«Μαμά, γιατί τους άφησες να μπουν μέσα;» Γραμμένο με μαρκαδόρο σ’ έναν τοίχο της Κυψέλης. Μια γειτονιά που ―λίγα χρόνια πριν― την έλεγα γειτονιά μου. Παρ’ όλο που προτιμώ τους καθαρούς τοίχους, το αντέγραψα, το πήρα μαζί μου, το έκλεψα. Και άρχισα να το φαντάζομαι σαν συννεφάκι διαλόγου σ’ ένα υπαίθριο κόμιξ.
Ποια είναι η μαμά; Ποιος το γράφει; Ποιους εννοεί το παιδί ―αγόρι ή κορίτσι;― ρωτώντας “γιατί τους άφησες να μπουν μέσα”;
Είναι μια μαμά που δέχτηκε να φιλοξενήσει αντιπαθητικούς συγγενείς που έκαναν κατάληψη στο σπίτι και θεώρησαν τη φιλοξενία μόνιμη; Μήπως κοιμούνται και στο κρεβάτι του παιδιού και δεν λένε να ξεκουμπιστούν να φύγουν;
Είναι μια μαμά που άφησε να μπουν παιδόφιλοι εραστές της στο σπίτι της και κακοποιούν το παιδί της;
Ή μήπως νοίκιασε το σπίτι, του οποίου διατηρεί την επικαρπία, σε παράνομους μετανάστες παρά την αντίθεση του παιδιού που έχει την ψιλή κυριότητα του ακινήτου;
Είναι μια μαμά αστυνομικίνα που δεν φύλαγε καλά το σπίτι της και μπήκαν κλέφτες και ληστές μέσα;
Είναι μια μαμά ψηφοφόρος που επέτρεψε με την ψήφο της σε κάποιους που μιλάνε άγρια και κακά ελληνικά να μπούνε στη Βουλή;
Ή μήπως είναι η βιασθείσα Άπορος Κορασίς ―κλεμμένο κι αυτό, από τον Μποστ…― Κύπρος που μιλάει στη Μαμά Ελλάδα μ’ ένα παράπονο που κοντεύει να γίνει σαράντα χρόνων;
Πολλές ιστορίες μπορεί να φτιάξει ο καθένας. Με διαφορετική μαμά κάθε φορά, σε διαφορετικό τόπο και με ποικίλες τις ιδιότητες των εισβολέων.Ποιος άφησε δηλαδή την Μέρκελ και τον Σόιμπλε να μπουν μέσα στην Ελλάδα, ποιος άφησε την Τρόικα, τους Τοκογλύφους, τους Τραπεζίτες και τους κακούς Πολιτικούς (εκείνους δηλαδή που δεν ψηφίζουμε, γιατί αυτοί που ψηφίζουμε είναι κατά τεκμήριον καλοί) να ελέγχουν τη ζωή μας.
Έχω όμως και μια άλλη εκδοχή. Κάπως πιο ενήλικη. Αυτή του «Ωχ, μάνα μου! Γιατί τους άφησα να μπούνε μέσα;»Κι αυτό δεν το γράφεις. Δεν λερώνεις έναν τοίχο που δεν σου ανήκει για να δημοσιοποιήσεις αυτό το «κάτι πιο βαθύ που σε λερώνει». Το λες μέσα σου πρώτα και μετά βρίσκεις το θάρρος να το διαλαλήσεις ή τα παρατάς και πας στα καράβια. Ή λες, σαν κάποιον άλλον, μέσα σε μια κρίση αυτοκριτικής και μεταμέλειας, «Γ..μώ το κεφάλι μου, πόσο μα…κας είμαι! Γιατί τους άφησα όλους αυτούς να μπουν μέσα;»
Κι αυτό το λες όχι τόσο παλεύοντας να αλλάξεις την πραγματικότητα που σε πονάει, αλλά με σκοπό να πλάσεις ένα όραμα πρώτα που να καθιστά ανίσχυρη την πραγματικότητα που σε πληγώνει. Και μετά να αρχίσεις να χτίζεις μια νέα πραγματικότητα. Μόνος σου στην αρχή και μετά με πολλούς που έχουν ανάλογες ιδέες.
