Ο Άγιος Βασίλης ετοιμαζόταν να γυρίσει στο σπίτι του.
Είχε παραδώσει όλα τα δώρα που του είχαν δώσει οι άνθρωποι που δεν πιστεύανε σ’ αυτόν και ήταν κατάκοπος. Είχε αφήσει το νοικιασμένο έλκηθρο στο γκαράζ. Είχε αφήσει εκεί και το μικρό καστανόξανθο πόνι με αρκετή τροφή και νερό. Θα περνούσε να το πάρει ο ιδιοκτήτης του την άλλη μέρα το πρωί, όπως είχαν συνεννοηθεί. Το νοίκι για το έλκηθρο και για το ζωντανό ήταν ήδη πληρωμένο και έτσι δεν θα χρειαζόταν να σηκωθεί πρωί πρωί την άλλη μέρα. «Να ξεκουραστώ λίγο. Χρονιάρα μέρα…» σκεφτόταν. Ξόφλησε τα δυο νεαρά ξωτικά, που τον είχαν βοηθήσει όλες αυτές τις μέρες, και τα αποχαιρέτησε.
Λίγα μέτρα είχε κάνει έξω από το γκαράζ όταν άκουσε την παιδική φωνή:
― Είσαι ο Άγιος Βασίλης;
Ο Άγιος Βασίλης ξαφνιάστηκε.
― Εγώ είμαι…, χαμογέλασε χωρίς σιγουριά.
― Και δίνεις δώρα;
Ο Άγιος Βασίλης έξυσε το κεφάλι του ανασηκώνοντας λίγο τον σκούφο του. Κοίταξε τις μπότες του που ήταν κάπως λασπωμένες και δεν ήταν ακριβώς μπότες. Ψηλές μαύρες γαλότσες ήταν, που όμως τον είχαν βολέψει μια χαρά για περισσότερες από είκοσι μέρες.
Έτσι όπως κοίταζε χαμηλά στο δρόμο, πρόσεξε τα παπούτσια του παιδιού που τον είχε ρωτήσει. Ήταν πάνινα, βρόμικα, ξεφτισμένα και με μαδημένη τη σόλα στο ένα. Έκανε κρύο και το μόνο που σκεφτόταν ο Άγιος Βασίλης ήταν το σπίτι του. Να αλλάξει, να βγάλει μια μπίρα απ’ το ψυγείο, να ανοίξει την τηλεόραση και να παραγγείλει κάτι απ’ έξω. «Μια πίτσα θα πάρω. Την απλή…» είχε σκεφτεί. Νιώθοντας το χρήμα να φουσκώνει στην τσέπη του, μια τσιγκουνιά τον είχε πιάσει, προστατευτική.
― Δίνεις δώρα; ξαναρώτησε το παιδί με το σκούρο πρόσωπο.
Λίγο κουνιόταν απ’ τον αέρα το κεντρικό φως στη μέση του δρόμου και άλλαζε τις σκιές.
― Δίνω…
― Σε όλα τα παιδάκια;
Ο Άγιος Βασίλης κοίταξε γύρω του. Σαν να ζητούσε βοήθεια ή σαν η ερώτηση να απευθυνόταν σε κάποιον άλλον.
― Σχεδόν…, είπε.
― Τι σχεδόν;
― Σχεδόν σε όλα τα παιδάκια. Δίνω σε κείνα που πιστεύουν στον Άγιο Βασίλη.
Την τελευταία φράση την είπε με πιο δυνατή φωνή, νομίζοντας ότι ήταν μια έξυπνη απάντηση ή ένα καλό τέχνασμα για να αποφύγει περισσότερες κουβέντες μ’ ένα παιδί τόσο σκούρο και τόσο κακοντυμένο.
― Εγώ πιστεύω. Αλλά ούτε πέρσι ούτε και πιο παλιά πήρα δώρο από σένα.
Ο Άγιος Βασίλης έξυσε τη μύτη του. Ήταν έτοιμος να πει ψέματα ή πραγματικά τον έτρωγε η μύτη του; Τα μάτια όμως του παιδιού, μεγάλα μάτια και ευθύβολα, τον έκαναν να μιλήσει χωρίς να το καλοσκεφτεί:
― Φέτος, θα σου δώσω κάτι…, είπε.
― Τι; ρώτησε με δυσπιστία το παιδί.
Ο Άγιος Βασίλης σώπαινε.
― Τι; επέμεινε το παιδί.
Ο Άγιος Βασίλης έψαχνε τις τσέπες του. Κουδούνιζε τα κλειδιά του, μέτραγε με τα δάχτυλα την είσπραξη της μέρας… Αρκετά καλή, μαζί με τα έξτρα. Έβλεπε τη λιγούρα των παιδιών πάνω στο πόνι και τους έκανε μια βόλτα παραπάνω, κοιτάζοντας με νόημα τη μαμά ή τον μπαμπά του παιδιού. Συνήθως παιδιά χωρισμένων, γκρινιάρικα, με γονείς του Σαββατοκύριακου που εξαγόραζαν με λίγα ευρώ τις ενοχές τους.
