Ανοιχτή πόρτα Κοινωνία - Ελλάδα - Οικονομία

Χρονικό Απωλειών, Μουσεία και μουσεία, του Μάνου Στεφανίδη

Spread the love

Ο Μάνος Στεφανίδης είναι Ιστορικός Τέχνης και Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ

Μνήμη Αγγέλου Δεληβορριά

Δεν είναι τυχαίο, το αντίθετο μάλιστα, ότι τα δύο πιο σημαντικά εικαστικά γεγονότα όχι μόνο του φθινοπώρου αλλά της χρονιάς για όλη τη χώρα, είναι αναμφισβήτητα η έκθεση των κεραμικών του Πικάσο στο Κυκλαδικό Μουσείο και βέβαια η περίφημη συλλογή Γουλανδρή στο νεότευκτο μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στο Παγκράτι. Ούτε είναι τυχαίο πως και τα δύο αυτά ιδρύματα είναι ιδιωτικά δηλαδή συνιστούν την δαψιλή προσφορά αφενός του Νίκου και της Ντόλυς Γουλανδρή και αφετέρου του Βασίλη και της Ελίζας Γουλανδρή προς την Αθήνα, τους πολίτες της αλλά και προς το διεθνές κοινό που επισκέπτεται την Ελλάδα.

Θυμάμαι, ως νεαρός επιμελητής στην Εθνική Πινακοθήκη, τον Βασίλη Γουλανδρή να ονειρεύεται καταρχάς ένα μουσείο στην γενέτειρα του Άνδρο και βέβαια να επιδιώκει μεθοδικά να στεγάσει τη συλλογή του από την Γενεύη στο κέντρο της Αθήνας.

Το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Άνδρο πρωτολειτούργησε, αν θυμάμαι καλά, το 1984 και ο τότε διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης, αείμνηστος Δημήτρης Παπαστάμος, μού είχε αναθέσει το στήσιμο της έκθεσης. Επρόκειτο για έργα των αποφοίτων της ΑΣΚΤ, μερικοί εκ των οποίων είναι σήμερα φτασμένοι καλλιτέχνες ή καθηγητές στη σχολή Καλών Τεχνών Αθήνας, Θεσσαλονίκης ή Φλώρινας.

Πέρασαν λοιπόν 30 ολόκληρα χρόνια επιμονής και προσπαθειών ώστε να καταφέρει το Ίδρυμα πλέον Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή – αφού οι ιδρυτές του έχουν αποδημήσει – να υλοποιήσει αυτό το μεγαλεπήβολο όραμα τους. Γνωρίζω επίσης προσωπικά πόσο πολεμήθηκε τότε η γενναιόδωρη προσφορά του Βασίλη Γουλανδρή από τον Χρήστο Λαμπράκη γιατί ακριβώς ο άρχων του ΔΟΛ την έβλεπε ως αντίπαλο δέος προς το Μέγαρο Μουσικής. Ο άνθρωπος ο οποίος έπαιξε αυτόν τον αρνητικό ρόλο, του να θέτει δηλαδή συνεχώς εμπόδια, νομίζω πως δεν ήταν άλλος από τον τότε υπουργό Πολιτισμού και μετέπειτα πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, Ευάγγελο Βενιζέλο.

Ας πούμε εδώ ότι η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη είχε επιχειρήσει προηγουμένως, πλην ατελέσφορα, να αξιοποιήσει το οικόπεδο πίσω από τη Στρατιωτική Λέσχη και το Βυζαντινό Μουσείο έτσι ώστε ο μεγάλος αρχιτέκτονας I. M. Pei, ιαπωνοαμερικανός, να χτίσει εκεί το μουσείο των Γουλανδρήδων.

Το Λύκειο του Αριστοτέλη που εντοπίστηκε εν τω μεταξύ και απετέλεσε το ανυπέρβλητο εμπόδιο, θα μπορούσε απλώς να είναι η είσοδος εν είδει τεράστιας, ελεύθερης πιλοτής προς το καινούργιο μουσείο σε μία γοητευτική συνύπαρξη αρχαιοτήτων και μοντέρνας τέχνης. Κάτι τέτοιο και το Λύκειον το ίδιο θα αναδείκνυε και το μουσείο θα είχε προικοδοτηθεί με έναν ακόμα μοναδικό θησαυρό.

Όμως το πρότζεκτ αυτό ματαιώθηκε μαζί και με τα σχέδια του M.I. Pei που έμειναν έκτοτε στο συρτάρι. Ας σημειωθεί πως τα είχε προσφέρει δωρεάν αυτός ο διάσημος αρχιτέκτονας της πασίγνωστης, γυάλινης πυραμίδας του Λούβρου.