Εδώ δεν χωράνε κρυψίματα πίσω από το υπαρκτό φταίξιμο των άλλων. Όταν σε ζώνει η πυρκαγιά ή γίνεσαι κι εσύ πυροσβέστης ή καίγεσαι. Γιατί αυτό σύνθημα, που δεν γράφεις, είναι η εκδοχή του παιδιού που μεγάλωσε, που ωρίμασε και δεν του πάει να κοροϊδεύει και να ανέχεται να το κοροϊδεύουν. Που καταλαβαίνει ότι δεν του φταίνε μόνο οι άλλοι, δεν του φταίει πάντα η μάνα, ο πατέρας, το κακό του το σόι, ο Σόιμπλε, οι πολιτικοί, τα μονοπώλια, τα κόμματα και όλοι εκείνοι που αγαπάμε να μουτζώνουμε, να βρίζουμε, να εφημεριδοχτυπάμε και μαζοχιστικά να ψηφίζουμε και να καταναλώνουμε με πολλούς τρόπους.
Υπάρχει πλέον η ευθύνη της γνώσης και η γνώση της ευθύνης, η ευθύνη της διαχείρισης και η διαχείριση της ευθύνης, η ευθύνη της επιλογής, η ευθύνη του εξοπλισμού, η ευθύνη της άμυνας και η ευθύνη ή το χρέος της νίκης.Κι έτσι αρχίζει το οδυνηρό ξεκαθάρισμα των εσωτερικών λογαριασμών.
Αρχίζουν και οι αγκυλωτές αναρωτήσεις
Για όλες και όλους που μου το παίζανε μαμάδες και μπαμπάδες (χωρίς μεθυστικό ρούμι) και μου χαϊδεύανε τ’ αυτιά και τους το επέτρεπα, τους άφηνα να μπάζουνε μέσα στη ζωή μου ―δημόσια και ιδιωτική― έναν άθλιο συρφετό από ρεμάλια επειδή βολευόμουνα, δείλιαζα ή δεν ήθελα να πάρω την ευθύνη για τη ζωή μου.
Όλους εκείνους και εκείνες, επώνυμους και επώνυμες, που με κολακεύουν, με γλείφουν, μου κλείνουν το μάτι, μου τάζουν κάτι, με κάνουν να γελάω με τα ελαττώματα των άλλων (επίκτητα ή φυσικά), μου γαργαλάνε το πιγούνι ή και λίγο πιο κάτω, κάτω από την κοιλίτσα, για να κακαρίσω δυνατά και μετά να νιώσω πολύ δυνατός Έλληνας, άξιος απόγονος εκείνων των λαμπρών προγόνων που θα με είχανε χεσμένο έτσι και με βλέπανε κι απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη.
Όλους αυτούς να τους μπάζω μέσα στο σπίτι μου, στη Βουλή μου, στα Υπουργεία μου, μέσα στο μυαλό μου, να μου κάνουνε κουμάντο τι θα διαβάσω, πώς θα ενημερωθώ ο αδιάβαστος, ποιον να μισήσω, ποιον να γιαουρτώσω, ποιον να μουτζώσω, ποιον να αποκαλέσω δεξιό, δεξιότερο, αριστερό, αριστερότερο, ανθέλληνα, προδότη, φασίστα, κομμούνι, ναζιστή, ρατσιστή, λαπά, επαναστάτη του καναπέ, νεοφιλελεύθερο σκουλήκι, εαυτούλη, αδιάφορο…
Κι όλο μπροστά μου να τους βρίσκω, γεμάτους πάθος και οργή να μου μιλάνε.
Άλλοι για τη σωτηρία της Πατρίδας, άλλοι για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις φιλίες των λαών και το δίκιο του εργάτη, άλλοι για τη δόξα της Πατρίδας και το Μεγαλείο του Έλληνα ή της Δημοκρατίας την αξία, άλλοι για την καθαρότητα της φυλής και το ιστορικό μου καθήκον.
Κι εγώ να μην ξέρω πώς να υπερασπιστώ τον Όμηρο, τον Ηράκλειτο, τον Δημόκριτο, τον Πλάτωνα, τον Σωκράτη, τον Αριστοτέλη και τη Δημοκρατία. Να μην ξέρω πώς να στηρίξω μέσα μου τον Μεγαλέξαντρο, τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο, τον Κολοκοτρώνη με την ματωμένη Τριπολιτσά του, τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και όλο του το σόι.
Να μην ξέρω πώς να χωρέσω μέσα στην ελληνικότητά μου τον Σααντί, τον Κομφούκιο, τον Βούδα, τον Γκάντι, τον Νέλσον Μαντέλα, τον Μπέρτραντ Ράσελ, τον Ναζίμ Χικμέτ και πολλούς άλλους.
