Σούρουπο: Να τη, άρχισε σιγά σιγά να απλώνει το μαύρο πέπλο της, καθώς ο ήλιος αποκοιμιέται στην αγκαλιά της γης. Να τη, το ίδιο βελούδινη πέφτει κι απόψε, όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα. Πόσο επιβλητική, πόσο τρανή!
Κουκουβάγια: Σιγά Σούρουπο, τί διαφορά έχει από τις άλλες Νύχτες; Απλώς είναι η τελευταία του χρόνου.
Σούρουπο: Όχι δα κυρά – Κουκουβάγια. Δεν είναι απλά μια νύχτα όπως οι άλλες. Είναι μια Νύχτα ξεχωριστή! Μη με ρωτάς να σου πω τί είναι αυτό που με κάνει να την ξεχωρίζω από τις μικρότερες αδερφές της. Είναι κάτι απροσδιόριστο. Είναι το απαλό μαύρο βελούδινο φόρεμά της, είναι τα μαύρα πέπλα της, είναι τα λαμπερά αστέρια και το χλωμό φεγγάρι που τη συνοδεύουν; Μα πιο πολύ απ’ όλα είναι η ματιά της. Όταν κοιτάζει από ψηλά κάτω στη γη τους ανθρώπους κάτι ψάχνει να δει πέρα από την εξωτερική εμφάνιση τους. Κοιτάζει να δει τη θλίψη τους, το παράπονό τους, τί είναι αυτό που μπορεί να τους απασχολεί, τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες τους. Μα να τη, καταφτάνει πεζή στην πόλη μας.
Κουκουβάγια: Έχεις δίκιο Σούρουπο. Φτάνει η παινεμένη σου, όμορφη αλλά και μελαγχολική.
Σούρουπο: Βρε καλώστηνε! Μεγάλη μου χαρά που σας συναντώ ξανά ωραία μου κυρία (υπόκλιση).
Νύχτα: Γεια και σε σένα καλό μου Σούρουπο, γεια και χαρά σου σοφή μου κυρά – Κουκουβάγια.
Σούρουπο: Πάντα μελαγχολική. Δε χαίρεσαι κυρά μου που είσαι η μια και μοναδική, η πιο μεγαλοπρεπής Νύχτα του χρόνου; Αυτή για την οποία οι άνθρωποι ετοιμάζουν τις μεγαλύτερες γιορτές;
Νύχτα: Αχ βρε ευγενικό μου Σούρουπο, τα ίδια μου λέει και το Φεγγάρι, τα αστέρια, ο Ουρανός. Καμιά φορά, ακόμη και εκείνες οι μικρότερες αδερφές μου, οι άλλες Νύχτες.
Σούρουπο: Γιατί κυρά μου, άδικο έχουν; Άσε που ο ερχομός σου είναι το πιο πολυσυζητημένο κοσμικό γεγονός. Όλοι μιλούν με σπουδαία λόγια για την άφιξή σου: στα κανάλια, στις εφημερίδες, ακόμη και στο facebook.
Νύχτα: Ε, άμα μιλάνε και στο facebook… Πρόκοψα τώρα, χωρίς αμφιβολία. Και τί λένε; Έτσι, για να ‘χουμε καλό ρώτημα.
Σούρουπο: Λένε πολλά και σπουδαία και ότι όσο κρατάς στον ουρανό θα είσαι η πιο φωταγωγημένη, θα ακουστούν οι ομορφότερες μουσικές και θα ειπωθούν οι πιο περίτεχνες ευχές! Γι αυτό σου λέω κυρά μου πάψε να είσαι θλιμμένη.