Είχε πάει καλά η δουλειά όλες τις προηγούμενες μέρες. Είχε ρίξει τις τιμές και τα είχε καταφέρει μια χαρά. Είχε βγάλει περισσότερα απ’ όσα έλπιζε ή φοβόταν. Βόλτα η πιτσιρικαρία με το πόνι στην πλατεία, φωτογραφίες με τον Άγιο Βασίλη και τα ξωτικά του… Ήταν και τα λεφτά από τις εταιρείες, για να μοιράζει τα διαφημιστικά τους δώρα και φυλλάδια. Υπολόγιζε να καβατζάρει τα έκτακτα έξοδα για πάνω από δυο μήνες. Μπορεί και τρεις. Με οικονομία τρελή, βέβαια. Για τα τακτικά, τη δουλειά του την είχε ακόμα. Λίγα; Λίγα. Αλλά από ολότελα. Σε μια τσέπη άγγιξε τα εισιτήρια για το μετρό… Ψαχούλεψε δίπλα στο κινητό του, σε άλλη τσέπη, τα δυο τυλιχτά γλυκάκια, που του είχε δώσει το τελευταίο παιδί που φωτογραφήθηκε μαζί του. Αντάλλαγμα στον Άγιο Βασίλη, για τα διαφημιστικά δώρα που του είχε προσφέρει. Έψαχνε και σκεφτόταν. Σκεφτόταν κι έψαχνε.
«Γλυκάκια… Ποιο παιδί θα ήθελε γλυκάκια από τον Άγιο Βασίλη;»
Βλαστημούσε μέσα του που δεν είχε μαζί του δυο τρία διαφημιστικά δώρα. Της συμφοράς ήταν, αλλά τη δουλειά τους θα την κάνανε. Και πού θα το καταλάβαινε ο μικρός;
― Πού μένεις;
― Εκεί, είπε το παιδί και έδειξε ένα παλιό σπίτι, λοξά απέναντι απ’ το γκαράζ.
Ο Άγιος Βασίλης κοίταξε προς τα εκεί που του έδειξε το παιδί και μετά γύρω του. Κανένα μαγαζί εκεί κοντά. Και να υπήρχε, θα ήταν κλειστό. Αλλά ούτε ψιλικατζίδικο έβλεπε, ούτε περίπτερο ανοιχτό. Μόνο κάδοι, ξέχειλοι στα σκουπίδια. «Για καμιά σοκολάτα, ένα παιχνιδάκι…». Έτσι, υπολόγιζε, να βγάλει την υποχρέωση που μόνος του είχε αναλάβει.
«Τέτοια μέρα… Ποιος να είναι ανοιχτός», σκέφτηκε. Κοίταξε πιο προσεχτικά το σπίτι που του είχε δείξει ο μικρός. Ένα ερείπιο, απομεινάρι άλλων εποχών. «Μένουν άνθρωποι εκεί μέσα;» αναρωτήθηκε, και πήγε να μετανιώσει που φάνηκε μπόσικος με το παιδί.
― Εκεί μένεις; Αλλά… Θέλω να πω… Με ποιους μένεις εκεί;
― Με τη μαμά μου και τον μπαμπά μου. Είναι και άλλοι…
― Από πού είσαι;
― Εγώ εδώ γεννήθηκα. Η μαμά κι ο μπαμπάς αλλού, μακριά.
Ο Άγιος Βασίλης δεν το σκέφτηκε άλλο.
― Πάμε στο σπίτι σου, είπε.
― Πάμε.
* * *
Ο Άγιος Βασίλης κοιμήθηκε αργά εκείνο το βράδυ.
«Ισμαήλ με λένε» του είχε πει το παιδί την ώρα που τον έμπαζε στο σπίτι του· και ο Άγιος Βασίλης σκέφτηκε τον Μόμπι Ντικ, τη σπάνια άσπρη φάλαινα. Θυμήθηκε και μια εποχή που άλλα ονειρευόταν.
Από το κινητό του παράγγειλε κοτόπουλο με πατάτες τηγανητές, σαλάτα, αναψυκτικά και κάτι λουκουμάδες και φάγανε όλοι μαζί. Μαζί με τον Ισμαήλ και τους γονείς του. Αλκοόλ δεν πίνανε και επειδή δεν ήθελε να τους προσβάλλει, δεν παράγγειλε μπίρα. Μοιραστήκανε και τα δυο τυλιχτά γλυκάκια. Από μισό ο καθένας.
Έφυγε αργά, μετά τα μεσάνυχτα, για το σπίτι του που δεν ήταν πολύ μακριά. Δυο στάσεις με το μετρό. Πήγε με τα πόδια, για οικονομία. Στο δρόμο χαμογελούσε και ευχόταν χρόνια πολλά και καλή χρονιά στους λίγους περαστικούς, που τον κοιτούσαν παραξενεμένοι και κάπως δύσπιστα και ειρωνικά. Λες και έβλεπαν κανέναν μασκαρά ή απατεώνα.
Ίσως να έφταιγε το ότι δεν φορούσε το σκουφί του Άγιου Βασίλη. Το είχε χαρίσει στον Ισμαήλ εκείνο. Το φορούσε όλη τη βραδιά ο Ισμαήλ και τελικά του το χάρισε.
Τώρα ―έκανε πολύ κρύο― φορούσε το πολύχρωμο, και κάπως αταίριαστο με τη στολή του, πλεχτό μάλλινο σκουφί που του πρόσφερε η μάνα τού Ισμαήλ μαζί μ’ ένα τριπλό “ευχαριστώ πολύ” την ώρα που έφευγε.
Ήταν ένα παράξενος Άγιος Βασίλης με κείνο το εξωτικό σκουφί. Ήταν λογικό που δεν τον αντιμετώπιζαν και τόσο σοβαρά οι περαστικοί.
«Όμορφη βραδιά…» είπε στο ταβάνι, πριν αποκοιμηθεί.
(07 Δεκεμβρίου 2013)