Η Μαρίνα-Μαρία Βασιλείου είναι Θεατρολόγος
Γιατί κάθομαι ακατάπαυστα εδώ, σε αυτή την πολυθρόνα και διόλου με ενδιαφέρει αν είναι ευγενικό, αν θα με χαρακτηρίσει κάπως. Ξέρεις πάντα πάλευα για να ξεπεράσω την βροντερή μετριότητα. Και πάντα με απογοήτευε η δική μου μετριότητα. Δαίμονες που έπρεπε να παλέψω, άλλοι που με κορόιδευαν φεύγοντας και επιστρέφοντας όταν ένοιωθα όμορφα.
Και πάλεψα, αλήθεια πάλεψα για να κρατώ τα αυτιά μου κλειστά σε χαρακτηρισμούς περιέργους, σε χαρακτηρισμούς που ξέφευγαν από τα συμβατικά πλαίσια. Έκλεινα τα αυτιά και ανακάτευα τα γράμματα. Έφτιαχνα άλλες λέξεις. Δεν με ενδιέφερε. Ξέρεις, το δικό μου πρόσωπο, ενώ πάντα λαχταρούσα να το διατηρήσω «καθαρό» δεν με ενδιέφερε αν το χαράκωνε κάποιος άλλος, αν το σκίαζε μια κακή εντύπωση ή κρίση.
Ξέρεις, νομίζω ότι πραγματικά ευτυχισμένος είναι αυτός που το μυαλό του τού επιτρέπει να μην πολεμά με τον εαυτό του. Να ζει ήρεμος, νηφάλιος, άυλος, αδιάφορος. Αδιάφορος απέναντι σε μια τόσο τυχαία χειραψία, τόσο φευγαλέα και τόσο καθοριστική. Εκεί στην ένωση δυο δρόμων, κάτω από τα φώτα της πόλης την νύχτα ένα άγγιγμα αέρινο που ακόμη και τώρα δεν είσαι σίγουρος ότι όντως συνέβη και δεν ήταν δημιούργημα της φαντασίας σου. Ναι ένα άγγιγμα τυχαίο. Δυο παλάμες που αγγίχτηκαν και για κλάσματα του δευτερολέπτου άγγιξαν την αιωνιότητα. Και ύστερα ένα φιλί, ναι σίγουρα στην φαντασία. Ένα φιλί στον λαιμό, στο μάγουλο, στα χείλη, στο μέτωπο, στο εσωτερικό της παλάμης. Μια αναπνοή τόσο βαθιά που να νομίζεις ότι θα αφαιρέσεις όλο τον αέρα από γύρω σου. Kαι να μην σου φτάνει ο αέρας γύρω σου.
Και εκεί σε εκείνο το σταυροδρόμι να ένοιωθες ότι αυτό το τυχαίο άγγιγμα σου έδωσε την απάντηση. Και να νοιώθεις ότι γνώριζες ως την πιο βαθιά λεπτομέρεια, ότι θα μπορούσες να ζωγραφίσεις με κλειστά μάτια το πρόσωπο που προκαλούσε την προσοχή σου, γνώριζες ότι το σπαθί γενναιότητας που κουβαλούσε για να κόβει τα νήματα και να τεμαχίζει ήταν απλά μια προσπάθεια να προστατέψει τον ίδιο του τον εαυτό. Και ακόμη και γι’ αυτό τον θαύμαζες, ένοιωθες σαν παιδί που μπορεί να μάθει τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός μεγάλου. Και εκείνος ο μεγάλος σου άνοιγε τα δικά σου μάτια, με την περίεργη λογική του, την καλά κρυμμένη τρέλα του, την ηρεμία του.
Αλλά κάθε τόσο ένοιωθες ότι ονειροβατούσες, ότι σου έπαιρνε ό,τι σου έδινε και εσύ έπρεπε να αρνηθείς τα πιστεύω σου, τον εαυτό σου και να σε κτίσεις, να μην σε διαπερνά τίποτα, ένα σκληρό μη ανθρώπινο περίβλημα και ένα πέπλο ψυχρότητας σε περιέβαλλε. Κάποτε ήθελες το τρανταχτό όλα. Τώρα παίρνεις το λίγο προκειμένου να μπορέσεις να ονειρευτείς. Ασταθή όνειρα που ισορροπούν τρεμάμενα πάνω στην φαντασία και την πραγματικότητα. «Αρκεί» σκέφτεσαι, «για πόσο όμως;!», ξανασκέφτεσαι. Πάντα έλεγες στον εαυτό σου να αναζητά την ολότητα, το πάθος, το σχεδόν ιδανικό. Και πλέον αρχίζεις και σκέφτεσαι, αν εσύ αποτελείς το ελαττωματικό προϊόν ενός κόσμου σκληρού, αναίσθητου και υλιστικού μέχρις εσχάτων. Ενός κόσμου που τρέφεται με την αδιαφορία και το κατ’επίφασιν δεδομένο. Στοχεύει, λαβώνει και αποχωρεί τόσο αναίμακτα. Ενός κόσμου που κρύβεται πίσω από τα ψέματά του.
Και συνεχίζεις να θέλεις να χαθείς μέσα στην ανοησία, να μην σκέφτεσαι και να μην αναρωτιέσαι για τίποτα. Να δέχεσαι άκριτα ό,τι σου προσφέρουν ως Αλήθεια. Και τότε, είτε πραγματικά χαμένος θα είσαι, είτε ευτυχισμένος μέσα στην επιβαλλόμενη χαζομάρα σου.