Για να φτάσουμε επιτέλους στην σημερινή πολύ θετική εξέλιξη των εγκαινίων και της λειτουργίας του θαυμάσιου αυτού Μουσείου μετά από τριάντα ολόκληρα χρόνια καθυστερήσεων και προστριβών με το δημόσιο. Τι κρίμα πάντως που δεν ζουν ο Βασίλης και η Ελίζα Γουλανδρή για να απολαύσουν την προσφορά τους. Αναλογίζομαι όμως αυτή τη στιγμή πόσες και πόσες χαμένες ευκαιρίες έχουν επισυμβεί από πλευράς δωρητών, συλλεκτών και γενικά ανθρώπων που θα ήθελαν να προσφέρουν στον πολιτισμό αλλά από τη μία η ακαταμάχητη γραφειοκρατία και από την άλλη οι μικροκομματικές κόντρες ή και ιδιοτελή συμφέροντα τούς εμποδίζουν.

Και δεν εννοώ μόνο την περίπτωση του Αλέξανδρου Ιόλα και τη μεγάλη καταστροφή που υπέστη τόσο το σπίτι – μουσείο του στην Αγία Παρασκευή όσο και η τεράστια συλλογή του η οποία φυγαδεύτηκε την επαύριο του θανάτου του με σφραγίδες της Εθνικής Πινακοθήκης μετά από την αίτηση – απαίτηση της αδελφής του Νίκης Στάιφελ και πέταξε για Νέα Υόρκη. Φαντάζομαι πως όλα τα αποδεικτικά έγγραφα θα πρέπει να υπάρχουν στα αρχεία του ιδρύματος.

Εκτός από τον Αλέξανδρο Ιόλα το πιο σημαντικό, ανάλογο παράδειγμα είναι ασφαλώς ο μεγάλος συλλέκτης Γεώργιος Κωστάκης ο οποίος ήρθε στην Ελλάδα φεύγοντας από τη Σοβιετική Ένωση στη δεκαετία του ’80 άγνωστος μεταξύ αγνώστων και έφτασε στο σημείο να εκλιπαρεί την τότε υπουργό Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη μήπως και βρεθεί ένα δημόσιο κτήριο ώστε να στεγαστεί η αμύθητη συλλογή του. Το μόνο που ζητούσε να τού προσφερθεί ως αντίτιμο, ήταν απλώς ένα σπίτι στην Κηφισιά. Αυτές ήταν όλες κι όλες του οι απαιτήσεις. Θυμάμαι ακόμα την έκπληξη έως δυσφορίας όλων των παραγόντων του Υπουργείου Πολιτισμού αλλά και του διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης για την μέχρι τότε άγνωστη συλλογή Κωστάκη. Δεν ήξεραν κυριολεκτικά τι να την κάνουν. Ήσαν για αυτούς πράγματα πρωτοείδωτα και για αυτό ίσως επικίνδυνα! Όπως επίσης θυμάμαι την εντύπωση που δημιούργησε – σε λίγους δυστυχώς – η παρουσίαση της συλλογής από το ρηξικέλευθο, εκείνη την εποχή, περιοδικό Εικαστικά και τον εκδότη του Αντώνη Μπουλούντζα. Νομίζω, τέλος, πως το κείμενο, το σχετικό με τη Συλλογή αλλά κι ένας διάλογος με τον Κωστάκη τον ίδιο, υπογραφόταν από τον αείμνηστο ιστορικό τέχνης Δημήτρη Δεληγιάννη.
Ο Γεώργιος Κωστάκης αργότερα αφού είδε και απόειδε, πούλησε το πιο πολύτιμο μέρος της συλλογής του στην Αγία Πετρούπολη αλλά και στα μεγαλύτερα μουσεία της Αμερικής και της Ευρώπης με το ανάλογο, υψηλότατο τίμημα.
Χρόνια μετά και ενώ ο Γεώργιος Κωστάκης είχε πεθάνει, πάλι με ενέργειες του Ευάγγελου Βενιζέλου, τα περισσεύματα της περίφημης συλλογής πουλήθηκαν από τις κόρες του στο ελληνικό δημόσιο έναντι του μυθικού ποσού των δεκατεσσάρων δισεκατομμυρίων δραχμών και εγκαταστάθηκαν στην εντελώς ακατάλληλη Μονή Λαζαριστών, στην απομακρυσμένη περιοχή της Σταυρούπολης, της Θεσσαλονίκης η οποία ονομάστηκε πομπωδώς Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Σήμερα λοιπόν διαπιστώνεται το εξής ευτράπελο: Η Θεσσαλονίκη, για προφανείς, ψηφοθηρικούς λόγους, να έχει μία πολύ σημαντική συλλογή αλλά να μη διαθέτει κατάλληλο μουσείο ενώ η Αθήνα να διαθέτει ένα κατάλληλο μουσείο στο ΦΙΞ αλλά να μην διαθέτει συλλογή.

