Η νύκτα ήτο χλιαρά
ως τίλιον ασθενούς,
ωχρά σελήνη έσχιζεν
αργά τους ουρανούς
και οι αστέρες οι χλωμοί
εθρύνουν μετά μένους
την μοίρα τους που τους κρατά
στα ύψη κολλημένους
Ήτο η νύκτα χλιαρά,
ως ανωτέρω είπον,
και ο Τοτός ο λαίμαργος
δεν έπεφτε για ύπνον.
Διαλαθών της προσοχής
στο μαγειρείον πάει
ελπίδαν έχων βάσιμον
κάτι να βρεί να φάει
Η νύκτα ήτο χλιαρά,
του χρόνου η μακρυτέρα,
και του Τοτού του λαίμαργου
η δυστυχής μητέρα
μεσονυκτίς σηκώθηκε
να πάει προς νερού της
βρεθείσα αντιμέτωπος
του φοβερού υιού της
Η ιστορία πάει να πει
χωρίς περιστροφάς
της νύκτας τα καμώματα
τα βλέπεις και γελάς,
μα του Τοτού αν τύχαινε
να ήμουν ο πατέρας
στο μαγειρείο θα μ’ εύρισκες
μαζί μ’ αυτό το τέρας.
Ευάγγελος ο Θα