Κάποια Δευτέρα της Μεγάλης εβδομάδας στο νησί. Μια μέρα υγρή και συννεφιασμένη, έτσι όπως αρμόζει σε μια μέρα που σηματοδοτεί την αρχή της πένθιμης πορείας του Μεγαλοβδόμαδου και της αγωνιώδους πορείας του Ανθρώπου στον Σταυρό. Οι μαυροφορεμένες γυναίκες του Συνοικισμού πορεύονται στα πλακόστρωτα, ακολουθώντας τη γνωστή πορεία της ικεσίας και της λύπης προς μια εκκλησιά, σε μια τελετουργία ακατανόητη, επαναληπτική και μουδιασμένη. Η πορεία της ικεσίας και της λύπης, με βήματα σιγανά, πόδια που ακροπατούν με σεμνότητα. Πονάνε οι καρδιές. Μα έτσι πρέπει. Πίσω στα χαμηλά προσφυγικά σπιτάκια ασπρίζονται με ασβέστη οι αυλές, βάφονται οι γλάστρες κόκκινες, φυτεύονται διάφορα λουλούδια. Όλα παρέμειναν γνωστά κι ας άλλαξαν τα πάντα. Κανείς δεν ξέφυγε, κι εγώ περισσότερο απ’ όλους. “Καμπάνες μες τη σιγαλιά καθώς σιγοχτυπάτε, στις εκκλησιές, στη χώρα εδώ δεν πάτε την ψυχή μου…
Εσείς μου την επαίρνετε κι αλάργα την τραβάτε, στις εκκλησίες που πήγαινα παιδάκι στο νησί μου…”.
Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr