Ανοιχτή πόρτα

Το δέντρο στη μέση του δρόμου, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή

Spread the love

Είσαι ένα δέντρο πελώριο. Μιά λεύκα με χρυσοπράσινα φύλλα. Κάθε που άλλαζε ο καιρός εσύ το μαρτυρούσες πρώτη. Μπορούσες να καταλάβεις τη δύναμη του αέρα από το πώς σε ταρακουνούσε πέρα δώθε. Άλλοτε γλυκά και νανουριστικά, άλλοτε τρομαχτικά δυνατά και άγρια, σαν να ήθελε να σε ξεριζώσει από το χώμα σου.

Δεν έστεκες πάντα μόνη. Δεκάδες ολόιδιες με σένα λεύκες, αντικριστά στον δρόμο που σημάδευε ίσια τον βορρά, συνόδευαν με τις παιχνιδιάρικες σκιές τους όποιον  ανέβαινε προς το βουνό και απομακρυνόταν από την μικρή πόλη που γεννήθηκες.

Η μικρή πόλη μεγάλωνε μέρα με την μέρα, ώσπου ήρθε αυτή η συγκεκριμένη ημέρα που απόμεινες μόνη σου.

Ο δρόμος σου είχε την  ¨τύχη¨ να μεγαλώσει επίσης, για να χωράει, είπαν, τους ανθρώπους της και τα αυτοκίνητά τους και έτσι, όλες οι άλλες λεύκες, φίλες σου, συγγενείς,  έπεσαν καταγής, υπέρ πίστεως, πατρίδος και αψυχολόγητης…διαπλάτυνσης, όλες, εκτός από σένα.

Ποτέ δεν έμαθες τί σε γλύτωσε από το ανελέητο ηλεκτρικό πριόνι εκείνο το μαύρο πρωϊνό του Σεπτέμβρη. Ίσως οι εργάτες του δήμου της μικρομέγαλης πόλης σου να έτυχε να ήταν πολύ συμπονετικοί εκείνη την μέρα και να σε λυπήθηκαν ή απλά να σε ξέχασαν.

Ίσως πάλι να μην έκρυβες με τα φύλλα σου καμία ταμπέλα κάποιου καταστήματος ή κάποιου δικηγορικού γραφείου, κάποιου ιατρείου, κάπου φαρμακείου, οπότε και  δεν χρειαζόταν η θυσία σου.

Μπορεί, δεν ξέρεις, να σε έκριναν οι γεωπόνοι γερή και ανθεκτική στους αέρηδες και να μην κινδύνευαν οι περαστικοί από σένα. Γιατί είναι γνωστό  πως οι λεύκες όσο γερνάνε, γερνάνε και οι ρίζες τους και οι κορμοί τους γίνονται κούφιοι και σπάνε εύκολα, σπάνε σαν κλαράκια! Γι’ αυτό, αυτοί που ξέρουν, ποτέ  δεν παρκάρουν το αμάξι τους κάτω από μιά πελώρια λεύκα, όσο καλή σκιά κι αν προσφέρει.

Εκτός από εσένα, την λεύκα που γλίτωσε.

Γλίτωσε, μια κουβέντα είναι, γιατί πρώτα σου έκαναν ένα γενναίο κλάδεμα και σε άφησαν χαρακωμένη και σχεδόν γυμνή, μόνη  στην άκρη του ολοκαίνουργιου πεζοδρομίου να αναρωτιέσαι γιατί δεν έγινε ο κορμός σου καυσόξυλα και το υπόλοιπο σώμα σου, ένα βουνό από φύλλα και κλαδιά. Σαβούρα για τα φορτηγά του δήμου και μεγάλος μπελάς.

Αντ΄αυτού, βρέθηκες με μιά ταμπέλα καρφωμένη στον γυμνό κορμό σου, μιά ταμπέλα που φωσφόριζε στο βαθύ σκοτάδι όταν έπεφταν πάνω της τα μεγάλα φώτα των αυτοκινήτων που την εντόπιζαν σχεδόν πάντα την τελευταία στιγμή και φρέναραν απότομα μέσα στην ησυχία της νύχτας, δευτερόλεπτα, ευτυχώς, πριν πέσουν πάνω σου κι έχουμε άλλα.

Μετά απομακρύνονταν βρίζοντας, όχι εσένα, τί φταίς κι εσύ η καημένη, αλλά τους ανθρώπους που σε φύτεψαν «μέσα στην μέση του δρόμου» !

΄Αντε μετά να τους εξηγήσεις. Να τους εξηγήσεις πως δεν βρίσκεσαι καθόλου στην μέση του δρόμου. Το αντίθετο μάλιστα. Πως κάποτε εσύ ήσουν ο δρόμος και η χαρά όσων τον διέχιζαν. Να τους εξηγήσεις την μοναξιά σου. Την στεναχώρια σου. Την αθωότητά σου.

΄Αντε να τους πεις πως εσύ έστεκες στην θέση σου, στην ίδια θέση που ξεπετάχτηκες κάποτε,  λεπτό κι αδύναμο κλαράκι κι έγινες με τα χρόνια μιά περήφανη λεύκα με χρυσοπράσινα φύλλα, που όμως όλοι έλεγαν πως ήταν …ο μεγάλος μπελάς που λέγαμε.

Γύρω σου άνθρωποι, αυτοκίνητα, τσιμέντα, ξεχειλισμένοι κάδοι σκουπιδιών, ταμπέλες που αναβοσβήνουν, φώτα. Κι εσύ, να πρέπει να περιμένεις το απόλυτο σκοτάδι για να σε προσέξουν και κάποιες φορές έναν απρόσεκτο ή απλά πολύ μεθυσμένο οδηγό για να  πεις, έστω, μια κουβέντα…

Ευτυχώς απόψε φυσάει πολύ. Οπότε θα έχεις παρέα τον αέρα. Γιατί όταν φυσάει, θυμάσαι έστω και για λίγο ποια ήσουν και ποια είσαι ακόμα και κάπως ξεχνάς την μοναξιά μου και την μοίρα σου. Για λίγο.

Τα λέμε γλυκιά μου.

Ματίνα Ράπτη -Μιληλή

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Για τον Κ.Κ. ποιητής βαθιάς ψυχής, του Αλέξανδρου Μπέμπη
«Πυρόκωλοι»…, του Δρ Πάνου Καπώνη
mgg2.jpg
Διακόπτω και σκορπίζω: “Διακοπίζω”, της Μαρίας Γεωργαλά

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.