Η άλλη πλευρά του καθρέφτη, εκτός από μια επιφάνεια με πολύ μυστήριο, εντελώς ανεξερεύνητη και εύφορο πεδίο για ανάπτυξη σεναρίων εικονικών θρίλερ, είναι και μια παλιά Αμερικάνικη ρομαντική κομεντί, με την ανυπέρβλητη (στα μάτια μου το αιώνιο ακομπλεξάριστο και αστείο κορίτσι με την μαγική φωνή) Μπάρμπαρα Στέιζαντ και τον Τζεφ Μπρίτζες (στα μάτια μου ο πάντα κουλ μεγάλος Λεμπόφσκι) που χθες βράδυ έφερε μπροστά μου μια γνωστή πλατφόρμα και με γύρισε για λίγη ώρα πίσω, στο αθώο παρελθόν, κάπου εκεί λίγο πριν λίγο μετά το 1996. Εντάξει, ο τίτλος είναι «ο καθρέφτης έχει δύο πρόσωπα» αλλά αφήστε με να το πάω εκεί που με βολεύει, πού να ψάχνω τώρα ταινία να ταιριάζει με το σκεπτικό μου νυχτιάτικα; Την κατανόησή σας παρακαλώ.
Έλεγα λοιπόν πως η έξυπνη, ή καλύτερα να την πω πονηρή, πλατφόρμα με έχει πάρει χαμπάρι και με βγάζει σε δρόμους άλλης εποχής, αφού και γω εκεί κρύβομαι συχνά πυκνά , αλλά με ξετρυπώνει πάντα ο σατανικός της αλγόριθμος… Οξύμωρο, ε; Εντελώς. Να αναπολείς την απουσία της τεχνολογίας που σήμερα σε αγχώνει, μέσω της τεχνολογίας! (Δεν λέω «νοσταλγείς», έτσι;) Τότε, λίγο πριν τα κινητά να αλλάξουν το DNA του αντίχειρά μας, όταν τα ραντεβού κλείνονταν και ακυρώνονταν τηλεφωνικώς και μάλιστα σε συσκευές με καλώδιο που αγόραζες με το μέτρο, τότε που οι καμπαρντίνες ήταν δέκα νούμερα μεγαλύτερες από το νούμερό μας, τα φορέματα πιο κολλητά κι από δέρμα, τα καλσόν πιο γυαλιστερά κι από ντισκομπάλες και η περμανάντ βασίλευε ανάμεσα σε ξενέρωτα ολόισια γυαλιστερά καρέ και αέναα ντεγκανταρίσματα με κοινό χαρακτηριστικό τις δυσθεώρητες κρεπαρισμένες κοκκαλωμένες φράντζες. Για τις βάτες δεν θα μιλήσω, το θέμα έχει εξαντληθεί προ πολλού.
Θα έλεγε κανείς πως οι εποχές αυτές είχαν ένα θεματάκι με τα μεγέθη και τις αναλογίες, αλλά πάλι και το σημερινό κολλητό παντελόνι –σωλήνας σε κάτι λεπτά λεπτά ποδαράκια και από πάνω το σακάκι του παππού δεν το λες και επιτομή της αρμονίας… νομιζω; Θα τολμήσω να υποθέσω πως η χρυσή τομή παρέμεινε για πάντα στο λόφο της Ακρόπολης…
Πάντως, ένα τέτοιο μεταμεσονύχτιο ταξίδι στον χρόνο δρα και σαν ηρεμιστικό, να ξέρετε, αντί για ένα ζεστό ποτήρι γάλα με μέλι, στην θέση ενός διαδικτυακού διαλογισμού εξπρές ή και κάτι …βαρύτερου ενδεχομένως. Χαλαρώνει, ξεκουράζει το μυαλό από τις πολλές σκέψεις και τις αγωνίες, τα άγχη…όχι , όχι, αυτά δεν φεύγουν οριστικά, απλά παίρνουν μια ωραία περιποιημένη αναβολή και μάλιστα χωρίς διαφημιστικά διαλείμματα και ειδησεογραφικά τρέιλερ τρόμου με μουσική υπόκρουση αποκάλυψης. Εξ ου και προτιμήστε μια ξέγνοιαστη πλατφόρμα που ενώ δεν σας γνωρίζει φαίνεται πως σας αγαπάει πολύ, σας προσέχει, ξέρει τις προτιμήσεις σας, τα χούγια σας γενικότερα και κάνει ό,τι της ζητήσετε χωρίς αντιρρήσεις, γκρίνιες, καθυστερήσεις και ατελείωτα απορρυθμιστικά κενά.
