Ανοιχτή πόρτα Κοινωνία - Ελλάδα - Οικονομία

Ταπείνωση και ευθιξία, του Κωστή Α. Μακρή

Spread the love

Κωστής Α. Μακρής

Δεν ξέρω πώς γίνεται κάθε φορά που υπάρχει κάποιο σοβαρό πρόβλημα της επικαιρότητας να εμφανίζεται μπροστά μου ο Χαλής ο Μειλίχιος.

Άκουσα το ντιν ντιν ντιν. Διακριτικό. Του έχω πει να κουνάει ένα κουδουνάκι που έχω βάλει χαμηλά. Έτσι γλιτώσαμε από τις γρατζουνιές του στην πόρτα.
― Πεινιάαααω, ήταν η πρώτη του κουβέντα μόλις του άνοιξα την πόρτα.

― Καλησπέρα, λένε… Μα, καλά, δεν ντρέπεσαι να ζητιανεύεις; επιχείρησα να τον συνετίσω.

― Όχι. Εγώ όχι. Εσείς ντρεπόσαστε. Μερικοί περισσότερο. Θα μου βάλεις τώρα να φάω, μια και σε βρήκα, ή θα με πρήξεις;

Ξέρει ότι έχω ξεμείνει στην Αθήνα, ότι είναι δεκαπενταύγουστος που οι περισσότεροι λείπουν, και δεν κάνει βλακώδεις ερωτήσεις περί διακοπών και «πώς είσαι ακόμα εδώ» και τέτοια.

― Αργότερα… Τώρα βλέπω ειδήσεις, προσπάθησα να τον αποφύγω.

Δεν ησύχαζε ο Χαλής. Σκαρφάλωσε μ’ έναν πήδο στον καναπέ, δίπλα μου.
― Και αυτό που βλέπεις πόσο πιο σημαντικό είναι από την πείνα μου;

― Χαλή! Κοφ’ το δούλεμα! Υπάρχουν πολύ πιο σοβαρά θέματα. Τραγικά θα έλεγα…

Κοίταξε στην τηλεόραση μαζί μου. Λέγανε πάλι για τον νεαρό που σκοτώθηκε για ένα εισιτήριο. Βρήκα την ευκαιρία.

― Να! Το άκουσες αυτό; Με τον νεαρό στο τρόλεϊ;

― Το άκουσα…, απάντησε ατάραχος ο Χαλής.

― Πόσο τραγικό! Πόσο άδικο…, είπα μ’ έναν αναστεναγμό που βγήκε άθελά μου.
― Ναι, ήταν το μονολεκτικό σχόλιο του γάτου.

Ήθελα περισσότερα. Χαμήλωσα τον ήχο της τηλεόρασης. Έτσι κι αλλιώς δεν λέγανε κάτι καινούριο.
― Ποια είναι η γνώμη σου; ρώτησα τον Χαλή.

― Δεν τις ξέρω τις λεπτομέρειες, προσπάθησε να ξεγλιστρήσει.

― Απ’ αυτά που άκουσες, επέμεινα.

― Δεν ξέρω… Εμείς δεν μπαίνουμε σε τρόλεϊ. Για να είμαι πιο ακριβής, δεν μπαίνουμε σε μέσα μαζικής μεταφοράς ανθρώπων, όχι από μόνοι μας πάντως.

― Ποιοι εσείς;

― Εμείς οι γάτοι. Οι αδέσποτοι.
― Και γιατί;

― Γιατί δεν έχουμε λεφτά να πάρουμε εισιτήριο και είμαστε πολύ εύθικτοι αν κάποιος μας κάνει παρατήρηση… Αν με πει κάποιος τζαμπατζή, ας πούμε…
Κατάλαβα ότι με δούλευε χοντρά και, με αρκετή δόση ειρωνίας, τον ρώτησα:
― Ισχύει και για τις γάτες αυτό; Ή μήπως εκείνες είναι λιγότερο εύθικτες;
― Δεν ξέρω… Με τις γάτες συναντιόμαστε μια δυο φορές το χρόνο για να ζευγαρώσουμε. Μετά εκείνες κάνουν γατάκια και τα φροντίζουν. Εμείς οι γάτοι δεν ασχολούμαστε με την ανατροφή των γατιών. Εσείς που ασχολιόσαστε τόσο πολύ με την ανατροφή των παιδιών σας, θα έπρεπε να ξέρετε περισσότερα…

― Περισσότερα για ποιο πράγμα; τσίμπησα.

