Ανοιχτή πόρτα

50, του Χρήστου Χωμενίδη

11049464_10153794481499523_4185608025578033362_n.jpg
Spread the love

11049464_10153794481499523_4185608025578033362_n.jpg

 

 

 

 

 

 

 

 

 

* Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας 

 

 

 

candles1.jpg

 

 


Ο πατέρας μου και ο πατέρας του πατέρα μου πέθαναν προτού να συμπληρώσουν τα πενήντα. Εγώ -εκτός συγκλονιστικού απροόπτου- θα διαβώ την Τετάρτη που μας έρχεται τον εν λόγω Ρουβίκωνα.

 

“Τα σημερινά πενήντα είναι τα χθεσινά σαράντα, ίσως και τα προχθεσινά τριάντα!” με παρηγορούν οι φίλοι μου. Προς επίρρωσιν δε του ισχυρισμού τους, επικαλούνται το μεταπολεμικό σουξέ “Βρε Πώς Μπατιρήσαμε που Σαρανταρήσαμε” -που περιγράφει μια παρέα σαραντάρηδων στα πρόθυρα του γηροκομείου- ή και τον “Τρελοπενηντάρη” του Λάμπρου Κωνσταντάρα, η ερωτική ικμάδα του οποίου αποτελούσε σκάνδαλο για την τότε κοινωνία.

 

“Ουδεμίαν χρείαν έχω παρηγοριάς!” τους καθησυχάζω. “Νοιώθω ίσα-ίσα τη συμπλήρωση μισού αιώνα ζωής σαν την κατάκτηση μιας υπερήφανης -κι ούτε καν χιονισμένης- βουνοκορφής. Δεδομένης δε της κραιπάλης στην οποία επιδιδόμουν κατά τα πρώτα νιάτα μου, όταν σπανίως κοιμόμουν πριν το χάραμα και ακόμα σπανιότερα τελείως νηφάλιος, η έκπληξη μου που φτάνω ως εδώ κατά τεκμήριον υγιής, δίχως το σώμα μου να με έχει ποτέ προδώσει, η έκπληξη μου υπερβαίνει κι αυτήν ακόμα τη χαρά μου!”.

 

“Νούμερα” θα μου πείτε “επέτειοι με συμβολική σημασία…” Θα διαφωνήσω. Το έτος γέννησής μου απέχει εξίσου σχεδόν από το Μνημόνιο του 2010 και από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι εικόνες που έχω δει, οι θρίαμβοι και οι πανωλεθρίες που έχω βιώσει μού προσφέρουν ικανό αφηγηματικό υλικό, ώστε -σαν άλλη Χαλιμά- να μπορώ να κρατήσω τον οποιονδήποτε χαλίφη ξάγρυπνο. Είτε να νανουρίσω το οποιοδήποτε παιδάκι. Ποια είναι άλλωστε η μόνη μας αναπαλλοτρίωτη περιουσία; Οι ιστορίες που περιέχουμε.

 

Ένας Αθηναίος στην ηλικία μου θυμάται τα γκρίζα ταξί με το ρολόι-καβουρδιστήρι και τα βαριά, σοβιετικής κατασκευής, τρόλλεϋ, τα οποία φράκαραν συνήθως στα Χαυτεία, μεταξύ του πρώτου υπερκαταστήματος “Μινιόν” και του πορνοκινηματογράφου “Αλάσκα” – “Δύο Έργα Σεξ”, “παρακαλούνται οι κ.κ. λούστροι όπως αφήνουσι τα κασελάκια τους εκτός της αιθούσης”. Θυμάται την Φωκίωνος Νέγρη στις δόξες της, το Γκάζι εργοστάσιο φωταερίου να βγάζει από τις καμινάδες του τουλίπες καπνού, τους εξοδούχους φαντάρους εν στολή να τρέμουν το συναπάντημα με τη στρατονομία. Θυμάται τις λαϊκές πλαζ. Τρίκυκλα άδειαζαν νεαρούς με τρανζιστοράκια και κοπέλες με σκούφους θαλάσσης ενώ θηριώδεις γιαγιάδες πλατσούριζαν στα ρηχά και μπούκωναν τα εγγόνια με κεφτέδες.

Ένας Αθηναίος στην ηλικία μου έχει δει τα θρυλικά ασπρόμαυρα σήριαλ της κρατικής τηλεόρασης, τους “Πανθέους”, το “Λούνα Παρκ”, ακόμα και τον “Άγνωστο Πόλεμο”.
Έχει αμυδρή έστω ανάμνηση από το Πολυτεχνείο – αντιλαλούν στα αυτιά μου οι ριπές των ακροβολισμένων στις ταράτσες, μέναμε και κοντά… Ήταν εκεί στην αποθέωση του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1974, στο τέλος της Βασιλείας, στον θρίαμβο του Πασόκ το 1981, στην ταπεινωτική πτώση του Ανδρέα Παπανδρέου το 1989, στην ένδοξη επιστροφή του το 1993.

Ένας σημερινός πενηντάρης έχει ζήσει σε τρεις διαφορετικές πατρίδες. Στην “πτωχή πλην τίμια” Ελλάδα πριν την ένταξη στην ΕΟΚ. Στο Ελντοράντο της ανατολικής Μεσογείου, με τα καγιέν να συνωστίζονται έξω από τις μεγάλες πίστες και τους πορτιέρηδες να παίζουν τα ρέστα τους στο χρηματιστήριο, με τον Σημίτη να εγκαινιάζει τα μεγάλα έργα -“δεν είναι μακέτο!”- και την κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή να ζητάει από την εφορία επιείκια προς τους πολίτες. Και στην Ελλάδα της χρεοκοπίας, των “αγανακτισμένων”, των βρυκολάκων του Εμφυλίου, του “Δεν Πληρώνω” και του “Ψόφα”…

Ένας πενηντάρης, ο οποίος έχει λάβει γενναίο μερίδιο απόλαυσης και απογοήτευσης, δημιουργίας και συντριβής, απεχθάνεται τη νοσταλγικότητα. Αποστρέφεται το αυτομαστίγωμα μα και την μετακύλιση των ευθυνών του σε ξένους ώμους. Νοιώθει σκληρό καρύδι – διατηρεί το πάθος του, έχοντας αποβάλει σημαντικό μέρος του φόβου. Όσες φορές και αν τον γκρεμίσει το άλογο στα κατσάβραχα, άλλες τόσες θα ξανασαλτάρει στη σέλλα και θα προχωρήσει.

“Σε παλάτια, σε τσαντίρια θα τα πιούμε τα ποτήρια…” σφυρίζει το τραγούδι του Τσιτσάνη.-

 

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  Το άρθρο δημοσιεύεται και στα ΝΕΑ

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Οι πίνακες μάς κοιτάζουν αμείλικτοι κι όταν εμείς δεν τους κοιτάζουμε, του Μάνου Στεφανίδη
Η ιστορία θα κρίνει;, της Αναστασίας Φωκά
Δημήτρης Κατσούλας
Πολιτική αγωγή, του Δημήτρη Κατσούλα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.