Νύχτα: Δε μου λες βρε καλό μου Σούρουπο, θαρρείς τυχαία έχει γραφτεί εκείνο το τραγούδι που λέει:
«Ρώτα τη νύχτα να σου πει
τί λεν’ όσοι είναι μόνοι
κι όσοι δεν ονειρεύονται κι όσοι δεν αγαπιούνται
τί λένε όσοι χάνονται και όσοι λησμονιούνται
και όσοι βλέπουνε το φως όλο να χαμηλώνει»
Δεν αναρωτήθηκες γιατί ο ποιητής λέει ειδικά «ρώτα τη Νύχτα»; Γιατί εμείς, Σούρουπο, στεκόμαστε στον ουρανό και βλέπουμε κάτω στη γη τους ανθρώπους και τις δυσκολίες τους. Κι εγώ Σούρουπο – ένας λόγος παραπάνω – είμαι καταδικασμένη να βλέπω με τόσα φώτα, λαμπάκια και λαμπιόνια που θα ανάψουν απόψε – από όλες τις άλλες Νύχτες του χρόνου «όσους χάνονται και όσους λησμονιούνται». Είμαι καταδικασμένη να βλέπω την ώρα που ο Παλιός Χρόνος δίνει τη θέση του στο Νέο Χρόνο αυτούς που δεν μπορώ να βοηθήσω… Να, κοίτα Σούρουπο, κοίτα εκεί κάτω εκείνο το μικρό παιδί.
Σούρουπο: Τί όμορφο! Πώς λάμπουν τα καστανά του μάτια και πώς γυαλίζουν τα μαύρα του μαλλιά!
Νύχτα: Είναι ο Οσλάν. Δε γεννήθηκε σε αυτήν την πόλη, είναι μετανάστης. Κοίτα το σπίτι του είναι χαμηλό και τα ξύλινα παραθυρόφυλλα του φθαρμένα. Όταν το βλέπεις τρομάζεις, λες δεν μπορεί να μένουν άνθρωποι μέσα εκεί. Τα έπιπλα λιγοστά. Κανένα στολίδι, κανένα παιχνίδι. Στη γωνιά υπάρχει μια παλιά ξυλόσομπα από ώρα σβηστή. Και το χειρότερο απ’ όλα, είναι η τρίτη χρονιά που ο Οσλάν πηγαίνει στο σχολείο της πόλης και ακόμη δεν καταφέρνει να γράψει ούτε το όνομά του σωστά. Ποιος θα βοηθήσει αυτό το παιδί; Ο πατέρας του μιλάει ελάχιστα τη γλώσσα, φεύγει το πρωί και γυρίζει το βράδυ. Η μητέρα του, άρτι αφιχθείς στην πόλη μας (ο Οσλάν για μεγάλο διάστημα ζούσε χωρίς τη μητέρα του), επίσης μιλάει ελάχιστα έως καθόλου τη γλώσσα.
Σούρουπο: Γι αυτό σκας καλή μου Νύχτα, θα το βοηθήσουν οι συνάνθρωποί του στην πόλη.
Νύχτα: Ναι, τώρα σώθηκε! Οι άνθρωποι στην πόλη έχουν τα προβλήματά τους. Για στήσε λίγο το αυτί σου να τους ακούσεις να μιλάνε. Στο λεξιλόγιό τους επικρατούν λέξεις φρικτές. Ανεργία, απόλυση, διαθεσιμότητα, φτώχεια, φόροι, φοροεπιδρομές, χαράτσια, επιδόματα ανεργίας, επιδόματα μακροχρόνιας ανεργίας, επιδότητση πετρελαίου, μαύρη εργασία, απλήρωτη εργασία, κοινωνικά υπνωτήρια, συσσίτιο στα σχολεία (από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και προσφορά τάχα μου μεγαλοεφοπλιστών), Τρόικα…
Σούρουπο: Δεν έχεις κι άδικο κυρά μου. Οι άνθρωποι εκεί κάτω πνίγονται. Ωστόσο, κάμποσοι από αυτούς αγωνίζονται και διεκδικούν τα όνειρά τους. Μιλάνε για αλληλεγγύη, κοινωνική δικαιοσύνη, δουλειά για όλους (όχι απασχολησιμότητα και κολοκύθια) ελεύθερο χρόνο για την οικογένειά τους, σχολεία για να μορφώνονται τα παιδιά τους, χώρους πρασίνου και αναψυχής. Αυτοί, λοιπόν, κυρά μου, αυτοί μπορούν να βοηθήσουν τον Οσλάν. Κι έτσι κι εσύ να φύγεις μια φορά από τον ουρανό της πόλης μας ευχαριστημένη.
