Την ώρα που ο ήλιος χάνει τη δύναμη του, και αρχίζει να κρύβεται στα βάθη της θάλασσας, η μέρα, αφήνεται παραδομένη, να σκεπαστεί απ΄ το καβούκι του σούρουπου
Είναι δυο, μα θα μπορούσαν, να είναι ένας
Η μουσική αργόσυρτη σκεπάζει τις σκέψεις ακόμα και τα λόγια
Μπορεί να είπε, «Χαίρομαι που ήρθες»
Μπορεί να είπε, «Χαίρομαι που ήρθα»
Οι μέρες έχουν γίνει χρόνια, τα χρόνια πρόσθεσαν στιγμές.
Πού είμαστε ; ίσως το αύριο ακόμα να μην έχει έρθει, το προλαβαίνουμε, να τα αλλάξουμε όμως μπορούμε; Τα όνειρα είναι σαν τα άστρα γεμάτα φως και ελπίδα
Δε χορταίνει να την κοιτάζει
Τον καθηλώνει η εύθραυστη ομορφιά της
Τον μαγεύει η δύναμη της ψυχής, και η ατέλειωτη αγάπη που βγαίνει από μέσα της.
Νιώθει τους αγγέλους που χορεύουν στο πλάι της
Τελικά, όταν χαμογελάς, δεν υπάρχει τέλος
Η ζωή αρχίζει με Αγάπη και είναι Αγάπη
Φευγαλέα του αποσπά τη προσοχή, ο μονόλογος ενός περαστικού.
«Πώς έρχονται έτσι ανάκατα τα πράγματα», «τις όμορφες Σελίδες της ζωής, αφήνουμε να τις ξεπλύνει η αλμύρα της θάλασσας, μεταμορφώνοντας τες, σε ακανόνιστες διάσπαρτες κουκκίδες, αγαπημένο κρυφό παρελθόν που δεν μπορούμε να επαναφέρουμε »
Λες και το έκανε επίτηδες, ίσως και να διάβασε τη σκέψη του….
Ρουφούν αχόρταγα το κρύο ποτό που τους έχουν σερβίρει
Είναι και αυτός ένας τρόπος, να σβήσουν την όποια αμηχανία.
Τα λόγια τους, αγγίζουν ότι είναι αληθινό, όπως το άρωμα ενός λουλουδιού
Ο αγέρας μπορεί να έριξε τα όμορφα φύλλα της ύπαρξης τους, όμως προχώρησαν, δεν είχε σημασία που δεν είχαν τα πράγματα που θα έπρεπε να έχουν, όμως, και σπουδαιότερο είναι πως παραμένουν όρθιοι.
Περπάτησαν, μπροστά χωρίς φόβο
Μόνο οι φοβισμένοι παραμένουν αλύτρωτοι, στάσιμοι και μοναχοί.
Κοιτιούνται ήρεμα, βαθιά, κατανυκτικά, δεν διακρίνουν πρόσωπα, μόνο τη πραγματική φωτεινή τους
υπόσταση, αυτήν μόνο οι ίδιοι μπορούν να δουν.
Κτυπά μηχανικά το σκαλιστό τραπέζι
Τι έχεις; Ρωτά, τι ένα έχει;
Σκέφτεται το ταξίδι της ζωής που τόσο τον εκπλήσσει, μοίρα μέσα στη μοίρα.
Υποθέτει πως έτσι έπρεπε τα πράγματα να γίνουν
Έχουν τόσα να πουν, όμως πρέπει να φύγουν, είναι η ώρα να κλείσουν το μουσικό κουτί που άνοιξαν, βάζοντας τα πράγματα της λογικής στη θέση τους.
Δεν υπάρχουν δάκρυα, άλλωστε αυτά κυλώντας γρήγορα ξεχνιούνται
Δεν είναι ότι συμβιβάζονται
Η Μουσική που μπήκε έστω και λίγο μέσα τους, τους φτάνει για να τη ζήσουν ως το τέλος
Ο Γιώργος Χατζηδιάκος είναι Σύμβουλος Ανθρώπινου Δυναμικού και Οργάνωσης Εταιρειών