφασίζεται με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε καρκίνου, που είναι ξεχωριστά για κάθε ασθενή.