Μέρα που΄ ναι…
Δύσμοιροι καιροί, η ελπίδα αναρριπίζεται κάθε χρόνο τέτοια μέρα, οι ευχές γίνονται άγκυρα να γραπωθείς με λαχτάρα από την αισιοδοξία για υγεία, ευτυχία, τύχη. Δύσμοιροι καιροί και ο νους τρέχει αλαργινά, μια που έχεις ξαναζήσει έτσι, και οι γονείς σου, οι παππούδες, χειρότερα ακόμα. Ζήσαν τραγωδίες που εσύ δεν έζησες…
Θυμάσαι τότε στα χωριά της ηπειρωτικής Ελλάδας που περίμενες τα Χριστούγεννα να πάρεις ένα ζευγάρι παπούτσια, αν υπήρχαν λεφτά να σου αγοράσουν οι γονείς, να γλυτώσεις από τις τρύπιες σόλες που άφηναν το χιόνι να εισχωρήσει στο παπούτσι, να ξυλιάζουν τα πόδια σου επί ώρες στο σχολείο από τις βρεγμένες κάλτσες. Δεν ήσουν μόνος, όλα τα παιδιά το ίδιο ζούσαν αλλά δεν είχαν την αίσθηση πως υποφέρουν. Τότε υπέφερες για τα μεγάλα και σημαντικά τη ζωής: την αρρώστια και το θάνατο…
Για τότε λέω που έτρεχες να κυνηγήσεις επί ώρες πουλιά με τη σφεντόνα, η μάνα γύριζε κατάκοπη από τα χωράφια, δεν σε έβρισκε στο σπίτι αλλά δεν κοψοχόλιαζε: «κάπου σεργιανάει το κοπρόσκυλο», η μόνιμη επωδός της.
Τότε που παιχνίδια σου ήταν η μπάλα που παίζατε, με ένα μάτσο κουρέλια σφιχτά δεμένα με σπάγκο για να γίνουν ένα κατά φαντασίαν τόπι, και ο πετροπόλεμος ανάμεσα στις γειτονιές. Ακόμα έχεις στο κεφάλι το σημάδι από την κοτρώνα που σου ήρθε από τον εχθρό της άλλης γειτονιάς και θυμάσαι που μέσα στα αίματα κρυβόσουν, όχι μόνο δεν πήγαινες στο γιατρό, αλλά κρυβόσουν κιόλας, μη στις βρέξει ο πατέρας. Και όταν κάποτε με την παρέα έκλεψες από τα αμπέλια δυο τσαμπιά σταφύλια, ο δραγάτης σας έπιασε, σας έδεσε το ξύλινο κάρο στην πλάτη και σας γυρόφερνε στα σοκάκια του χωριού, προσφέροντας αστείο θέαμα σε μια κοινωνία που δεν είχε τηλεόραση και ραδιόφωνο να ευθυμήσει και βρήκε εσένα και την παρέα σου- μια σκηνή που την είδα αργότερα στην ταινία του Αβδελιώτη, «Η εαρινή σύναξις των αγροφυλάκων», λες και την είχε εμπνευστεί από τις παιδικές σου περιπέτειες.
Θυμάσαι τότε που όλοι οι μαθητές με το που σχόλαγαν το μάθημα πήγαιναν στο συσσίτιο. Φτωχικά τα χωριά, το δημόσιο αναλάμβανε τη σίτιση των μαθητών… Ναι τότε που τα ΙΧ ήταν σπάνια, υπήρχαν μόνο δυο στο χωριό, και σε σένα δεν περνούσε από το μυαλό πως θα είχες ποτέ ένα τέτοιο στην κατοχή σου…
Θυμάσαι τους κρύους βροχερούς χειμώνες όλη η οικογένεια μπροστά στο τζάκι με τα παλτά τους γιατί ο αέρας έμπαινε από παντού στο σπίτι, και τις βροχερές νύχτες στο κρεβάτι ήσουν αγκαλιά με μια λεκάνη που μάζευε τα σταλάματα της βροχής που έμπαινε από τα σπασμένα κεραμίδια. Και πάλι καλά σου έλεγαν, αυτό το σπίτι οι γονείς σου, νιόπαντροι ακόμα, το έφτιαξαν κουβαλώντας, με τον τενεκέ στην πλάτη, άμμο από το κοντινό ποταμάκι – τρία χιλιόμετρα μακριά – ο τενεκές στην πλάτη, ανηφόρα φορτωμένοι, δρομολόγια ατέλειωτα, αυτό ήταν το γαμήλιο ταξίδι τους…
Τότε που η γειτόνισσα εξιστορούσε πως γέννησε τον γιο της και συνομήλικο σου, μόνη, κρυμμένη μέσα στο ξερό ποταμάκι. Αύγουστος ήταν, στην ώρα της, την πιάσαν οι πόνοι καβάλα στο άλογο, όπως ερχόταν από το μαντρί. Τότε που δυο συμμαθητές σου κόντεψαν να κατακρεουργηθούν και γλύτωσαν σαν από θαύμα παίζοντας με μια χειροβομβίδα που είχε ξεμείνει από τους γερμανούς… Τότε που κάποιος κόσμος έβγαινε στο καφενείο με καθαρά αλλά μπαλωμένα παντελόνια, και όταν εσύ θέλησες να πετάξεις αργότερα ένα παντελόνι αντιμετώπισες την απορία της γιαγιάς σου «θα το πετάξεις; Μα αυτό ούτε ένα μπάλωμα δεν έχει»!
Θυμάσαι τον κόσμο να χαίρεται όταν ήρθαν τα πρώτα ψυγεία στα μπακάλικα και τα πρώτα κατεψυγμένα κρέατα γιατί εκτός από νεοτερισμός, ήταν πιο φτηνά και τα άντεχε το φτωχικό βαλάντιο. Ετσι μπορούσαν να τρώνε κρέας κάθε Κυριακή! Τότε που για τους περιστασιακούς εργάτες γης η δουλειά ήταν «ήλιο με ήλιο», ενώ εσύ στα 16 σου έσπαγες το χαρμάνι το τσιμέντο με το φτυάρι και κουβαλούσες, όλοι σας δηλαδή, τον τενεκέ με το τσιμέντο στο δεύτερο όροφο γα να πέσει η πλάκα.
Και θυμάσαι όταν το 2004 γύρισες από ταξίδι στην Ινδία και περιέγραφες την αφόρητη αθλιότητα που ζει η κάστα των «Ανέγγιχτων», οι ίδιοι άνθρωποι που τους θυμόσουν πώς ζούσαν τότε, σου έλεγαν «και εμείς εδώ πεινάμε». Κάθε Σπίτι είχε από ένα αγροτικό και ένα τουλάχιστον Ι.Χ. αλλά «και «αυτοί πεινούσαν»…
Δεν ζωγραφίζεται η τοιχογραφία μιας εποχής σε λίγες σειρές που επιτρέπει ένα σάιτ. Απλά είπα να εκθέσω έν δήμω, λίγα απ’ τα εν οίκω, έτσι για να θυμηθούν οι μεγάλοι την μήτρα του χρόνου και των συνθηκών που τους γέννησαν, και οι νεότεροι – που σίγουρα θα τους ακούγονται ως εξωγήινα- να ξέρουν ότι τα πράγματα ποτέ δεν είναι στάσιμα. Κάποτε θα αλλάξουν.
Ας είμαστε ως τότε δυνατοί… Αυτή είναι η δική μου ευχή για τον νέο χρόνο.