Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Μια ρυπαρή μεν, φαιδρή δε, τελετουργία, του Γιάννη Στουραΐτη

Spread the love

Γιάννης Στουραΐτης

b5c927b0f77a27b81fd38b65df5f2fbf_L.jpg

Μόνο στη Ρόδο: Αποστόλου Παύλου 50 (Ανάληψη)-Βενετοκλέων (Στάδιο ΔΙΑΓΟΡΑΣ)-Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ)-Λεωφόρος Κρεμαστής – Πηγές Καλλιθέας (από Μάιο-Οκτώβριο) & catering Γάμοι-Βαπτίσεις, Συνέδρια, Εκδηλώσεις

PANE DI CAPO – AT RHODES – ΣΤΗ ΡΟΔΟ – ΤΗΛ: 22410-69007

Το τελευταίο μου κείμενο, βγήκε βαρύ. Το προηγούμενο, προέκυψε οργίλο. Το άλλο, νοσταλγικό. Ε, τώρα ήρθε η ώρα να σπάσουμε λίγη πλάκα, άντε να χαμογελάσει και λίγο τ’ αχείλι μας:

Με την ευκαιρία, και εκ παραλλήλου, θα σας ξεναγήσω, ακροθιγώς, στην περιπετειώδη πορεία που ένας γιατρός της γενιάς μου, ήταν υποχρεωμένος ν’ ακολουθήσει για να βρει, τρόπος του λέγειν, τον όποιο, τέλος πάντων, επαγγελματικό του δρόμο…

Είμαι στην αρχή της ειδικότητάς μου, την οποίαν εκτίω, (χρησιμοποιώ τον συγκεκριμένο όρο ουχί τυχαίως), στο Τζάννειο Νοσοκομείο του Πειραιά.

Διαμένω στην Σαλαμίνα, διότι εκεί προσφερόταν τότε μία στέγη χωρίς επιβάρυνση ενοικίου, τουτέστιν, καθημερινό πήγαιν’ έλα, ακολουθώντας τις εξής διαδοχικές διαδρομές:

Σπίτι – Παλούκια, ποδαρόδρομος, περίπου 10 λεπτά.

Παλούκια – Πέραμα, με το φέρι μπόουτ, ακριβώς 15 λεπτά.

Πέραμα – Πειραιάς, λεωφορείο, κανονικά 30 – 35 λεπτά, με κίνηση (συνήθως) μέχρι και 50 – 55 λεπτά και δεν φείδομαι να πω, και μία ώρα.

Τέρμα λεωφορείων – Τζάννειο, ποδαρόδρομος, περίπου 15 λεπτά.

Αυτά χωρίς τις αναμονές, (προσθέστε άλλα περίπου 15 λεπτά, γενικώς).

Για να διαβάσει κανείς την παραπάνω διαδρομή, θέλει το πολύ 20 δευτερόλεπτα. Για να την κάνει, 1 ώρα και 45 λεπτά, αδρώς. Αυτά, βρέξει-χιονίσει-καψώσει-ή οτιδήποτε άλλο επιφυλάξει η Μάννα Φύση…

Η βάρδια μου ξεκινούσε στις 08:00 π.μ., sharp ! Όμως εγώ, χρειαζόμουν απαραιτήτως να βρίσκομαι στο νοσοκομείο νωρίτερα από τις 07:30 π.μ.

Γιατί; Θα σας εξηγήσω πιο κάτω…

Λογαριάσετε λοιπόν: έπρεπε, για να είμαι στην ώρα μου, να φύγω απ’ το σπίτι, το αργότερο στις 05:45 π.μ., που σήμαινε εγερτήριο στις 05:30, όσο χρειαζόμουν, δηλαδή, μόνο για κατούρημα, (μετά τινάγματος μέχρι τρεις φορές, σύμφωνα με τις διεθνείς νόρμες), για μια πρόχειρη απομάκρυνση της τσίμπλας, (όσο μου επέτρεπε η βλεφαρόπτωση από την νύστα), και για ντύσιμο.

Καθημερινά! Και στις εφημερίες, Και Σαββατοκύριακα Και Αργίες. Πείτε μου στ’ αλήθεια, αξίζει τον κόπο; Εσείς θα το κάνατε; Σας απαλλάσσω από την απάντηση: ΟΧΙ!