Να μην καταλαβαίνω τι έγινε με τους Κωνσταντίνο και Γιώργη Μαυρομιχάλη. Να μην μπορώ να κρίνω την ίδια μου την ιστορία. Παλιά και πρόσφατη. Καλά κάνανε οι Αθηναίοι και σφάξανε τους Μηλίους; Καλά κάνανε και δώσανε το κώνειο στον Σωκράτη; Καλά του κάνανε οι Μαυρομιχαλαίοι του «κιαρατά» ―σε ύφος Χατζηχρήστου― του Καποδίστρια που ήθελε να μας κάνει Ελβετία, θεμά το γονιό του, με τις πατάτες του, τους φόρους του και με τα κέρατά του τα δίφορα; Ή μήπως τα σκατώσανε και οι Αθηναίοι με τη Μήλο και οι Μαυρομιχαλαίοι με το Μανιάτικο που τους έπιασε, και γι’ αυτό ακόμα η Μεγάλη Βρετανία κρατάει απόρρητο τον φάκελο της δολοφονίας του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας;
Αλλά, από την άλλη μεριά, αν δεν τα σκατώνανε οι τότε Μαυρομιχαλαίοι και πολλοί άλλοι πρόκριτοι πρόγονοι του κάθε “βουλευτή μου”, πώς θα τρούπωνε το δικό μου το παιδί; Βρέξει χιονίσει, να πέφτει ο μισθουλάκος… Ή ό,τι έχει απομείνει απ’ αυτόν.
Πώς θα ύψωνε το χαμηλό του ανάστημα το ρημάδι, το αυθαίρετο εξοχικό μου (εδώ άλλοι χτίζουνε βιλάρες, η δικιά μου η καλύβα τούς μάρανε;), πώς θα έπαιρνα εκείνη τη μικροεργολαβία (οι άλλοι τρώνε με χρυσά κουτάλια, από μένα θα χαθεί το ρωμέικο;), πώς θα έπαιρνε με την πρώτη το διπλωματάκι του το κορίτσι; Εγώ ο ίδιος της έμαθα να οδηγάει και να μουτζώνει όπως πρέπει και να φασκελώνει και να ρίχνει και τα μπινελίκια του το κορίτσι, μην τύχει και το περάσουν για μαμόθρεφτο.
Πώς θα είχαμε τώρα έναν δικό μας στην Εφορία, στην Πολεοδομία, στο Νοσοκομείο και σε όλες τις Υπηρεσίες; Ένα πατριωτάκι, δηλαδή, σε μια θεσούλα στο Υπουργείο, στην “Υπερεσία”, να κάνουμε τη δουλίτσα μας, να πάρει κι αυτός το κάτι τις του και να βγει το μεροκάματο για όλους. Λίγο σκούρο ίσως, μπορεί και πιο σκούρο κι από τους σκοτεινούς φραουλομαζώχτες (α, ρε Παπαδιαμάντη, τι επεισόδια έχεις χάσει…).
Και αναρωτιέσαι μετά:Γιατί, ρε μάνα; Γιατί τους άφησα όλους αυτούς να μπούνε μέσα; Γιατί να τους ανέχομαι; Γιατί να βολεύομαι; Γιατί δεν τόλμησες να μου διδάξεις τον Ανώνυμο τον Έλληνα με την “Νομαρχία” του απ’ το Δημοτικό; Μπας και συνηθίζαμε να ζούμε σε ένα Κράτος Νόμου, σ’ ένα Κράτος Δικαίου; Γιατί δεν μου έμαθες από μικρό να στηρίζω τους Πυλώνες της Δημοκρατίας αντί για τα αυθαίρετα πανωσηκώματα της νύχτας; Γιατί δεν μου έμαθες να διαλέγομαι και να βουλεύομαι; Αντί να είμαι ένας κακομοίρης της διαλογής και του βολέματος;
Αλήθεια… Γιατί;
Αλλά κι εγώ; Γιατί τους άφησα κι εγώ; Γιατί και πώς συνήθισα να κάνω παρέα με κάτι τέτοιους μικρούς επώνυμους; Γιατί δεν έχω το θάρρος να τους πω κατάμουτρα όλα αυτά που σκέφτομαι; Ονομαστικά, όχι γενικά κι αφηρημένα.
Να πω καθαρά: Εσύ κλέβεις. Εσύ παίρνεις φακελάκι κι εγώ δεν θα σου δώσω. Εσύ κάνεις λαθρεμπόριο. Εσύ είσαι διεφθαρμένος. Εσύ είσαι επίορκος. Εσύ είσαι ρατσιστής αποδεδειγμένα, με βάση αυτά κι αυτά κι αυτά, που είναι τα ίδια σου τα λόγια. Εσύ βοηθάς με την ψήφο σου να μπουν στη Βουλή άνθρωποι που έτσι και τους έβλεπες το βράδυ στο δρόμο σου θα έκλανες κιτρολέμονα. Εσύ παριστάνεις τον συνεπή αγωνιστή και έχεις ξεπουλήσει και τους συναδέλφους σου, και τους συναγωνιστές σου και όλο σου το σόι.
