Απόψεις

Εγώ, τα πόδια μου και οι άλλοι, του Κωστή Α. Μακρή

Spread the love

Είναι δέκα μηνών και στέκεται στα πόδια της. Με περηφάνια και καμάρι.
Βλέπω τη λάμψη στα μάτια της.
Δεν ξέρει ακόμα πόσο σημαντικό είναι να στέκεσαι στα πόδια σου. 
Δεν ξέρει ακόμα ότι αυτό είναι ίσως το πιο σημαντικό της κατόρθωμα μέχρι τώρα. Να στέκεται όρθια με τις δικές της δυνάμεις.
Είναι μέρες που κι εγώ κοιτάζω τα πόδια μου, τα θαυμάζω, τα τιμώ και ως τον πιο πλησίον μου τα αγαπάω. 
Διακινδυνεύοντας με τη δήλωσή μου αυτή ―σαν την Κορδέλια, την μικρότερη κόρη του Βασιλιά Ληρ, που είπε στον πατέρα της ότι τον αγαπάει όσο και το αλάτι― να θεωρηθεί λειψή αυτή η αγάπη μου. 
Γιατί ξέρω ότι δεν είναι και το πιο αξιόπιστο μέτρο η προφορική αγάπη ή η θεωρητική φροντίδα μας για τον πλησίον.
Αλλά τώρα, μιλάω για τα πόδια μου. 
Είναι αριστουργήματα βιομοριακής τεχνολογίας, έχουν καταγραμμένους συγγενείς γενετικούς κώδικες αιώνων, είναι όμορφα υποκείμενα γιατί με στηρίζουν, με βοηθάνε να στέκομαι όρθιος ―όταν δεν κάθομαι―, με τρέχουν, με περπατάνε και με οδηγούν κοντά σε ανθρώπους που πολλούς από αυτούς αγαπάω αλλά και κείνους που δεν τόσο αγαπάω είναι κι αυτοί κοντινά μου θαύματα που αν επιτρέψω στα δικά τους πόδια να σταθούν αντικρυστά σε μένα, να κοιταχτούν δηλαδή τα πόδια μας, ξεκινάνε οι μύτες τους έναν βουβό διάλογο, όταν μπορείς να κοιτάξεις λίγο χαμηλά και δεν είναι πάντα το βλέμμα σου στραμμένο σ’ έναν ουρανό ανυπόληπτων υποσχέσεων. 
Έτσι, όπως λοξά στοχεύουν τα αντικρυστά πόδια, αυτό το νοητό τραπέζιο, τρίγωνο σχεδόν, η αγία αυτή τετράδα σημείων ―μύτες και φτέρνες― είναι η θαυμαστή βάση του σκεφτόμενου (θα έπρεπε) αρχιτεκτονήματός μας που οδηγεί σε μια σπονδυλική στήλη φορτισμένη με αρχαία κεραυνίσματα, στήριγμα ατλαντικό τού κεφαλιού που εκεί μάτια, μύτη, στόμα, αυτιά, κορφή με κεράτινα λεπτά νήματα, κεραίες που ανιχνεύουν την μεταξύ μας υγρασία και με κάτι ασύλληπτης ομορφιάς ηχηρά «Τι κάνετε!» και «Καλή χρονιά να έχουμε!» δικαιώνεται ο κόπος των ποδιών μου που με πήγαν μέχρι εκεί, κοντά σε ανθρώπους, δεν έχει σημασία η αφορμή, σημασία έχει που είμαστε όλοι μας φριχτά θνητοί άνθρωποι, τρώμε και σάρκες ζώων, βλέπουμε ειδήσεις και πτώματα πνιγμένων, σεισμούς, λιμούς και καταποντισμούς και χαμογελάμε με υπολείμματα ζωικού λίπους σε άκρες χειλιών όμορφα βαμμένων και νιώθεις μέσα τους να σαλεύει μια Χριστουγεννιάτικη γαλοπούλα που χαρωπά χωνεύεται και ξέρεις ότι αυτά τα χείλια έχουν παραφράσει, όχι ολότελα χωρίς αγάπη αλλά με μεγάλη αυταρέσκεια και άγνοια, το «κατακυριεύσατε τη γη» και το πιστέψαμε κυριολεκτικά, αγνοώντας επιδεικτικά το πιο καινούριο και διορθωτικό «αγαπάτε αλλήλους» ή απλά πιστεύοντας