Ρώμη, αρχές Ιουνίου 1945. Επί μέρες τώρα ακούγονται τα κανόνια που όλο και πλησιάζουν. Οι συμμαχικές δυνάμεις προελαύνουν, οι Γερμανοί που μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας κάνουν τώρα κουμάντο τα μαζεύουν άρον άρον και υποχωρούν. Ο πατέρας μου, Σάββας Ι. Παυλίδης, εξόριστος στην Ιταλία για την αντιστασιακή του δράση που κάποια στιγμή κατάφερε να δραπετεύσει από το στρατόπεδο συγκεντρώσεως της Πόντσα, έχει βρει καταφύγιο και κρύβεται σε μια οικογένεια Ιταλών αντιφασιστών στην Ρώμη. Από το ημερολόγιο που με κάθε λεπτομέρεια κρατούσε αντιγράφω επι λέξη:
“(σελ. 250) 5 Ιουνίου, Δευτέρα. Ώρα 7+15 πρωί. Μόλις έχω σηκωθεί απο το κρεβάττι. Με ξύπνησε ο Claudio Carmine για να μου αναγγείλει τι; Οτι απο την οδό Giovanni Paisiello παρελαύνουν τα στρατεύματα της 5ης Στρατιάς. Δεν πιστεύω. Πετάχτηκα απάνω και ετοιμάζομαι να βγώ έξω. Νά’ναι κάποιο χονδρό αστείο; Πρέπει να βγω να ιδώ. Ανταλλάσσουμε φιλιά και ψάλλω το Χριστός Ανέστη.
Βράδυ. Είμαι πτώμα απο την κούραση. Θεέ μου μεγαλοδύναμε σ’ ευχαριστώ πολύ που επι τέλους μας ελευθέρωσες. Δεν στέκομαι καλά στο μυαλό μου. Τα μάτια μου τρέχουν δάκρυα.
Τι είδανε σήμερα αυτά τα μάτια; Είναι απερίγραπτο, τελείως έξω ακόμη και απο την ανθρώπινη φαντασία αυτό που μου επεφύλαξε η μοίρα να δω. Ημέρα αγαλλιάσεως, χαράς , τρέλλας, ντελίριου, πανζουρλισμού. Μια Ρώμη σημαιοστολισμένη με τις σημαίες όλων των Ηνωμένων Εθνών. Ατέλειωτες σειρές αυτοκινήτων παντός τύπου πλημμυρίζουν τους δρόμους και επάνω τα πιο εκλεκτά παιδιά των ελευθερωτών μας. (σελ. 251) Αμερικάνοι και Γάλλοι κατασκονισμένοι, κουρασμένοι από την υπεράνθρωπη πάλη εναντίον του Ναζιστικού θηρίου και σκεπασμένοι όλοι τους με άνθη. Ο ουρανός γεμάτος από τα αεροπλάνα μας. Ο κόσμος ορμά στα αυτοκίνητα, ζητωκραυγάζει, χειροκροτεί, φιλεί, παραληρεί. Παραφροσύνη γενικώς.
Στην οδό Vittorio Veneto, Piazza Barberini τα αυτοκίνητα δεν μπορούν να προχωρήσουν. Οι στρατιώτες μοιράζουν δεξιά αριστερά τσιγάρα, σοκολάτες, μπισκότα. Πού βρέθηκε όλος αυτός ο κόσμος; Ποιος τον κάλεσε να διοργανώσει και να συμμετάσχει σ’ αυτήν την παλλαϊκή εορτή; Κανείς. Μια εκδήλωσις αυθόρμητη, μεγαλειώδης. Δεν είναι μια νίκη όπλων είναι νίκη ιδεών, νίκη της ελευθερίας κατά της χειρότερης σκλαβιάς που εγνώρισαν οι αιώνες, νίκη του πολιτισμού κατά της βαρβαρότητος, νίκη του καλού κατά του κακού, του φωτός κατά του σκότους. Αυτό δείχνει η υποδοχή που επεφύλαξε ο λαός όλων των τάξεων, άνδρες και γυναίκες, γέροντες και παιδιά. Δεν είναι στρατός κατοχής είναι πραγματικά οι σταυροφόροι της ελευθερίας. Το θέαμα με συγκινεί εξαιρετικά, συμμετέχω με όλη μου (σελ. 252) την καρδιά και νομίζω πως βρίσκομαι στον τόπο μου στη Ρόδο ή στην Αθήνα που γρήγορα μα πολύ γρήγορα θα νοιώσουνε τον αέρα της λευτεριάς. Τώρα πια λίγος καιρός μας χωρίζει από τα σπίτια μας. Ζητωκραυγάζω, χειροκροτώ, δεν ξεύρω κι εγώ τι κάνω….
Μεταβαίνω στην Ελβετική Πρεσβεία. Σταματώ διάφορους στρατιώτες Άγγλους, Αμερικανούς και με αγωνία τους ερωτώ εάν υπάρχουν μαζί τους Έλληνες στρατιώτες. Μου απαντούν πως βρίσκονται με την 8η Στρατιά… Στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου Exelsior βλέπω τον στρατηγόν Juin. Ζητωκραυγάζω κι εγώ Vive la France μαζί με τους άλλους και στην κραυγή ”a Paris” (σελ. 253) φωνάζω “a Berlin” … Ξέχασα να αναφέρω πως πήγαμε με τον Ανδρέα στην Πλατεία του Αγ. Πέτρου. Τι θέαμα. 200.000 κόσμος. Μίλησε ο Πάπας. Εις της Μαρίας συνάντησα και τον ταγματάρχη Alessandro Natta που έμενε μαζί μας στην Pension κρυμμένος κι αυτός.
Θαυμάσιος κύριος. Κατά τις 3 τρώγω και ξαναβγαίνω. Με υπερηφάνια φέρω στο πέτο μου μια κονκάρδα με τα ελληνικά χρώματα που την έφτιασα ο ίδιος. Κυκλοφορώ και συζητώ με τον Ανδρέα φωναχτά Ελληνικά! Δεν φοβούμεθα πλέον τίποτα. Είμεθα επί τέλους ελεύθεροι.”