Γιατί όμως δεν μιλάω με πραγματικά στοιχεία αλλά όλο σε κάτι αλληγορίες φιλολογίζουσες ξεπέφτω;
Θα σου πω γιατί. Γιατί δεν έχω επαρκή στοιχεία. Φοβάμαι να κατηγορώ γενικά χωρίς επαρκή στοιχεία και φοβάμαι ειδικά εσένα. Δεν θέλω να φανεί ότι σε διαβάλλω. Ναι, εσένα.
Εσένα εννοώ, που διαβάζεις τώρα, αυτή τη στιγμή, αυτό το κείμενο που δεν είναι ―δυστυχώς― προϊόν θάρρους αλλά γέννημα ανήμπορου θυμού.
Γιατί αυτός που έγραψε το «Μαμά, γιατί τους άφησες να μπουν μέσα» δεν μπορεί να είναι ένα μικρό παιδάκι.
Είναι μάλλον έφηβος, έφηβη ή και μεγαλύτερος, μεγαλύτερη―πού να ξέρω…― και αντί να σκεφτεί: «Μαμά, αυτούς που έμπασες μέσα, εγώ θα τους βγάλω έξω!» εκφράζεται ― ξαναλέω: λερώνει έναν ξένο τοίχο― με ένα ερώτημα παιδικό και κλαψιάρικο.
Και την έχω σιχαθεί την κλάψα. Έχω σιχαθεί τα ρητορικά ερωτήματα τύπου: «Why?», από κείνη την αφίσα για τον πόλεμο του Βιετνάμ με τον πυροβολημένο στρατιώτη. Γιατί; Γιατί πεθαίνουν τα παιδιά στην Αφρική; Γιατί γίνονται πόλεμοι; Γιατί θησαυρίζουν οι μαστρωποί, οι λαθρέμποροι, οι απατεώνες;
Τα γιατί τα ξέρω, τα περισσότερα… «Ο κόσμος είναι άδικος κι εμείς ασθενικοί.»
Αλλά δεν είναι κείμενο πολιτικής οικονομίας αυτό.
Ένα κείμενο για μικροσφουγγάρισμα είναι, να μαζέψουμε λίγο την αυλή μας, λίγο σκούπα, λίγο τακτοποίηση, λίγο με τον ασβέστη να ασπρίσουμε τους τοίχους
Μιλάω για τις δικές μας τις μικρο-“λέρες”. Και δεν έχω τη δύναμη να μαζέψω μόνος μου όλα τα στοιχεία για να στοιχειοθετήσω “επώνυμες καταγγελίες”. Δεν έχω τη δύναμη να αρθρώσω μόνος μου το όραμα μιας κοινωνίας, ικανό να απονευρώσει την ιδέα του εμφυλίου πολέμου και θα ανοίξει το δρόμο για συλλογική, παραγωγική και εύθυμη (ποιον τρομάζει αυτή η λέξη;) δράση. Ένα όραμα που με ρεαλιστικούς μικρούς και επιτεύξιμους στόχους να δίνει ελπίδα. Κάτι σαν δίαιτα. Να λες: «Μπράβο μου! Έχασα τρία κιλά παράσιτα αυτή την εβδομάδα! Βρήκα τρία κιλά μαϊμού-ανάπηρους και πήρα τα κλεμμένα επιδόματα πίσω.»
Και μην ακούσω κανέναν να λέει ότι δεν πέσαμε απ’ αυτά έξω κι ότι μας την είχανε στημένη. Αν ήμασταν γάτες ή αλεπούδες με νιονιό και αξία, ας βρίσκαμε τρόπο να τους την ξεστήσουμε. Η “Αριάγνη”, του Στρατή Τσίρκα, κάτι ξέρει απ’ αυτά…
Και μέχρι τώρα δεν είδα να το κάνει κάποιος συλλογικός πολιτικός φορέας. Γιατί κάθε συλλογικός φορέας ―κόμμα, σύλλογος, σωματείο― όλο και μερικές λέρες έχει να του κάνουνε κάποιες δουλίτσες. Από ψήφο μέχρι χαμαλίκι, πρακτικό και επικοινωνιακό. Σπάνιες οι εξαιρέσεις…
Αλλά, από την άλλη, γιατί μιλάμε μονίμως πένθιμα και γενικόλογα μεταξύ μας; Για “άλλες λύσεις”, για “άλλους τρόπους”, για “λάθη ανεπίτρεπτα” των άλλων, για “εγκλήματα” των άλλων;
Εσύ κι εγώ, φίλη μου, φίλε μου, Πολίτη και Πολίτισσα, που την πονάς την Ελλάδα, τον πονάς και τον αγαπάς αυτόν τον τόπο, γιατί;
Είναι εύκολο να με πεις εχθρό σου και να μου φας ―ή να σου φάω― τα άντερα, όταν έχεις παγιωμένη άποψη για τα αίτια της μιζέριας μας και για το ποιος (άλλος) φταίει γι’ αυτήν.