Θα μπορούσα να σκεφτώ κι άλλα, ανάλογα παραδείγματα για να σας χαλάσω ακόμα περισσότερο την διάθεση αναλογιζόμενος την κρατική μας ανικανότητα και αβελτηρία.

Φερ’ ειπείν την συλλογή Τεριάντ η οποία περιείχε έργα απίστευτης, ιστορικής σημασίας και ποιότητας όπως του Ματίς, του Μπρανκούζι, του Καντίνσκι, του προσωπικού φίλου του Τεριάντ Πικάσο, του Σαγκάλ και πολλών άλλων.
Όταν ο Στρατής Ελευθεριάδης πέθανε (1889 – 1983), η Γαλλίδα σύζυγος του ήρθε στην Ελλάδα για να διαπραγματευτεί με τις ελληνικές αρχές την δωρεά της ανωτέρω συλλογής σύμφωνα με την επιθυμία του διαθέτη. Συνάντησε μάλιστα και τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο. Οι διαπραγματεύσεις όμως δεν ευοδώθηκαν, δυστυχώς, και άλλη μία ευκαιρία πήγε χαμένη. Η Alice Teriáde πέθανε το 2007 και η συλλογή τους τελικά προσφέρθηκε σε ένα επαρχιακό, γαλλικό μουσείο. Το Musée Matisse du Cateau Cambrésis. Μεταξύ των άλλων έργων που κοσμούσαν την βίλα Natascha περιλαμβάνονται τοTête de Femme couronnée de fleur του Picasso, το Les Roi de Cartes του Léger, ένας Mirô, ένας Laurens κλπ.

Ευτράπελη ( λεπτομέρεια: Όταν, πριν από χρόνια, το Ίδρυμα Γουλανδρή – Χορν στην Πλάκα μετέφερε από το Μουσείο Τεριάντ στη Βαρειά της Μυτιλήνης και εξέθεσε τις πολύτιμες εκδόσεις και τα χαρακτικά του Matisse από τη σειρά Jazz στους χώρους του ιδρύματος, έπεσε θύμα διάρρηξης, μερικά σημαντικά έργα χάθηκαν χωρίς ποτέ να ανευρεθούν. Θυμίζω πως ανάλογη τύχη είχε και ο μοναδικός Πικάσο της Εθνικής Πινακοθήκης που βέβαια ούτε και αυτός ξαναβρέθηκε. Απλώς η Διευθύντρια της πινακοθήκης έγινε, αμέσως μετά, υπηρεσιακή υπουργός Πολιτισμού τιμής ένεκεν…

Ας θυμηθώ εδώ μία και μιλάμε για την Εθνική Πινακοθήκη και τον ατυχή Ευριπίδη Κουτλίδη ο όποιος αφού συγκρότησε την επαρκέστερη συλλογή ελληνικής ζωγραφικής του 19ου και του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, προνόησε επίσης να αφήσει ένα πολύ μεγάλο ποσό ώστε η συλλογή του να στεγαστεί ιδίοις αναλώμασι σε ένα υποδειγματικό Μουσείο Κουτλίδη. Τέλος πρόσφερε και την αποθήκη ξυλείας του στην οδό Φρυνίχου ώστε να ανεγερθεί εκεί το μουσείο του. Αποτέλεσμα; Μόλις πέθανε ο συλλέκτης, το Ίδρυμα Ευριπίδη Κουτλίδη ενσωματώθηκε με νομικά τεχνάσματα και υπουργικές αποφάσεις στην Εθνική Πινακοθήκη, τα χρήματα της δωρεάς φαγώθηκαν ( ενώ το περίφημο ακίνητο της Φρυνίχου παραχωρήθηκε από την Μελίνα για να γίνει η νέα σκηνή του Θεάτρου Τέχνης!

Παρ’ όλα αυτά, παρά το αναίσθητο, αδαές κράτος και τους συχνά εξωνημένους παράγοντες του, υπάρχουν άνθρωποι που επιμένουν να προσφέρουν, που έχουν χρήματα προς χορηγία και είναι διατεθειμένοι να δωρίσουν και αυτή είναι η περίπτωση του Βασίλη και της Ελίζας Γουλανδρή. Επειδή το μουσείο τους καθιστά την Αθήνα ισότιμη προς τις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, το Παρίσι, το Βερολίνο, το Λονδίνο αλλά και τη Νέα Υόρκη. Και βέβαια ανεβάζει τον πήχη πολύ ψηλά κατευθείαν παραγκωνίζοντας το βεβαρημένο με πολλές αμαρτίες – γραφειοκρατικές, κομματικές, διεκπεραιωτικές – το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.

