Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Το Λεκανοπαίδι της Αττικής, του Κωστή Α.Μακρή

Spread the love

Κωστής Μακρής

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα παιδάκι όμορφο σαν παλιό άγαλμα.
Κάθε πρωί ο ήλιος το θαύμαζε και το χρυσοστόλιζε με το φως του και το βράδυ, καθώς ο ήλιος πήγαινε να κοιμηθεί, πάλι το στεφάνωνε μ’ ένα φως μενεξεδένιο.
Αυτό το όμορφο παιδάκι είχε γίνει γνωστό σ’ όλο τον κόσμο για την ομορφιά του αλλά η μάνα του η Αττική, σαν μεγάλωσε αρκετά το παιδί, το είχε χώρια από τα άλλα της τα παιδιά.
Γιατί τα άλλα της παιδιά τα είχε κάνει με τον καινούριο της τον άντρα ενώ το σαν παλιό άγαλμα παιδάκι το είχε κάνει με τον άντρα που είχε πολύ παλιά και που είχε πια πεθάνει.

Το παιδάκι λοιπόν αυτό το ζήλευαν τα άλλα του τ’ αδέρφια και για αυτό το βάλανε σε μια λεκάνη μόνο του και το λέγανε από τότε Λεκανοπαίδι.

Και η Αττική ούτε που νοιαζότανε για το κακόμοιρο το Λεκανοπαίδι.
Τα άλλα της τα παιδιά, τα «κανονικά» ―όπως νόμιζαν εκείνα―, κάνανε ό,τι θέλανε και εκείνη δεν τα μάλωνε ποτέ ούτε τους έδειχνε τι πρέπει να κάνουνε για να ζούνε όμορφα χωρίς πολυτέλειες και πώς να σκέφτονται σωστά χωρίς να γίνουν βουτυρόπαιδα.

Και έτσι, τα αδέρφια του Λεκανοπαιδιού κάνανε ένα σωρό ασχήμιες μέσα και έξω από τη λεκάνη.
Χτίζανε άσχημα σπίτια, με μίζερους και στενούς δρόμους ανάμεσά τους, δίχως πρασινάδες.
Μπαζώνανε τις μικρές ρεματιές και τα άλση και δεν υπήρχε πια τόπος να λαλούν τ’ αηδόνια την άνοιξη.
Ό,τι βρομιές θέλεις κάνανε μέσα στη λεκάνη του Λεκανοπαιδιού και το παιδί μαράζωνε και λίγο λίγο η αγαλματένια του ομορφιά ξεθώριαζε.

Μέχρι που ένα πρωινό, η καλή νεράιδα Αθηνά ―που ήτανε και νονά του― πλησίασε πετώντας στη λεκάνη και το ρώτησε:
«Τι δώρο θέλεις για τα γενέθλιά σου που είναι αύριο;»

Το Λεκανοπαίδι δεν δίστασε καθόλου:

«Μια μεγάλη όμορφη μέλισσα θέλω να μου στείλεις να μου κάνει συντροφιά και να μου φέρει θυμαρίσιο μέλι που τόσο μ’ αρέσει!».

Πραγματικά, μόλις ξύπνησε το Λεκανοπαίδι, την άλλη μέρα το πρωί, είδε στην άκρη της λεκάνης μια τεράστια μέλισσα να το κοιτάζει.

«Καλημέρα, Μέλισσα!» είπε χαρούμενο το Λεκανοπαίδι.

«Καλημέρα και σε σένα» απάντησε η Μέλισσα. «Σου έφερα θυμαρίσιο μέλι όπως ζήτησες» είπε και έδωσε μια κούπα μέλι στο παιδί.

Το παιδί πήρε το μέλι και κοίταζε τη μέλισσα με μάτια γεμάτα προσδοκία.

«Θέλεις κάτι άλλο από μένα;» ρώτησε η Μέλισσα βλέποντας το βλέμμα του παιδιού.

«Ναι» είπε το παιδί. «Θέλω να κουνήσεις δυνατά τα μεγάλα σου φτερά γιατί μυρίζει άσχημα εδώ γύρω».

Τότε η μεγάλη Μέλισσα άρχισε να κουνάει τα πελώρια φτερά της ολοένα και πιο δυνατά.
Κι όσο τα κούναγε, τόσο αυτά μεγαλώνανε μέχρι που γίνανε σαν μεγάλα γήπεδα γκολφ.
Το παιδί κρατιότανε γερά από τα χερούλια της λεκάνης για να μην το πάρει ο αέρας που σηκώθηκε από το κούνημα των φτερών της Μέλισσας.
Κι ο αέρας αυτός ήταν τόσο δυνατός που, σαν ανεμοστρόβιλος, άρχισε να παρασύρει όλες τις βρομιές από ολόγυρα.
Κι όχι μόνον αυτό.
Άρχισε να ταρακουνάει όλα τα μεγάλα και άσχημα σπίτια.
Οι κάτοικοι βγήκαν έξω νομίζοντας ότι γίνεται σεισμός.
Και η Μέλισσα κούνησε ακόμα πιο δυνατά τα φτερά της και τα σπίτια τα πελώρια και κακομούτσουνα άρχισαν να γκρεμίζονται και στη θέση τους εμφανίστηκαν όμορφα μικρότερα σπίτια με κήπους και πρασιές και δέντρα και λουλούδια και αρωματικά φυτά.
Οι δρόμοι φάρδυναν, οι ρεματιές ξεμπαζώθηκαν και τα πάρκα πλήθυναν τόσο που όλα τα παιδιά είχαν κοντά στο σπίτι τους ένα πάρκο με δέντρα για να παίζουν.
Κι όλη αυτή την ώρα, που η πόλη γύρω του άλλαζε κι ομόρφαινε, το Λεκανοπαίδι κούναγε τα χέρια του με χαρά και φώναζε:
«Εύγε, Μέλισσα! Συγχαρητήρια, Μέλισσα! Μπράβο, Μέλισσα!».

Κι όσο φώναζε το παιδί γεμάτο χαρά, τόσο πιο πολύ ομόρφαινε. Κι όσο ομόρφαινε το παιδί, τόσο ομόρφαινε και η πόλη γύρω του.

Πλησίασε τότε η Αττική και βλέποντάς πόσο είχε ομορφύνει το παλιό παιδί της και η πόλη, θυμήθηκε τα παλιά της χρόνια και δάκρυσε μετανιωμένη.
Πλησίασε το Λεκανοπαίδι και το πήρε στην αγκαλιά της.

«Συγχώρα με, παιδί μου. Σε αδίκησα…» είπε με σιγανή φωνή.

Το Λεκανοπαίδι τότε την αγκάλιασε και τη φίλησε.
«Καλή μου, μάνα Αττική!» της είπε. «Καλή μάνα δεν γεννιέσαι μόνο. Γίνεσαι κι από τα παιδιά σου, όταν εκείνα δεν ξεχνούν».

07 Ιανουαρίου 2013

SHARE
RELATED POSTS
Τα Χριστούγεννα του κυρίου Ντίκενς, του Νίκου Βασιλειάδη
Δημήτρης Κατσούλας
Πολλές αξόδευτες ζωές, του Δημήτρη Κατσούλα
Σαν χτες, του Κωνσταντίνου Μεϊντάνη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.