Κάποτε σε ένα μεγάλο διαφημιστικό διάλειμμα πρόλαβα και έλουσα τα μαλλιά μου, τηγάνισα δυο αυγουλάκια και πότισα και τις γλάστρες της βεράντας. Μέχρι να ξανακαθήσω να συνεχίσω την ταινία στο σημείο που την έκοψαν είχα ξεχάσει την υπόθεση, μη σας πω πως δεν θυμόμουν καν τι έβλεπα… το πιθανότερο ήταν μετά να στέγνωσα τα μαλλάκια μου ή να το έριξα στο σίδερο (που δεν τελειώνει ποτέ…ποτέ όμως).
Η συγκεκριμένη ταινία βουτηγμένη στα κλισέ είναι, δεν την λες αριστούργημα και δεν είναι καν Αμερικάνικη, η ιστορία της βασίζεται σε μια Γαλλική ταινία του 1958 των Andre Cayatte και Gerard Oury, να τα λέμε κι αυτά … Αν το ψάξετε λίγο δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσες αγαπημένες μας ταινίες βασίζονται σε παλιά σενάρια . Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι Κυρίες της αυλής που στην ουσία είναι «Το έκτο πάτωμα» του Αλφρέντ Ζερί, η Νεράιδα και το παληκάρι που βασίζεται στην ταινία του 1934 «Συνέβη μια νύχτα» του Φρανκ Κάπρα … και πολλές πολλές άλλες που δεν πάει ο νους μας. Κακό δεν είναι, αν θέλετε την γνώμη μου, αλλά θα ήθελα να το ξέρω, αυτό μόνο. Τέλος πάντων. Πίσω στην ταινία και τα κλισέ της, λίγο Σέντραλ Παρκ, πολύ μεγαλοαστική πολυκατοικία Νέας Υόρκης , από αυτές με τον θυρωρό ντυμένο σαν τον Χατζηχρήστο στον Κύριο πτέραρχο, καμία οικονομική αγωνία ή άλλου είδους βάσανο, πάρα πολύ Κολούμπια κάμπους (όχι κάμπους και λιβάδια, το άλλο το «κάμπους», αυτό που το βλέπεις και αυτόματα σκέφτεσαι πρυτάνεις χτισμένους στα γραφεία τους και λεηλατημένα κτίρια, σπασμένα εργαστήρια, μουτζουρωμένους τοίχους και καπνογόνα… και μετά θέλεις να κλάψεις, αλλά πάνω που πάει να τρέξει το δάκρυ σου πετάει η Στρέιζαντ μια αστεία ατάκα και λες, ας το προσπεράσω…κρίμα είναι… έρχεται και Πάσχα, άσε που θα σε πούνε και ελιτίστρια και κάτι άλλα χαριτωμένα).