Αυτό όμως είναι γκρέμισμα και το έχουμε δει και παλιότερα το έργο.
Χτίσιμο θέλω. Ή, έστω, ριζικές επισκευές, όχι μπαλώματα.
Οδός Γράμμου, οδός Βίτσι, οδός Εθνικής Αντιστάσεως, οδός Αλέκου Παναγούλη, οδός Κύπρου, οδός Αριστοτέλους. Οδούς μπόλικες έχουμε. Από διεξόδους πάσχουμε.
Το χτίσιμο είναι να δούμε πώς θα βγάλουμε έξω τις “κομμένες κεφαλές” που αφήσαμε να μπούνε στις “Ακυβέρνητες Πολιτείες” μας. Τους συνθηματολόγους της καθημερινής βολεψιάς, της πρακτικής και διανοητικής αβελτηρίας. Τους ρήτορες του μίσους και της μισαλλοδοξίας. Τους απολογητές της διαιώνισης των αδικιών και της διασφάλισης των αδίκως κεκτημένων. Όλους κι από παντού.
Και πρώτος εγώ, να βγάλω αυτό το καθικάκι που έχω μέσα μου, που έχει την τάση να γράφει όμορφες παραινέσεις και να μην αντιστέκεται όσο θα ’θελε στον υποκριτικό καθωσπρεπισμό.
Και μη μου πεις ότι δεν έχεις και συ ένα καθικάκι μέσα σου. Δεν λέω σύσκατο, αλλά λίγο ―τόσο δα μόνο― λερωμένο. Γιατί αν μου πεις ότι «εγώ, ποτέ δεν…», δεν θα σε πιστέψω. Λυπάμαι.
Αν ήταν όλα αγνά και καθαρά, δεν θα μπλέκαμε με τόσους επώνυμους χλιμίντζουρες ―ντόπιους και διεθνείς― να μας τη λένε. Και μπορεί και να λύναμε με κοινό νου, δημιουργική φαντασία και στοιχειώδη εντιμότητα πολλά από τα άλυτα προβλήματά μας εδώ και δεκαετίες.
Δεν μιλάω για Ουτοπία. Κάτι πιο λειτουργικό ζητάω. Κάτι πιο αξιοκρατικό. Λιγότερη κλεψιά, λιγότερη ψευτιά, λιγότερη αυθαιρεσία, «λιγότερα συνθήματα και πιο πολλή δουλειά» που λέγανε και κάποιοι μέχρι πρόσφατα.
Να δείχνουμε λιγότερη ανοχή στον «δικό μας» απατεώνα. Λιγότερη ανοχή και στις δικές μας τις τσαπατσουλιές.
Να κάνουμε τον κλέφτη, τον λουφαδόρο, τον βολεψάκια, τον μιζαδόρο, όλα αυτά τα μικρά και μεγάλα παράσιτα να ντρέπονται. Αν όχι εμάς, τουλάχιστον να ντρέπονται τα παιδιά τους… Να καταλάβουν ότι τελείωσε η περίοδος της ισχύος, της δόξας και της χάρης τους. Και, ίσως, καταφέρουμε να μην πέφτουμε μονίμως απ’ τα σκατά στα μποκ.
Μέρες που είναι… Ιούλιος
Τριάντα εννιά χρόνια, πάνε. Θυμάσαι, ε; Με τη μισή Κύπρο να έχει μάθει πολύ καλά κι από πρώτο χέρι τι σημαίνουν και τα “σκατά” και τα “μποκ”.
Α, και κάτι άλλο που θέλω…
Περισσότερο γέλιο. Να γελάμε πιο πολύ. Γιατί πάντα ένα καλό αστείο υπονομεύει τις ρίζες του κακού. Σαν συνέχεια στο σύνθημα: «Μαμά, γιατί τους άφησες να μπούνε μέσα;» Να έρχεται η απάντηση: «Με κάνουν και γελάω, παιδί μου.»