στο γενναιόδωρο εύρος της γωνίας που δείχνουν τους αλλήλους οι αντικρυστές μύτες των σε άριστη ―ακόμα― κατάσταση παπουτσιών, γιατί εμείς θα αργήσουμε να φανούμε κουρελήδες, «είναι κι αυτή η κρίση», κι εγώ συνεχίζω να ευγνωμονώ τα πόδια μου και να τα τιμώ ως την πιο αγαπητή πλησίον μου άνθρωπο και δεν είναι ποδολαγνεία αυτό που εκθέτω, δεν είμαι τόσο ελευθέριος σαν τον Μαρκήσιο να γράφω τέτοιες αδιαντροπιές, αλλά ακόμα κι αν πονάνε τα πόδια μου από δύσκολες πορείες, διατροφικές ή άλλες αμαρτίες μου, εγώ τα αγαπάω, ίσως γιατί κάποτε τα οδήγησα σε μεγάλους κινδύνους από υπερβολική μου αυτοπεποίθηση κι από μια μηχανόβια εμμονή, αλλά ευτυχώς, να χτυπήσω ξύλο, εδώ είναι τα πόδια μου και τα σέβομαι και τα θαυμάζω. 
Ποτέ τους δεν προσπάθησαν να με παρασύρουν με πολιτική σαγήνη, ποτέ δεν με βαυκαλίσανε με επαναστατικά νανουρίσματα, ποτέ δεν μου είπαν ψέματα για τη φυσική και την οκονομική τους κατάσταση. Και ποτέ τους δεν με κουβάλησαν με δανεικά. Πάντοτε με τον κόπο τους κερδίζανε τις πρωτεΐνες και όλα τα συστατικά που χρειαζόντουσαν για να με στηρίζουν γερά πάνω στη γη και σε πατώματα και να με βοηθάνε να ζω με ενδιαφέρον, ενδιάμεσα γης και ουρανού, για όσο… 
Και βλέπω και τα άλλα πόδια, άλλων ανθρώπων, που δουλεύουν καλά αυτά τα πόδια αλλά δεν τους νιώθω εκείνους τους ανθρώπους να στηρίζονται γερά πάνω τους. Πολλές φορές τους ακούω να αναζητούν δεκανίκια με παράλογο τρόπο και σκέφτομαι ότι αυτά τα δεκανίκια που ζητάνε, όπως και τα χάδια, οι υποσχέσεις και τα ψέματα που αναζητούν, δεν είναι η ανάγκη των ποδιών τους ―που μια χαρά τους στηρίζουν― αλλά προέρχεται από πιο ψηλά, από μια ανόητη απαίτηση να σου υποσχεθούν ―ποιος άραγε;― ασφάλεια, ευμάρεια και ευτυχία στο διηνεκές κι ας μην εμπιστεύεσαι εσύ ο ίδιος τα αγαπημένα σου πόδια και με χαρά να στέκεσαι πάνω τους τιμώντας τα και να πορεύεσαι όρθιος με δύναμη κι αυτοπεποίθηση, μόνος ή με άλλους.
Εγώ όμως τα αγαπάω τα πόδια μου. Με κρατάνε όρθιο, με έχουν κουβαλήσει πάρα πολλά βήματα κι ακόμα στηρίζουν σκέψη μου, γραφή και αγάπη για τον κόσμο. Για περιπάτους σ’ αυτόν, μόνος ή με άλλους, κι όχι για την κατακυρίευσή του. 
Τι να τον κάνω άλλωστε έναν κατακυριευμένο κόσμο, όταν τα αγαπημένα μου πόδια με κρατούν ακόμα όρθιο, καλά να είναι, και με οδηγούν ―όχι πάντα χωρίς σφάλματα, αλλά όχι δικά τους― κοντά στους ανθρώπους και στην άπιαστη γνωση;
Στην Ι.Σ. που αρχίζει να στέκεται στα πόδια της.
18 Ιανουαρίου 2014




επικοινωνείστε:[email protected]

SHARE
RELATED POSTS
Περί γελοιογραφίας-συνέχεια, του Βαγγέλη Παυλίδη
Τα γιορτασμένα ξύλα, του Κωστή Α. Μακρή
Όταν εκτιμάς τον πρώην

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.