Τα τελευταία δυο-τρία χρόνια έχουν πεθάνει πολλοί σημαντικοί μουσικοί της παλιάς γενιάς του ροκ (αν ορίσουμε σαν παλιά γενιά κυρίως αυτούς που μεσουράνησαν στις δεκαετίες 60-70). Έχω ξεχάσει σίγουρα πολλούς και ζητώ συγνώμη γι αυτό, αλλά ας απαριθμήσω:
Ronnie James Dio, Gary Moore, Jon Lord, Richie Havens, Alvin Lee, J.J. Cale, Ray Manzarek, Scott Columbus, Clive Burr, Wurzel, Clarence Clemons, Gerry Rafferty, Warren Zevon, Bobby ‘Blue’ Bland, Solomon Burke, Allen Lanier, Rick Wright, Syd Barrett, Jeff Hanneman, Ronnie Montrose, Lou Reed. (Συμπληρώστε, παρακαλώ, όποιους ξέχασα).
Κάθε γενιά έχει τους αγαπημένους της μουσικούς και, κακά τα ψέματα, αυτοί με τους οποίους μεγαλώνουμε μαζί έχουν πάντα μια ιδιαίτερη θέση στην προτίμησή μας. Κατ’ αυτήν την έννοια, ίσως για ένα μέρος της σημερινής πιτσιρικάδας ο Justin Bieber θα είναι πάντα ο αγαπημένος τους και θα λένε μετά από δεκαετίες, “α, δε βγαίνουν πια καλλιτέχνες σαν το Justin”. Αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι αυτό το μέρος της πιτισιρικάδας είναι καθυστερημένο κι ο Justin Bieber μια μαλακία και μισή, έχουν τα δίκια τους. Υπάρχουν και χειρότερα. Υπάρχουν οι οπαδοί του Μ******ey, αλλά ας μη λερώνουμε το στόμα μας.
Για μας τους πενηντάρηδες, η παλιά αυτή γενιά είναι και θα παραμείνει αξεπέραστη, και βάσει της υπερ-πενηντάχρονης ιστορίας του ροκ, υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι όντως αυτή η γενιά κι η μουσική που έβγαλε δεν επαναλαμβάνεται, δε φτάνεται, όσο αντικειμενικός μπορεί να είναι κανείς-εδώ που τα λέμε, άντε να βγει κάτι που να αγγίζει τους Beatles, τους Floyd, τους Zeppelin, τον Dylan, τον Elvis και πάει λέγοντας.
Υπάρχει βεβαίως το εντελώς βάσιμο επιχείρημα ότι όλοι αυτοί δεν είναι αξεπέραστοι, επειδή έκαναν μόνο τη σπουδαία μουσική, αλλά επειδή περιβλήθηκαν με το μανδύα του μύθου με τα χρόνια, ο Dylan δηλαδή, για παράδειγμα δεν είναι θρύλος από μόνος του, αλλά επειδή “κουβαλάει” όλο αυτό το πολιτικό-κοινωνικό κλίμα της δεκαετίας του 60. Βάσιμο επιχείρημα, είπαμε, αλλά βαθιά μέσα μας ξέρουμε ότι…κλάιν.
Οι μουσικοί της γενιάς αυτής είναι στα εξήντα-εβδομήντα τους πλέον. Το προσδόκιμο ζωής του δυτικού ανθρώπου είναι κοντά στα ογδόντα, αλλά αυτά τα άτομα έχουν φορτωμένο το κοντέρ τους με πολύ αλκοόλ και πολλά ναρκωτικά, και μπορεί στα ύστερά τους να το γύρισαν στους χυμούς και την υγιεινή διατροφή, αλλά δυστυχώς αυτά τα ωραία (αλκοόλ και ναρκωτικά) έχουν σωρευτικό αποτέλεσμα, και το κακό δεν ξεγίνεται (ο Keith κι ο Lemmy είναι εξαιρέσεις!), οπότε τώρα στα κοντά είναι η ώρα τους, τι να κάνουμε…
Αλλάζοντας (φαινομενικά) θέμα, είναι γνωστό πως όταν πεθαίνει κάποιος προσφιλής μας άνθρωπος πενθούμε, όχι για τον πεθαμένο όμως. Αυτός πέθανε, πάει τελείωσε, δεν υπάρχει, δε νιώθει τίποτε, δεν υπάρχει πραγματικός λόγος να πενθούμε γι αυτόν. Το πένθος είναι για μας τους ίδιους, για την απώλεια που νιώθουμε, για ένα κομμάτι του εαυτού μας που χάθηκε ανεπιστρεπτί και δε θα το ξανασυναντήσουμε, γίνομαι κατανοητός; Ρωτάω επειδή έχω την αίσθηση ότι δε γράφω και πολύ καλά σήμερα, κουράστηκα.
Και καταλήγω δηλώνοντας κατηγορηματικά και διαρρήδην ότι δε μ’ αρέσει καθόλου που ήρθε ο καιρός τους και πεθαίνουν! Πού πάτε, ρε; Η μουσική κι οι αναμνήσεις μένουν, δε λέω, αλλά με κάθε Alvin Lee που πεθαίνει, πεθαίνει κι ένα μικρό μου κομμάτι και δε μ’ αρέσει αυτό. Ευτυχώς έχω δει και γνωρίσει πολλούς κι έχω…απόθεμα, αλλά που θα πάει αυτή η ιστορία; Λυπάμαι, αλλά δε μπορώ να αντικαταστήσω τον Lou Reed με τους οποιουσδήποτε Killers, αφενός είναι αντικειμενικά πολύ λίγοι, αφετέρου δε μεγάλωσα μ’ αυτούς, δεν είχα έναν δίσκο των Killers στο λύκειο, είχα όμως έναν του Lou Reed και τον έχω ακόμη, κι αυτό είναι το κομμάτι του εαυτού μου που τώρα πια δεν υπάρχει. Λιγοστεύουμε, φίλε, κι όσο περνάνε τα χρόνια θα λιγοστεύουμε ακόμη πιο πολύ…
SHARE