Κάθε χρόνο, η 26 Οκτωβρίου είναι σημαντική για μένα, επειδή είναι η μέρα της ονομαστικής μου εορτής. Έζησα πολλά χρόνια στη Θεσσαλονίκη, γιορτάζοντας μαζί με την Νύφη του Βορρά μας, θεωρώντας τον εαυτό μου τυχερό που η χαρά μου είχε απόηχο σε μια ολόκληρη πόλη.
Σήμερα, αντί για όποιο άλλο κείμενο, αφιερώνω το παρακάτω και στη Θεσσαλονίκη και σε σας, θυμίζοντάς σας σημαντικές ιστορικές στιγμές που έλαβαν χώρα τις παραπάνω ημέρες, στιγμές που ανέδειξαν κάποιους ανθρώπους και πέρασαν τα ονόματά τους στην Ιστορία με χρυσά γράμματα. Ο Ταχσίν Πασάς ήταν ένας από εκείνους.
Ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, με το σκοτάδι να πέφτει και τη βροχή να μη λέει να σταματήσει, μια αντιπροσωπεία τεσσάρων Βουλγάρων, απεσταλμένοι του Βούλγαρου Τσάρου Φερδινάνδου, με επικεφαλής τον πρώην πρεσβευτή της Βουλγαρίας στο Παρίσι και νυν ίλαρχο Στάντσεφ, χτυπούν την πόρτα του τουρκικού στρατηγείου στη θέση που βρίσκεται σήμερα το Ωραιόκαστρο.
Το αίτημά τους, που συνοδεύεται από δέκα πουγκιά γεμάτα χρυσές λίρες, είναι να δεχτεί ο Τούρκος διοικητής Ταχσίν Πασάς την παρουσία δύο Βούλγαρων αξιωματικών την ώρα που θα υπογραφεί το Πρωτόκολλο Παράδοσης της Σαλονίκης στους Έλληνες.
Ο υπασπιστής και γιος του Πασά, Κενάν Ταχσίν Μεσσαρέ, γνωρίζοντας την απόφαση του πατέρα του τούς διώχνει. Ο Πασάς είχε πιεστεί πολύ από τα γεγονότα, από τις ξένες δυνάμεις και από τους θρησκευτικούς ηγέτες της πόλης να μην αφήσει να χαθούν ζωές άδικα, να μην αιματοκυλιστεί η πόλη. Ο κίνδυνος της βουλγαρικής εισβολής ήταν άμεσος, οι τουρκικές δυνάμεις έχαναν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους, ο αριθμός των λιποτακτών έφθανε τον ουρανό. Και ο Πασάς πήρε την απόφαση να παραδώσει τη Σαλονίκη, την Θεσσαλονίκη της επομένης ημέρας, στους Έλληνες.
«Από αυτούς την πήραμε, σ’ αυτούς θα την παραδώσουμε», είχε καταλήξει χθες και έστειλε απεσταλμένους στο ελληνικό στρατηγείο.
Έξι Έλληνες, τρεις αξιωματικοί (συνταγματάρχης Βίκτωρ Δούσμανης, λοχαγός Ιωάννης Μεταξάς και δεκανέας Ίων Δραγούμης) και τρεις φαντάροι, αντιπρόσωποι του Έλληνα Αρχιστράτηγου και Διαδόχου Κωνσταντίνου, έφτασαν μισή ώρα αργότερα και ζήτησαν τον Πασά.
Οι διαδικασίες προχωρούν κανονικά, αλλά μέχρι να τελειώσει η σύνταξη του Πρωτοκόλλου το ρολόι χτυπά μεσάνυχτα. Ο λοχαγός Ιωάννης Μεταξάς παρεμβαίνει και ζητά από τον Πασά να βάλουν ημερομηνία 26 Οκτωβρίου. Ο λόγος είναι διπλός: πρώτο και σπουδαιότερο να φαίνεται στο επίσημο έγγραφο ότι οι Έλληνες κατέλαβαν την πόλη μια ημέρα νωρίτερα, ένα σημαντικό στοιχείο που θα άφηνε τους Βούλγαρους έξω από όλες τις παράλογες απαιτήσεις τους για συγκυριαρχία, και δεύτερο να τιμηθεί ο Άγιος Δημήτριος, πολιούχος και προστάτης της πόλης, ένας άγιος που τιμούν και σέβονται οι Τούρκοι. Ο Ταχσίν Πασάς δέχεται. Πάνω από τις τρεις επίσημες υπογραφές, η ημερομηνία που έκανε τη Σαλονίκη πάλι ελληνική και της ξανάδινε το πραγματικό της όνομα-Θεσσαλονίκη- ήταν Σάββατο, 26 Οκτωβρίου 1912.
Το βράδυ της 27ης Οκτωβρίου φτάνει στο σιωπηλό πλέον τουρκικό στρατηγείο μια τετραμελής βουλγάρικη αντιπροσωπεία. Επί κεφαλής είναι και πάλι ο Στάντσεφ και ένας συνταγματάρχης (οι πηγές αναφέρουν τα ονόματα τριών διοικητών των Βουλγάρων ως πιθανούς: του Μίτεφ, του Γκεοργκίεφ και του Τσιλιγκόρωφ). Ζητούν ακρόαση από τον Τούρκο Διοικητή και δηλώνουν έκπληκτοι για την απόφαση του Πασά να παραδώσει τη Θεσσαλονίκη στους Έλληνες, αφού κι εκείνοι νικούσαν τον τουρκικό στρατό.
«Θα μου επιτρέψετε να σας θυμίσω ότι η δική μου στρατιά μέχρι τώρα πολεμούσε μόνο με Έλληνες. Από την Ελασσόνα μέχρι τη Θεσσαλονίκη, ο μόνος μου αντίπαλος ήταν ο στρατός των Ελλήνων. Δεν είδα πουθενά ούτε έναν βούλγαρο. Όσο για την απόφασή μου, δεν έχω να δώσω λογαριασμό σε κανέναν», ήταν η απάντηση που πήραν.
Όσο και να προσπάθησαν οι Βούλγαροι να τον μεταπείσουν, να τον δωροδοκήσουν, ο Πασάς στάθηκε ακλόνητος. Η απόφαση να παραδώσει τη Θεσσαλονίκη στους Έλληνες, μεταφράστηκε από την επίσημη τουρκική κυβέρνηση ως εσχάτη προδοσία. Ο καριερίστας πιστός Τούρκος στρατιωτικός, που είχε αφιερώσει όλη του τη ζωή στην υπηρεσία της πατρίδος του, γεύτηκε το φαρμάκι της άδικης κατηγορίας όρθιος και στητός.
Ο Βενιζέλος τον βοήθησε να καταφύγει στο Παρίσι και να ζήσει ελεύθερος, γιατί στην αντίθετη περίπτωση-αν συνόδευε τα τουρκικά στρατεύματα στην Κωνσταντινούπολη- τον περίμενε η ατιμωτική κρεμάλα.
«Ας με κρίνει η ιστορία», θα πει λίγο αργότερα, στο Παρίσι, όταν θα δώσει μία συνέντευξη στην Temps.
Το τελευταίο βιβλίο της αρθρογράφου “Από ξύλο και Ασήμι” κυκλοφορεί από την Διόπτρα