Για όση ώρα διαρκεί η ταινία βρίσκομαι σε μια μαγικό, υπέροχα δομημένο σύμπαν όπου όλα βρίσκονται στην ιδανική τους θέση και τίποτα δεν είναι περιττό λη βρώμικο. Όλοι περνάνε τις διαβάσεις χαμογελαστοί και κυκλοφορούν χωρίς άγχος ακόμα κι όταν έχουν άγχος, κοιτάζοντας μπροστά τους( και όχι κάποιο κινητό σαν υπνωτισμένοι), κανείς δεν χρησιμοποιεί το αυτοκίνητό του στην πόλη και όλοι φτάνουν στις δουλειές τους στην ώρα τους, ή χαριτωμένα καθυστερημένοι, ακόμα και οι άστεγοι (που στην συγκεκριμένη ταινία φυσικά δεν εμφανίζονται πουθενά) υποθέτω πως θα ήταν μοσχομυριστοί, σοφοί κι ευτυχισμένοι! Τα λουλουδάδικα εμφανίζονται όταν κάποιος θέλει να χαρίσει λουλούδια, όλοι κυκλοφορούν μςε σκουφι΄λα και παλτό στο κρύο αλλά δεν φαίνεται να κρυώνουν, τα φαγητά εμφανίζονται στο τέλεια στρωμένο τραπέζι χωρίς κανείς να κάνει την κουζίνα ένα μπάχαλο, ακόμα και η ακαταστασία είναι χαριτωμένη…
Δηλαδή μια οφθαλμαπάτη που όμως δεν έχει σκοπό να σε εξαπατήσει αλλά να μην σε ενοχλήσει. Ένα παγκάκι που εμφανίζεται την στιγμή ακριβώς που ο πρωταγωνιστής θα χρειαστεί να καθίσει, ένας δρόμος που είναι ιδανικά βρεγμένος χωρίς ποτέ να δούμε βροχή, ένας γείτονας που δεν ενοχλείται από μεταμεσονύχτιες γαιδουροφωνάρες κάτω από το σπίτι του, αντιθέτως ανοίγει διάπλατα το παράθυρό του και βάζει στο τέρμα ένα δίσκο κλασσικής μουσικής τρισευτυχισμένος … ενώ οι πρωταγωνιστές φιλιούνται-επιτέλους- περιπαθώς …ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ happy end.
Μέσα στην ιστορία που το ασχημόπαπο γίνεται κύκνος, μπερδεμένη με λίγο από την ταπεινή Σταχτοπούτα με το «καμμένο» σόι της που με ένα γενναίο make over από την νονά της (τελικά, είναι οριστικό πως δεν υπάρχει παρθενογένενη)γίνεται πριγκίπισσα, ξεπροβάλει και η παλιά δόξα του Χόλυγουντ, η Λορίν Μπακόλ κουβαλώντας κι αυτή την δική της χαμένη νεότητα σαν τραύμα …σε μια παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία που υπάρχει στο ντεκόρ και κάπου εκεί όλοι θυμόμαστε τα νιάτα μας, τα καημένα που τί γρήγορα που περνούν, σκεφτόμαστε όμως και λίγο πως καλύτερα έξυπνη και χαριτωμένη παρά θεά και ολίγον ρηχή (κι άλλο κλισέ. ..αφόρητο) και συνειδητοποιούμε πως 1ον ο χρόνος είναι ανίκητος, 2ον δεν χρειάζεσαι πλαστική στην μύτη για να κάνεις καριέρα και 3ον καμιά γενιά δεν τα πάει καλά με την προηγούμενη. Αυτό το τελευταίο κρατήστε το.
Ο καθρέφτης τελικά δεν έχει μόνο δύο πρόσωπα, έχει και πολλά περισσότερα, έχει και πίσω πλευρά που δυστυχώς αυτές τις μέρες τις απίστευτες, πουλάει πολύ…κι όσοι μπορείτε να κάντε μια βόλτα στο ανθισμένο Σέντραλ Παρκ μην το προσπεράσετε. Έτσι κι αλλιώς ο καθρέφτης θα είναι πάντα εκεί. Εσείς απλά διαλέξτε σε ποια πλευρά θέλετε να ζήσετε…έστω και για λίγο, έστω και στα ψέματα.