― Για το πώς φτάνει ένας νέος άνθρωπος να κάνει κάτι τέτοιο.

― Τι δηλαδή;

― Να σου το θέσω διαφορετικά… Αλλά αν σου πω τη γνώμη μου, θα μου δώσεις μετά να φάω;

― Θα σου δώσω, δεσμεύτηκα.
― Λοιπόν, κοίτα. Δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε, αλλά… Αν υποθέσουμε ότι ήταν δικό σου παιδί, τι θα έλεγες;

― Χτύπα ξύλο! Ούτε να το σκέφτομαι δεν θέλω…

― Ωραία. Αν λοιπόν ήταν δικό σου παιδί θα χτύπαγες ξύλο ή θα του είχες εξηγήσει ότι πρέπει να πληρώνει το εισιτήριό του στα μέσα μαζικής μεταφοράς;

― Μα, ναι, φυσικά…

― Μη λες «φυσικά»… Δεν είναι όλοι έτσι. Κάποιοι νομίζουν ότι δεν πρέπει να πληρώνουν.

― Ε, εγώ δεν είμαι απ’ αυτούς. Νομίζω ότι αν δεν πληρώνουν μερικοί, κάποιοι άλλοι θα το πληρώνουν ακριβότερα. Κι αυτό το βρίσκω άδικο…
― Μπράβο σου. Κι αν δεν είχε να πληρώσει και σε ρωτούσε τι να κάνει; Τι θα τον συμβούλευες;

― Να πάει με τα πόδια…

― Μάλιστα… Πες τώρα ότι θέλει να πάει κάπου μακριά και είναι κουρασμένος.

― Να μην πάει…

― Ακόμα κι αν πρέπει; Ακόμα κι αν είναι ερωτευμένος;

― Πού το πας; τον ρώτησα λίγο νευριασμένος. Εδώ χάθηκε ένας νέος άνθρωπος κι εσύ…
― Καλά… Άσε τον έρωτα… Ας πούμε ότι έχει βρεθεί κάπου μακριά και θέλει να γυρίσει σπίτι. Και είναι ταπί και ψύχραιμος. Τότε;

― Θα του πω να πάρει ένα ταξί και θα το πληρώσω εγώ.

― Εσύ όμως λείπεις από το σπίτι όπως και όλοι οι άλλοι. Ή εσύ είσαι άνεργος και σπας κουμπαράδες. Κανέναν δεν έχει να πάρει τηλέφωνο και να ζητήσει λεφτά. Ή μπορεί και να ντρέπεται. Γιατί σίγουρα θα τον έχεις μάθει να είναι περήφανος, εύθικτος, να μην καταδέχεται να ζητάει βοήθεια… Αλλά ας αφήσουμε στην άκρη το θεωρητικό παιδί σου. Εσύ τι θα έκανες σε μια απ’ αυτές τις περιπτώσεις; Είπαμε… Κουρασμένος, θέλεις να γυρίσεις σπίτι, είσαι άφραγκος, ντρέπεσαι να ζητήσεις δανεικά, δεν ξέρεις να ζητιανεύεις, μπορεί να είσαι και ερωτευμένος και να έχεις φάει και καμιά χυλόπιτα… Μπορεί να σε έχει ταπεινώσει κάποιος… Ή κάποια… Πολλά γίνονται… Ξέρεις εσύ… Όπως ξέρω κι εγώ. Με έχουν ξαποστείλει γάτες εμένα, ούου… Εκεί να δεις ποδαρόδρομο!
Χαμογέλασα. Είναι γάτα ο Χαλής στην επιχειρηματολογία.