Νύχτα: Πράγματι καλό μου Σούρουπο αν έβλεπα τον Οσλάν χαρούμενο, θα έφευγα ικανοποιημένη και θα έδινα με χαρά τη θέση μου στον Ήλιο. Πώς θα τα καταφέρουμε όμως; Αυτή την ώρα, όλοι είναι μέσα σε ένα αυτοκίνητο και θέλουν όσο πιο γρήγορα να φτάσουν σπίτι τους, είναι κουρασμένοι, δεν μπορούν να σκεφτούν τους άλλους. Να το ξέρεις Σούρουπο, αυτοί που προχωράνε μέσα στην πόλη, αυτοί πέφτουν πάνω σε άλλους ανθρώπους κι έτσι μαθαίνουν περισσότερα γι αυτούς. Ναι, αυτοί που κυβερνούν τούτη την πόλη θα έπρεπε σίγουρα να προχωράνε περισσότερο. Αλλά τους αφήνω αυτούς τώρα. Τώρα χρειαζόμαστε έναν πεζό, τώρα που ο Οσλάν βοηθάει τον πατέρα του να κόψουν εκείνο το δέντρο που έριξε κάτω ο Βοριάς.
Σούρουπο: Μα να, κοίτα εκεί κάτω εκείνη τη γυναίκα, είναι η Σελοίνα που είναι πάντα πεζή και το κυριότερο είναι από εκείνους τους ανθρώπους – που σου έλεγα νωρίτερα – που γνωρίζουν την αλληλεγγύη. Αυτή μπορεί να βοηθήσει τον Οσλάν, τον γνωρίζει ήδη από το σχολείο.
Νύχτα: Σούρουπο έχεις δίκιο, έχει σταματήσει ήδη για να τους καλησπερίσει. Της δείχνουν το σπίτι τους. Κάτι μου λέει ότι σήμερα θα φύγω ευτυχισμένη από την πόλη σας.
Η Σελοίνα φεύγει αλλά σε μια ώρα επιστρέφει στο σπίτι του Οσλάν με ένα νεαρό. Είναι ο Νικόλας από το δίκτυο αλληλεγγύης κι έχει μαζί του τρόφιμα. Η Σελοίνα έχει μαζί της ρούχα των γιων της (άλλωστε είναι γνωστό ότι τα παιδιά μεγαλώνουν με γρηγορότερους ρυθμούς από αυτούς που τα ρούχα τους παλιώνουν). Σε λίγο καταφτάνουν και οι μητέρες από το Σύλλογο Γονέων. Έχουν μαζί τους κουβέρτες, παιχνίδια και στολίδια. Η μητέρα του και ο Οσλάν επιτέλους γελούν. Ο πατέρας με συγκρατημένη χαρά υπενθυμίζει στη Σελοίνα ότι ο Οσλάν δεν έχει μάθει ακόμη γραφή και ανάγνωση. Αναλαμβάνουν όλοι μαζί τουλάχιστον μια ώρα την εβδομάδα να δείχνουν εκείνοι στον Οσλάν να γράφει και να διαβάζει! Όταν με το καλό ανοίξουν και τα σχολεία θα ζητήσουν και τη βοήθεια του διευθυντή του σχολείου. Τώρα γελούν όλοι!
Αίφνης το θλιμμένο πρόσωπο της Νύχτας λάμπει κι αυτό, γελά κι αυτή με την καρδιά της. Απόψε θα μείνει στην ιστορία όχι μόνο ως η τελευταία του χρόνου αλλά και ως η ομορφότερη!
Νύχτα: Ελάτε αστέρια μου λάμψτε απόψε με όλη σας τη δύναμη. Έλα κι εσύ Φεγγάρι μου, βάλε το γιορτινό σου χρώμα, εκείνο το βαθύ γλυκό πορτοκαλί. Απόψε γιορτάζουμε! Απόψε οι άνθρωποι έδειξαν την αλληλεγγύη τους! Απόψε πήρα το πιο σπουδαίο δώρο: ένα παιδί θα κοιμηθεί χαρούμενο στην αγκαλιά μου!
SHARE