Πριν επιστρέψουμε στα βάσανά μου, και για να εξηγήσω την παραπάνω προσθήκη του ημιώρου στο (πολύ) πρωινό πρόγραμμά μου, θα προχωρήσω σε αποκαλυπτικές εξομολογήσεις:

Είμαι σιχασιάρης! Απίστευτα σιχασιάρης, όπως είμαστε όλοι οι ιδεοληπτικοί, υποχόνδριοι τύποι σαν κι εμένα.

Καλά, βρε παιδί μου, θα μου πείτε εύλογα, βρήκες κι εσύ, σαν σιχασιάρης, να γίνεις γαστρεντερολόγος και να κολυμπάς μια ζωή μέσα στο σκατό, μέσα στους εμετούς και μέσα στο αίμα; Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, κατά το κλισέ, ή, άβυσσος η ζωή του ανθρώπου που, συχνά, κάνει τις επιλογές της, ερήμην ημών; Διαλέγετε και παίρνετε…

Να σας εκμυστηρευθώ επίσης ότι τότε, (λέω «τότε», διότι τώρα, σαν έμπειρος γαστρεντερολόγος, συμβουλεύω τους ασθενείς μου να αφιερώνουν στην αφόδευσή τους, αυστηρά, 120 δευτερόλεπτα, ήτοι, το πολύ, 2 λεπτά!), έπρεπε, για να κάνω τα κακά μου, να ισχύουν αυστηρά ορισμένες προϋποθέσεις, όπως:

α) να μην πιέζομαι χρονικά, ώστε να καθίσταται εφικτός ο, προ της αφοδεύσεως, διαλογισμός, (τι 120 δευτερόλεπτα και αηδίες),

β) να τυχαίνει η τουαλέτα της απολύτου εγκρίσεώς μου από άποψη καθαριότητος και

γ) να είναι όσο πιο απομονωμένη και άρα δυσπρόσιτη στους υπόλοιπους δυνητικούς χρήστες.

Πάμε πίσω στο «σιχασιάρης»:

Πώς να πάω στις τουαλέτες της Κλινικής μας, τις οποίες επισκέπτονταν ολόκληρος λαός, (ο διευθυντής, συνάδελφοι, νοσηλευτές, ασθενείς, επισκέπτες, ο τζαμάς, ο κούριερ και βάλε); Πώς να υποβάλω τον καλομαθημένο, αριστοκράτη ποπό μου στην δοκιμασία να χρησιμοποιήσει την ίδια τουαλέτα με όλους τους προαναφερθέντες χρήστες;

Παραφύλαξα και ανακάλυψα ότι στο εξεταστήριο του Επιμελητή μας, Θεός σ’χωρέσ’τον, πίσω από το γραφείο του, υπήρχε μία τουαλέτα, πολύ καθαρή, διότι με ένα μικρό χαρτζιλίκι από τον αείμνηστο δάσκαλό μας, η καθαρίστρια του ορόφου, την φρόντιζε ιδιαιτέρως. Μ’ έναν σμπάρο, λοιπόν, πολλά τρυγόνια: Καθαρή, σχεδόν κρυμμένη, (μιας και ελάχιστοι ήξεραν την ύπαρξή της), ήσυχη, (ιδίως εκείνες τις πρωινές ώρες) και, κρατηθείτε! …κλείδωνε κιόλας!

Μοναδικό μειονέκτημα: δεν είχε κρεμάστρα, αλλά δεν πειράζει, (νομίζετε;).

Έπειτα από αυτήν την μακροσκελέστατη εισαγωγή, και αφού σάς έχω μπάσει «μέσα στο κλίμα», ας περάσουμε σε εκείνο το ζεστό, καλοκαιρινό πρωινό, που όπως κάθε πρωινό, έχω αρχίσει, αξημέρωτα, να «μαγειρεύω» στην διάρκεια του ταξιδιού μου τα κακά μου, κουβαλώντας τα απ’ την Σαλαμίνα, ώστε μόλις φθάσω στο νοσοκομείο να είναι έτοιμα για την τελετουργία που θ’ ακολουθούσε!

