Το σημερινό κείμενο είναι πολύ σκληρό, αλλά αληθινό. Αναφέρεται στο Ναξαίων Ημερολόγιον, που εκδόθηκε το 1895. Πρόκειται για την ιστορία ενός Ναξιώτη, που σκλαβώθηκε στα τέλη του ΙΖ’ αιώνα από κουρσάρους. Θα διαβάσετε το γράμμα που έστειλε στη γυναίκα του από την Μπαρμπαριά. Προσδεθείτε!
«Γράφω σου τα βάσανα και την παίδα οπού ηπέρασα ώστε πού νάρθωμε εδώ στην Τρίπολη. Θέλεις, ξέρεις, αγάπη μου, πως μισεύγοντας απ’ αυτού Τετράδη βράδυ ξημερώνοντας η Πέφτη, τις δύο του δευτεροουλίου αλλ’ άλμπα ένα μίλι αλάργου από την Ικαριά, ευρεθήκασι δύο γαλιότες μαυρισμένες και πιάνουσί μας, και το πρώτο που εκάμασι μ’ έβαλαν πίμυτα, και κρατούσασί με πέντε νομάτοι και μ΄ένα στρόπο κατραμωμένο με δέρνασι γδυμένο μ’ ένα βρακί που έκαναν τα κριάτα μου μαύρα ωσαν τον κώλο του τσικαλιού, να μολογήσω, λέει, πού βρίσκεται η αρμάδα. Ύστερα με κράζει. Λέγει μου: Μπρέ, έχεις ν’ αγοραστείς; Λέγω: Αφέντη, φτωχός άνθρωπος είμαι και με το να μην έχω επήγαινα με το καϊκι να βρώ δέκα άσπρα να ζήσω τα παιδιά μου. Μα, άμε με στην Αξιά, μπορεί για όνομα του Θεού να μ’ αγοράσουν. Λέγει: Δεν πάγω στην Αξιά. Λέγω του: στην Πάρο. Λέγει: Μηδέ στην Πάρο, μόνο στην Αμοργό.
Εγύρευγέ μου πολλά. Έτσι επήγαμε στην Αμοργό. Και έρχονται κάτω ν’ αγοράσουν ένα καϊκι, θαρρώ να το ηκούσατε, και γύρευγαν να πάρουν κι εμένα και τους συντρόφους και σιάζουσί μας 200 ρεάλια, ήγουν 200 όλοι. Και από κεί ο σκύλος παίρνει κι εμάς και πέντε καλόγερους και πέντε λαϊκούς και τ’ άσπρα με τσι ξυλιές και πάγει μας στη Σαντορίνη και παίρνει κι από κει. Εις τόσο, για να μη πολυλογώ εκάμαμε τριανταπέντε μέρες μες στη γαλιότα. Καθημερινώς κλωτσιές, ξυλιές, πεινασμένοι και δεν μας ήδωνε παρά ένα κομμάτι παξιμάδι το ταχύ, μουχλιασμένο, που δεν τό τρωγε ο χοίρος και μια τάσα νερό βρωμισμένο και άλλο τόσο το βράδυ.
Και νύχτα μέρα κουβαριασμένοι από κάτω στη φιργάδα που μάγκου δε μπορούσαμε να ξαπλώσουμε το ποδάρι μια σπιθαμή και από κάτω μας λάμες τα σίδερα και κουπιά, όχι άλλο τίποτες, οι ψείρες πού τσ’ εξούσαμε μ’ ένα κομμάτι ξύλο, όταν ήθελε μας βγάλη στη γή, που με φάγασι ζωντανό…
Ώχου και αλίμονο, αγάπη μου. Και να ήθελα να σου γρικώ, να μην έχω τώρα το στειρεμό σου να καίγομαι, ώχου παιδάκια μου, μωρουδάκια μου, ώχου γλυκύτατά μου, ώ φώς των εματιών μου και πώς σας αποχωρίστηκα. Ωχ, αλίμονο, οι αναστεναγμοί κάβγου τα χείλη μου και δεν έχω δροσισμό, τα μάτια μου δε σκολάζουν ποτέ και αν πιώ ένα σκουτέλι νερό, πίνω δυο σκουτέλια φαρμάκι και χύνω άλλα τόσα δάκρια, πού όσες μπουκουνιές τρώγω, τόσους αναστεναγμούς βγάνω και τα μάτια μου τρέχουν σαν τον ποταμό.
Ζωή κρινάμενη έχω, αγάπη μου, δεν τόνε δύνομαι τον στειρεμό σου, μηδέ των παιδιών μου, ώχου Λιανή μου, καρδιά μου, ώχου χρυσάκι μου, φώς των εματιών μου, μολενετούτο δόξασοι ο Θεός, ας γίνει το θέλημά σου, Κύριε όχι το δικό μου. Μα παρακαλώ σε, Θεέ μου, λεημοσύνη, όχι δικαιοσύνη. Δεν ημπορώ να σου γράψω τα βάσανα οπού περνώ, γιατί αν ήτον η θάλασσα μελάνι και η γή χαρτί, δεν έσωνε να σού τα γράψω.
Ανεμάζωξε το νού σου, γιατί ένας αρωστημένος χρειάζεται γιατρούς και γιατρικά, και εγώ ο κακορίζικος σκλάβος, βοήθεια και φίλους. Βοήθεια, έτζι κάμε για το Θεό, βοήθεια, βοήθεια όχι κλάματα, βάλε ό, τι κι αν έχομε αμανάτι, αμπέλι, χωράφια και ό, τι άλλο πράμα που να θέλεις, που να μαζώξεις άσπρα και μήνυσε και του σιορ Τζάνε Μπατή να μιλήσει τση Πιαλίδαινας για τ’ άσπρα, να τση δώσει ή να πομείνει εκείνος και να γράψει εκείνη εδώ πώς τα’ λαβε να με λεφτερώσει, να’ ρθω.
Είναι και άλλοι φτωχοί και ας είμαστε κι εμείς. Μη μ’ αφήσεις αγάπη μου να χαθώ, λυπήσου με, γύρεψέ με. Και πάλι ξαναλέγω σου, μην πικραίνεσαι…
Αγάπα τα ορφανά που έχεις στα χέρια σου, τη φτωχή τη Βασιλική και τη Φλωρέτζα, μην τες παραπονάς, γιατί έχουν πολλές παραπόνεσες τα μάτια μου και τρέχουν σαν τον ποταμό και δεν μπορώ να σκολάσω, η καρδιά μου άφτει και βράζει σαν χάρκωμα, μα δόξα σοι ο Θεός».
SHARE