Ακόμη και το λιλιπούτειο, πλην επαρκέστατο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης συχνά προτιμάται από τους τουρίστες στη θέση του αντιλειτουργικού, Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Ιδίως η συστηματική οργάνωση και περιοδικών εκθέσεων σύγχρονης τέχνης διεθνούς εμβέλειας όπως π.χ αυτή του Γιάννη Κουνέλλη στους εκθεσιακούς χώρους της προέκτασης του στο Μέγαρο Σταθάτου, δίνει στο μουσείο αυτό ένα μείζον, περαιτέρω πλεονέκτημα. Εν προκειμένω ο διευθυντής του Γιώργος Σταμπολίδης κινείται επάξια στα ίχνη του αείμνηστου Άγγελου Δεληβορριά όπως εξάλλου και ο Κυριάκος Κουτσομάλλης, πιστός εντολοδόχος του οράματος των Γουλανδρήδων.

Ο συνδυασμός αρχαιογνωσίας και μοντερνισμού – δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω – πως είναι το φιλί της ζωής, η λύση που θα εξασφαλίσει στα δεκάδες, σημαντικά αρχαιολογικά μας μουσεία και πόρους και χρήματα και κοινό αλλά και τεράστια, διεθνή προβολή. Μόνιμα, κλασικά εκθέματα, ένθετες παρεμβάσεις ανάλογης αισθητικής, απρόβλεπτοι διάλογοι του παρόντος με το παρελθόν, ευρηματικές προτάσεις που “ζωντανεύουν” τα μουσεία
και ανανεώνουν το ενδιαφέρον των επισκεπτών. Φαντάζεστε λόγου χάρη μίαν έκθεση με σκηνογραφικές μακέτες μεγάλων καλλιτεχνών από το αρχαίο δράμα στο αρχαιολογικό μουσείο Επιδαύρου; Φαντάζεστε τα κοστούμια του Τσαρούχη ή του Βασίλη Φωτόπουλου τα εμπνευσμένα από τον θηβαϊκό κύκλο ή την κατάρα των Ατρειδών στο μουσείο των Μυκηνών ή των Δελφών; Φαντάζεστε μία έκθεση των γλυπτικών Σινιάλων του Τάκι ή των ξόανων του Θόδωρου Παπαγιάννη στο αίθριο των νέων αρχαιολογικών μουσείων της Πάτρας ή της Σπάρτης; Και φαντάζεστε μίαν έκθεση των πεπτωκότων πολεμιστών του Χρήστου Καπράλου στο Εθνικό Αρχαιολογικό μας Μουσείο;
Η έκθεση, εν προκειμένω, του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης με θέμα τον Πικάσο, τα κεραμικά του αλλά και την σταθερή αρχαιογνωσία που χαρακτηρίζει όλη τη δημιουργία του τρομερού πιονιέρου του εικοστού αιώνα, είναι υποδειγματική αυτής της κατεύθυνσης. Ένας γοητευτικός συνδυασμός αρχαίων εκθεμάτων, αγγείων, μικρών γλυπτών, λοιπών, χρηστικών αντικειμένων πλάι στα γεμάτα χρώμα αλλά και κλασικές αναφορές, έργα του Πικάσο.
Κεραμικά, σχέδια, λιθογραφίες, οξυγραφίες, ελαιογραφίες κλπ. Ευρηματικότητα, βαθιά γνώση του υλικού και ευφυέστατες συρράψεις ετερόκλητων εικόνων. Θαύμα ιδέσθαι!

Στην πρώτη εικόνα ο Πάνος Κοκκινιάς εμπρός στη φωτογραφία του με θέμα το ΕΜΣΤ. Στοά Σοφοκλέους, παραγωγή, Ίδρυμα ΝΕΟΝ για την σύγχρονη τέχνη. Στην δεύτερη το μέγαρο Σταθάτου, στην τρίτη ο Πικάσο και στις υπόλοιπες το εσωτερικό του Μουσείου Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή.

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Τώρα έχει σειρά το φρεσκάρισμα των νοσοκομείων, του Δημήτρη Κατσούλα
Κύκλοι ζωής, της Αλεξάνδρας Καρακοπούλου
Καταδικασμένος και ταυτόχρονα ελεύθερος, του Νίκου Βασιλειάδη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.