Μόνο στη Ρόδο
Αποστόλου Παύλου 50, Βενετοκλέων,
Pane di capo: Λεωφόρος Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ), Λεωφόρος Κρεμαστής & «Πηγές Καλλιθέας»
Ο Κωνσταντίνος Μεϊντάνης είναι Απόφοιτος Κλασσικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, καθώς και του King’s College και Birkbeck Collegeτου Πανεπιστημίου τού Λονδίνου.
Δίψα γνώσης και ελευθερίας.
Φοιτητικά χρόνια στην «πολυπλόκαμη» μητροπολιτική αίσθηση του Λονδίνου. Πόσο είχα ποθήσει κι αποζητήσει αυτή την εμπειρία στη χαραυγή της πρώτης νιότης. Μια πόλη, ένας τόπος, με τη δική του αύρα, τη δική του ευγένεια, σαν ένα μεγάλο ξάγναντο όπου μπορούσες να σταθείς και να δεις ολόγυρα με άλλο βλέμμα τον κόσμο, να δεις και μέσα σου με άλλον τρόπο όλα όσα γνώριζες τόσο καλά, και θαρρούσες πως δεν αλλάζουν.
Η Νιότη έχει αυτήν τη δική της δύναμη, μιαν απληστία του Ονείρου, που μήτε καταδέχεται συμβιβασμό, μήτε φοβάται τη Δοκιμασία και το Άγνωστο. Όλα τα ζητά και όλα θαρρεί πως μπορεί να φτάσει, ας είναι και να τα ακροψηλαφήσει. Πόσο γλυκά και ειλικρινά ξαστοχά, μέσα στον πόθο της τον βαθύ, τον εαυτό της, πόσο θαρρεί πως πέτυχε εκεί όπου «δεν μπορεί να φτάσει». Η νιότη ζητά τα όρια, όχι για να τα δεχτεί, μα για να τα ξεπεράσει. Στον ορίζοντα του Κόσμου, της Εμπειρίας, δεν βλέπει το τέλος, βλέπει την αρχή.
Έτσι ήμουν, δίχως και να το καλοκαταλαβαίνω, όταν ανοιγόμουν ολάκερος σ’ όλα αυτά που ζητούσαν ο νους και η καρδιά – τότε. Γνώση και Ελευθερία. Μήτε και χόρτασα, θαρρώ, ποτέ. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Πώς να χορτάσεις το λάμπος και το θάμπος της ζωής, του κόσμου, του πνεύματος, της αίσθησης, του άλματος προς τα εμπρός, όταν νοιώθεις -και είσαι- έτοιμος ριψοκίνδυνα να το κάνεις; Η ψυχή είναι ένα βέλος που τινάζεται από το δοξάρι του πόθου της, ίσαμε ν’ αγγίξει το πιο ψηλό απέραντο τ’ ουρανού. Τίποτ’ άλλο δε θέλει περισσότερο.
Δόθηκα σ’ αυτήν την πόλη, και σε όλα όσα μού έδωσε απλόχερα και αφιλόκερδα από την πρώτη κιόλας στιγμή. Και εδώ ήταν, όλα τα χρόνια που ακολούθησαν, που θα ξανανακάλυπτα με τρόπο πιο γνήσιο, πιο τίμιο και αληθινό, ως βίωμα πολύτιμο, την Ελληνικότητά μου. Η ξενιτιά σού επιτρέπει να σταθείς με πιο καθαρή, πιο ισορροπημένη και οξυμμένη ματιά απέναντι σ’ αυτό που είσαι, σ’ αυτό που σού δόθηκε, και να αναμετρήσεις την αληθινή ευθύνη σου.