Ανεβαίνω στην Κλινική, αλλάζω στο δωμάτιο των γιατρών, (παρένθεση: «αλλάζω», σημαίνει: βγάζω τα ρούχα μου και βάζω λευκό παντελόνι, λευκά σοσόνια, λευκά τσόκαρα – τα λεγόμενα chabots – και μακριά, λευκή, ιατρική μπλούζα, κατάσαρκα, λόγω ζέστης), και οδεύω προς την τουαλέτα-καταφύγιό μου.

Η καθαρή τουαλέτα, καθαρή μεν, αλλά και ο σιχασιάρης, εγώ, πολύ σιχασιάρης!

Γι αυτό, παρακολουθείστε, βήμα-βήμα, την ιεροτελεστία που ακολουθούσα γενικώς, στο πλαίσιο της προετοιμασίας μου για να περάσω στην πιο βρώμικη φάση του μεταβολισμού μου, καλουμένη και αφόδευση και που, πιστός στην καταναγκαστική ιδεοληψία μου, ακολούθησα ειδικώς και εκείνο το πρωί:

Μπαίνω στην καμπίνα, και κλειδώνω. Το τονίζω, κλειδώνω.

Και το τονίζω, διότι γυρίζοντας τον μοχλό, ακούω το γνώριμο κλικ του κλειδώματος. Έτσι, με την άνεση της ασφάλειας που μου παρέχει το κλείδωμα, αρχίζω το καθημερινό μου πρωινό στριπ-τιζ:

Βγάζω την μακριά, λευκή, ιατρική μπλούζα μου και την περνάω από την θηλιά του γιακά της στο πόμολο της πόρτας, (σας θυμίζω ότι η γαμημένη η καμπίνα δεν έχει κρεμάστρα), διπλώνοντάς την έτσι ώστε να μην ακουμπάει κάτω.

Βγάζω το λευκό παντελόνι της δουλειάς μου, (και «βγάζω», σημαίνει ότι, επειδή δεν θέλω να περάσω το πόδι μου μέσα από το μπατζάκι φορώντας το τσόκαρο, για να μην το λερώσω με ό,τι βρωμερό έχω πατήσει στο πάτωμα της Κλινικής, βγάζω πρώτα το πόδι μου από το τσόκαρο, πατάω πάνω του, ισορροπώ για να μην πατήσω με την κάλτσα στο βρωμοπάτωμα της, καθαρής, θυμίζω, τουαλέτας, βγάζω το πόδι μου από το μπατζάκι, το ξαναπροσγειώνω πάνω στο τσόκαρο και επαναλαμβάνω την ίδια διαδικασία με το άλλο πόδι), και το παγιδεύω κι αυτό στο γαμημένο το χερούλι της πόρτας. Για να μην σας κουράσω πολύ, εκτελώ το ίδιο ακροβατικό σερί και με το σώβρακο. Πρέπει να παραδεχθώ ότι τότε, κατά πολύ νεότερος, ήμουν πολύ γυμνασμένος…

Δεν ξέρω αν το συνειδητοποιήσατε, αλλά τώρα πλέον, με έχετε μπροστά σας σε σχεδόν αδαμιαία περιβολή, (φορώ μόνο τα λευκά σοσόνια μου, και βρίσκομαι πάνω, -όχι μέσα- στα τσόκαρά μου!)

Δεν τελειώσαμε! Επειδή δεν θέλω ν’ ακουμπήσω ούτε στον τοίχο, ούτε και στην λεκάνη, (ο απόλυτος σιχασιάρης, παιδί μου), έχω οπισθοδρομήσει με προσοχή και βρίσκομαι, όπως με γέννησε η μαμά μου, αλλά με λευκά σοσόνια, (πάνω-και-όχι -μέσα στα τσόκαρα, ξαναλέω), σε βαθύ κάθισμα, με τους μηρούς ανοικτούς, σαν να καβαλάω ένα ανύπαρκτο άλογο στον αέρα, πάνω από την λεκάνη, στοχεύοντας στην τρύπα της!

Σας λέω, αν με έβλεπε ο προπονητής της Εθνικής μας Ομάδος Ασκήσεων Εδάφους, θα με είχε πάρει στην Ολυμπιάδα…!

