Εκανε ένα κρακ και κόπηκε στα δυό. Φύσαγε πολύ εκείνη την μέρα. Το μεγάλο πεύκο της πλατείας, δίπλα από την εκκλησία δεν άντεξε. Δεν ξέρω αν δεν άντεξε τον αέρα ή αυτό που ζούσε τα τελευταία χρόνια εκεί που έστεκε ακίνητο και παρακολουθούσε την ζωή να συμβαίνει τριγύρω του. Το θυμάμαι, μαζί με τα άλλα πεύκα, να σκιάζει τα γλιστερά μάρμαρα που κάποτε έστρωσαν τον δρόμο που περνούσε από το κέντρο της πόλης. Κάποια κόπηκαν ένεκα το έργο αναμόρφωσης της νέας πλατείας. Οι παράπλευρες απώλειες. Ο δρόμος εξορίστηκε και μάλλον κάποιος τον καταράστηκε κιόλας για να μην μπορεί εύκολα να τον βρει ο ξένος που θα τύχαινε να βρεθεί στα μέρη μας.
Κάπως έτσι οι οδηγίες πλοήγησης όποιου χριστιανού του λάχαινε να ψάχνει την εκκλησία του Αγίου Βλασσίου για οποιοδήποτε λόγο, χαρά ή λύπη, ήταν τόσο περιγραφικές που έμοιαζαν με επεξήγηση κάρτ ποστάλ άλλης εποχής. «Η πλατεία μας βρίσκεται στο κέντρο της πόλης μας απ΄όπου δεν περνάει πια ο παλιός δρόμος που αν τον ακολουθούσες μέχρι το τέρμα σε έβγαζε στο τελεφερίκ για το Μον Παρνές…ή κατευθείαν στο εκκλησάκι της Αγίας Τριάδος, στην κορφή της Πάρνηθας.»
Ο καιρός πέρασε και η πλατεία είδε πολλά πρόσωπα που με τον καιρό και τις διαφορετικές δημοτικές αρχές άλλαζαν. Απώτερος σκοπός η εκμοντέρνιση, η εύκολη πρόσβαση, η εμπορικότητα…
Και κάπως έτσι απέμεινε μόνο του το τελευταίο πεύκο. Κάποιοι το κοιτούσαν με μισό μάτι γιατί …δεν ξέρω ακριβώς να σας πω γιατί… γέμιζε τα μάρμαρα με πευκοβελόνες; Τους θύμιζε πως κάποτε δεν ήταν το μοναδικό φυσικό σκίαστρο της περιοχής; Ενοχλούσε γιατί ήταν στην μέση; Στην μέση τίνος πράγματος; Τί να πω; Εμένα πάντως μου θύμιζε πολλά. Τις πορτοκαλάδες, τα υποβρύχια και τις γκαζόζες που είχαμε πιει στην σκιά του πιτσιρίκια, τα κεράσματα παππούδων και θείων όταν μας πετύχαιναν στα στέκια τους, τα γύρω καφενεία. Μου έχει εντυπωθεί και μια βόλτα που κάναμε με τον μικρό μου αδερφό και την μαμά και εμένα με την αδερφή μου δεξιά κι αριστερά του καροτσιού, σαν τους σωματοφύλακες.
Η πλατεία μας ήταν μιά μικρή και σύντομη περατζάδα, ένα το πέρα δώθε ανάμεσα στα τρία περίπτερα που την οριοθετούσαν, για να βρούμε την Κυριακάτικη εφημερίδα που θέλαμε, μιά ατελείωτη χαιρετούρα φίλων και γνωστών, ένα στοπ καρέ στην καθημερινότητα που έτρεχε. Κι άλλα πολλά. Και λύπες κι αποχαιρετισμοί και χαρές… Γάμοι, βαφτίσεις, κηδείες, μνημόσυνα, γύρω και κάτω από τα πεύκα. Συγγενείς και φίλοι έξω από την εκκλησία με τα καλά μας… Ακόμα και γω, νύφη, να ποζάρω με φόντο αυτό το ίδιο το πεύκο που εχθές έφυγε από το συλλογικό πλάνο μας.
Θα μου πεις, εδώ το καλοκαίρι που μας πέρασε χάθηκαν χιλιάδες πεύκα, έγιναν στάχτη κι απόμειναν κουφάρια και μάρτυρες μιάς καταστροφής ανείπωτης, και πέρσι και πρόπερσι και συ μου στεναχωριέσαι για ένα γέρικο πεύκο; Στην θέση του θα μπεί κάποιο άλλο…κάτι άλλο, ή το τίποτα, για να ανοίξει κι ο τόπος…κάποιοι θα πουν. Και σίγουρα έτσι θα γίνει. Αλλά τώρα καταλαβαίνω, ναι, τώρα που γράφω αυτές τις λέξεις, πως δεν στεναχωριέμαι για το δέντρο μόνο. Στεναχωριέμαι για το κενό που αφήνει, για όσους κάποτε στάθηκαν δίπλα του, για τους περαστικούς που θεωρουσαν την σκιά του δεδομένη και την ιστορία του βαρετή. Κι έχω ιστορίες πολλές … όπως όλοι μας.
Ήταν μέρα χαράς, κόσμος πολύς στην πλατεία, συγγενείς φίλοι, γνωστοί και άγνωστοι είχανε φτιάξει μικρά πηγαδάκια και λέγανε τα νέα τους, ανταλλάσσοντας ευχές. Τα πιτσιρίκια, η χαρά τους, έτρεχαν ανάμεσα στους μεγάλους παίζοντας κυνηγητό. Μιά πεντάχρονη πιτσιρίκα με καστανόξανθα τσουλούφια χοροπηδούσε γύρω από αυτό το ίδιο το πεύκο και εκεί την πλησίασε μιά κυρία. Την ρώτησε πού είναι οι γονείς της. Η μικρή της έδειξε και η κυρία την πήρε από το χέρι και την πήγε στην μαμά της. Την κοίταξε συγκινημένη στα μάτια και της είπε. «Είδα αυτό το κοριτσάκι να παίζει και ήταν σαν να έβλεπα μιά μαθήτρια που είχα κάποτε στο νηπιαγωγείο και αγαπούσα πολύ! Ματίνα, είμαι η δασκάλα σου, η κυρία Ελένη».
Ενα αντίο λοιπόν το χρωστάμε και μια συγγνώμη ίσως, σ΄αυτό το τελευταίο πεύκο που δεν άντεξε τον δυνατό αέρα, το βάρος του, τον χρόνο, που δεν άντεξε την μοναξιά του…