Παράξενη στ’ αλήθεια αίσθηση. Καλά-καλά δεν προλάβαινα να την νοιώσω, να την γνωρίσω, να την εξερευνήσω, και εκείνη χανόταν πάλι πίσω μου, χωρίς κανένα ίχνος ύπαρξης.
Ένα τυφλό παιχνίδι πεπρωμένου είχε ξεκινήσει να περιπλέκει την άζυμη ακόμη κόρα της ψυχής μου και όσο ο χρόνος κυλούσε η πρώιμη συνείδηση μου πιστοποιούσε και αναγνώριζε την απροσκάλεστη συντροφικότητα της.
Ποια ήταν;
Δεν ήξερα ακόμη. Δεν είχε παρά να ηχήσει σιωπηρά μέσα μου ένα μυστικό σιωπητήριο αναμονής. Κι αυτό έγινε. Έως ότου έφτασαν τα πρώτα εκείνα μαγικά λεπτά της αίσθησης του Θειου, της Φύσης, και του Αοράτου, όπου διαπέρασε θριαμβευτικά τον πυρήνα μου, και από τότε γίναμε για πάντα ένα.
Αργότερα πολύ, όταν χάραξε το πρώτο φωτεινό ξεκίνημα της ύπαρξης μου, μια ανυπόφορη από την ζεστή καλοκαιρινή ημέρα, έφτασε επιτέλους η μεγάλη στιγμή της συνάντησης μας. Η πρώτη εκείνη μεγάλη και τραυματική εμπειρία, όπου κατάλαβα ποια ήταν και τι ρόλο είχε αναλάβει να παίξει στην ταραγμένοι παράσταση της ζωής μου.
Η σκιά μου, φανερώθηκε μόλις με χάιδεψε το πρώτο φως. Παρουσιάστηκε μπροστά στην έκπληξη της γέννησης μου, σέρνοντας μαζί της ένα μεγάλο βάρος από δέσμιες αλυσίδες. Τυλίχθηκε ολόγυρα μου υποχρεώνοντας με από τότε και για πάντα να την κουβαλώ μαζί μου. Δυσβάστακτο φορτίο μέχρι σήμερα.
Τώρα, μετά από τόσα χρόνια συνύπαρξης ξέρω πως ο καθένας μας δεν έρχεται μόνος. Δεν μπορεί να είναι μόνος.Ταγμένη σε μια ιερατική αποστολή, ταξιδεύει και με συντροφεύει παντού. Τώρα, μετά από τόσα χρόνια ξέρω, πως να κατακτάς τον κόσμο σου υποτάσσοντας κάθε αγριότητα και εμπόδιο που ορθώνεται μπροστά σου είναι εύκολο, μα αυτό που ποτέ δεν κατανόησα είναι γιατί δεν μπορείς να υποτάξεις και εκείνην. Και είναι αλήθεια βασανιστικό, μα έτσι είναι, ότι ποτέ δεν μπόρεσα να γεφυρώσω τα αγεφύρωτα μονοπάτια του δικού μου θέλω και του δικού της πρέπει. Ίσως να φταίει η ασβέστη πυράδα της ψυχής, το ακούραστο μυαλό που αναζητεί, το δάκρυ μιας αγάπης ελευθερωτής, και η καταισχύνη μιας δίκης που δεν μου άξιζε ποτέ.
Μέσα από τα φλογερά σημεία του πεπρωμένου μου, έγινε το στερέωμα για να περπατήσω ανάμεσα σε αγριοκέρασα και αγκάθια.Η αχτίνα που μου όρισε την απόσταση ανάμεσα σε μένα και σ΄αυτό.Το κάλεσμα της συσπείρωσης όλων των πόθων και της αναταραχής του σώματος μου. Το σύνθημα μιας πραγματικής επανάστασης στην ζωή μου, όπου διαιρέθηκε σε δυο ετοιμοπόλεμα στρατόπεδα. Το ταξιδεμα σε έναν ολόθολο ουρανό, που κλήθηκα να διερευνήσω να ξεδιαλύνω και να ανυψώσω την ψυχή μου, ξεκαθαρίζοντας μια για πάντα την διπλή της φύση. Η σκιά μου, με μια αφηρημένη διαπνοή πίσω από εμένα, έγινε ο διαιτητής των πράξεων μου σε ένα παιχνίδι με άνισους όρους.
Με αρχή, αλλά χωρίς τέλος.Έγινε η αμβροσία και το πιοτό της νιότης μου. Η γνώση και η δεκτικότητα της ωριμότητας μου. Το φαρμάκι και η θυσία στους τελετουργικούς βωμούς των επιθυμιών μου. Μια αστραποβόλα φωτιά που φώτισε ολόκληρο τον σκοτεινό και φιλήδονο μου κόσμο. Ακόμη πλανιέται τριγύρω, αναπόσπαστο κομμάτι και προέκταση. Δημιουργεί αμέτρητες ακαθόριστες γραμμές στο πέρασμα μου, πνίγοντας τα χρώματα τα σχήματα και τα είδωλα ανυποψίαστων και περιπλανώμενων ανθρώπων. Σαν μια παγκόσμια τιμωρία, υφίσταται και αιωρείται παντού.
Αν ήταν μοχθηρή θα την μισούσα.
Αν ήταν νεφέλωμα θα φυσούσα να σβήσει.
Μα ήταν συνεργός μπροστά στα μάτια μου, σπαρτάρισμα που παραλύει αίμα και σώμα.
Και λυτρωμός δεν έγινε ποτέ.
Και αν δεν πρόφτασες να σβήσεις τις φοβίες μου και να με ταξιδέψεις στην γαλήνη που ζητούσες, δεν φταις εσύ και μην λυπάσαι για την θλίψη μου.
Καθένας μόνος του λυτρώνει την ψυχή του.