Ακόμη δεν τελειώσαμε!

Πάνω που άρχισε η κινητοποίηση του εντέρου μου για την εξωτερίκευση των βαθέων αισθημάτων του, ακούω βήματα να πλησιάζουν, μπλοκάρομαι λιγάκι, προς στιγμήν, αλλά τι στο διάβολο με νοιάζει εμένα, αφού είναι κλειδωμένα!

Προσπαθώ να ξανασυγκεντρωθώ. Τα βήματα, εξελισσομένου του διαλογισμού μου, πλησιάζουν ολονέν περισσότερο, και ξάφνου, μπράφ! …ανοίγει η, τάχα μου, ασφαλισμένη πόρτα διάπλατα και έχω απέναντί μου, εμβρόντητη από το απίστευτο θέαμα που αντικρίζει, την Προϊσταμένη της Κλινικής, η οποία είχε επίσης ανακαλύψει την πιο καθαρή και ήσυχη τουαλέτα του ορόφου, γαμώ την κλειδαριά μου μέσα, γαμώ!

Σ’ αυτό το σημείο τα πράγματα έγιναν πολύ πιο γρήγορα από την ταχύτητα με την οποία θα τα διαβάσετε:

Ακαριαία έγινε μία εισρόφηση του σκατού, το οποίο, παλινδρομώντας, ήρθε και κόλλησε στον οισοφάγο μου, παράλληλα με μία, αυτόματη, πλήρη σχεδόν εξαφάνιση του μορίου μου από προσώπου γης, ή μάλλον, από βλέμματος Προϊσταμένης!

Εξ ίσου ακαριαία, η δόλια η κοπέλα έκλεισε τόσο γρήγορα την πόρτα, που τα παγιδευμένα ρούχα μου στο πόμολο, λόγω αδρανείας, φράκαραν έξω από την πόρτα, (τεχνική λεπτομέρεια: η πόρτα άνοιγε προς τα έξω), οπότε όρμησα, ο δικός σου, και με έναν συνδυασμό αστραπιαίων, συντονισμένων κινήσεων, έσπρωξα την πόρτα προς τα έξω, μάζεψα τα ρούχα μέσα, και την βρόντηξα, κλείνοντάς την!

Ούφ! μιά στιγμή, να συνέλθω λίγο. Τα θυμήθηκα και μ’ έπιασε ταχυκαρδία…

Πω, πω, ντροπήηη!

Προσπαθήστε να φαντασθείτε την σκηνή σε slow motion!

Το “κλου”, όμως, όπως πάντα, είναι στον επίλογο.

Επίλογος, λοιπόν:

Αφού επιστράτευσα όλη μου την ψυχραιμία, ανασυντάχτηκα και βγήκα στον διάδρομο.

Άρχισα να περπατώ, τάχα μου αμέριμνος, προς τον πάγκο της νοσηλείας.

Από μακριά βλέπω την Προϊσταμένη να έρχεται προς το μέρος μου και, ενώ διασταυρωνόμαστε, κοιτούμε αμφότεροι προς την έξω μεριά, αποφεύγοντας ο ένας τα μάτια του άλλου, σε στυλ, “…τι; τι έγινε; δεν έγινε τίποτε, σαν τι ήθελες να γίνει δηλαδή;”

Τέτοια υποκρισία!

Εννοείται ότι ξανάχεσα μετά από μίαν εβδομάδα, και αφού προηγήθηκε σειρά εντατικών συνεδριών με τον ψυχολόγο μου.

Ήταν, δε, τότε που διασκεύασα το γνωστό latin standard, “Bessa me mucho” στο, ελληνικότερο και σαφώς γαστρεντερολογικότερο, “Chessame mucho”!

Σόρυ, ε, (για τις βωμολοχίες)!

Ρόδος, Ιανουάριος 2014. 

 

SHARE
RELATED POSTS
Εκείνοι και οι άλλοι, της Μαρίνας- Μαρίας Βασιλείου
Τα χρωστούμενα (μέρος β’): και τώρα για τους άλλους απόντες, του Γιάννη Παπαϊωάννου.
Το ρομάντζο που μου λείπει, της Τζίνας Δαβιλά

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.