― Θα το ρισκάριζα. Θα έμπαινα χωρίς εισιτήριο…, συνθηκολόγησα.
― Κι αν σε πιάνανε;

― Θα έλεγα ότι δεν έχω λεφτά ούτε για εισιτήριο ούτε για το πρόστιμο.

― Πω πω ντροπή! Κι αν σε πηγαίνανε στην αστυνομία;

― Τα ίδια θα έλεγα και εκεί…

― Και μετά;

― Τι μετά; Ό,τι γίνει… Τι θα μου κάνανε στο κάτω κάτω; Θα με σκοτώνανε; Για ένα εισιτήριο;

Ο Χαλής με κοίταξε με άγριο μάτι.
― Και δεν θα ντρεπόσουνα; Δεν θα ήθελες ν’ ανοίξει η γη να σε καταπιεί;

― Για ποιο απ’ όλα;

― Για όλα. Που δεν έχεις λεφτά, που δεν έχεις εισιτήριο, που σε κάνανε ρόμπα μέσα στο τρόλεϊ… Που θα μαθαίνανε οι δικοί σου, οι φίλοι σου, ότι σε τραβολογάνε στην αστυνομία για ένα απλήρωτο εισιτήριο… Για όλα αυτά που μαθαίνετε να ντρεπόσαστε τόσο εύκολα εσείς οι άνθρωποι, οι τόσο εύθικτοι. Γιατί το να κλωτσάς μια γάτα ή να σκοτώνεις τις μέλισσες με ζιζανιοκτόνα δεν σας προκαλεί και τόσο μεγάλη ντροπή…
Είχε δεν είχε, την αμόλησε την μπηχτή του. Αλλά το άφησα ασχολίαστο.

― Πού θέλεις να καταλήξεις; τον ρώτησα λίγο μπερδεμένος.

― Στην ντροπή, στην ταπείνωση. Στην ευθιξία… Στο θυμό. Εσείς οι άνθρωποι πιστεύετε ότι είναι μεγαλύτερη ταπείνωση να σε πούνε φτωχό, μπατίρη ή πεινασμένο από το να είσαι φτωχός, μπατίρης ή πεινασμένος. Εγώ όμως όταν πεινάω δεν ντρέπομαι να σου το λέω κι ούτε με ταπεινώνει να σου ζητιανεύω το φαΐ μου. Με ταπεινώνει περισσότερο η πείνα μου. Και αν με πεις ζήτουλα ή τζαμπατζή ή λιγούρη, δεν πρόκειται να βγω στο παράθυρο και να πέσω στο δρόμο να σκοτωθώ. Θα μείνω εδώ μέχρι να μου βάλεις να φάω. Κι αν δεν μου βάλεις εσύ, θα πάω αλλού… Ή θα βρω να κλέψω… Αλλά εγώ είμαι γάτος. Κατάλαβες;

― Κατάλαβα…, είπα με θλίψη για όλα τα εύθικτα και ταπεινωμένα παιδιά των ανθρώπων.
Και πήγα να του ετοιμάσω την γαβάθα του.

Δεν ξεφεύγεις εύκολα από τον Χαλή τον Μειλίχιο.

Εγώ τουλάχιστον, είχα φαΐ να του δώσω.

(Εικόνα: Κωστής Α. Μακρής)

 

 

SHARE
RELATED POSTS
Το χρώμα που «τρέχει»! – “Color-run”!, του Γιώργου Σαράφογλου, by George Sarafoglou
«Κάθε άνθρωπος είναι ο αρχιτέκτονας της τύχης του», του Κωστή Α.Μακρή
Λαλίστατα τα χείλη των ευσεβών, του Αλέξανδρου Μπέμπη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.