Ακατασίγαστη ήταν η δίψα για γνώση, οι αναγνωρίσεις οι πρωτοείδωτες της τέχνης στα μουσεία, στις αίθουσες συναυλιών, στην πανεπιστημιακή σπουδή που πρόκρινε την υψηλότερη ποιότητα με την πιο ζυγιασμένη αυστηρότητα και πειθαρχία. Τάνυσμα της σκέψης, άκκισμα του συναισθήματος, δουλειά πολλή με όλη την άοκνη αφοσίωση και τη βαθύβλυστη επιμονή και την αδημονία που φέρνει αφειδώλευτα μαζί της, απλόχερη και απλόχωρη, αυτή η πρώτη -τόσο εφήμερη τελικά- Νιότη, καθώς θηρεύει το Ευκταίο, το Εφικτό, μαζί και το Ανέφικτο, και δεν διστάζει, κι αρνιέται να δεχτεί περιορισμό.
Χρόνια μεθοδικής φιλολογικής και -πολυεπίπεδης χρονικά, θεματικά, και γλωσσικά- φιλοσοφικής μαθητείας, παράλληλα με τη θέλξη και τη μέθεξη στα νάματα της Μουσικής σε συναυλίες και ρεσιτάλ, μετά απ’ τις αρχικές σπουδές στην πάτρια γη και στη γενέθλια πόλη. Χρόνια, εδώ τώρα δοσμένα στην, πνευματικά ηδονική, πλησμονή αναζητήσεων ανάμεσα σε γλώσσες του παρελθόντος και του παρόντος, σε στιγμές και ώρες πλέρια γεμάτες με ένα άρωμα μοναδικού κι ανεπανάληπτου, στοχεύσεων υψιπετών, και εμπειριών δίχως απόσταση ή αίσθηση εξορίας από την πληρότητα της ζωής.
Κάποιες στιγμές, ξεχωριστά διαφορετικές, είναι πάντοτε αυτές που δίνουν άλλο νόημα ως Μέτρα πληρωματικής χαράς σ’ αυτήν την ευδία μιας, ανήσυχης κατά βάθος, ευτυχίας, βιωμένα με τρόπο που τότε έμοιαζε απλός και άμεσος. Κι όλα έτσι ήταν κι έτσι αναδείχνονται πάλι και πάλι τώρα, εξωραϊσμένα από την απόσταση του αμείλικτου σμιλευτή Χρόνου, αυτού του “παράφορου γλύπτη των ανθρώπων”, όπως τον θέλει με τον μοναδικό του Λόγο ο Ποιητής του Αιγαίου.
«Πρώτη Νεότητα», συλλογιέμαι τώρα, μέσα στην ενεότητα του πνιγερού καιρού τούτου και της δύσπνοης ζωής μας. «Εσύ, με τον ασυμβίβαστο, και τόσο ρεαλιστικό έρωτα του Αξεδίψαστου!»
“Θεία, ατάραχα νυχτέρια μέσα στη μικρή, της ξενιτιάς, κάμαρα”, όπως το γράφει ο μεγάλος Κρητικός ταξιδευτής της γραφής και της ζωής. Εκείνη η σιωπηλή, ευφρόσυνη συντροφιά βιβλίων, οι μακρές ώρες εταστικής, αφοσιωμένης αναδίφησης κειμένων που ήταν, και γίνονταν κάθε στιγμή, σε κάθε ματιά, σε κάθε ανάγνωση, πολύμορφα και πολύχυμα ερεθίσματα στοχασμού και γνώσης. Ένοιωθες να πλαταίνει και να πλουταίνει ο νους, να μεστώνει, κι είχες όλο και πιο πολλήν απλωσιά μέσα σου, να παίζεις και να γυμνάζεις την ψυχή σου.
Και μένει η αναθύμηση, καθώς ο καιρός συνεχίζει αργοσταλάζοντας τη ροή του, αλλάζοντας και δαμάζοντας τόσα και τόσα, με όσα μάς φέρνει και μ’ εκείνα που μας παίρνει, κάθε άλλο παρά αδέκαστος, μένει η αναθύμηση που είναι, έχει γίνει πια το βαθύ μέσα σου πλούτος. Αυτή η αίσθηση, σαν σιγηλός της ψυχής ψίθυρος, πως ό,τι τώρα αναδείχνεται τόσο εφήμερο, και περασμένο, έχει έναν δικό του ακατάλυτο Νόμο αιωνιότητας.
“Θεία, ατάραχα νυχτέρια μέσα στη μικρή, της ξενιτιάς, κάμαρα”…