Ανοιχτή πόρτα Κοινωνία - Ελλάδα - Οικονομία

Σκέψεις που κάνω κάθε 24 Ιουλίου, του Μάνου Στεφανίδη

Spread the love

Α

Ό, τι με εξοργίζει περισσότερο στους τρέχοντες πολιτικούς και το απίστευτο, πλην αξιοθρήνητο στυλάκι τους, είναι η ,επαγγελματικά, διαφημιζόμενη θυματοποίηση τους, οι δυσκολίες και οι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Πρόκειται άλλοτε για Βούδες κι άλλοτε για Ιούδες. Ο ένας, ο αποκαλούμενος και Forrest ΓΑΠ λόγω των υψηλών διανοητικών του επιδόσεων, υπέφερε στις Κάννες από το μαστίγωμα των Μέρκελ – Σαρκοζί – γι’ αυτό επιδόθηκε έπειτα στο κανό του. Ο άλλος μάτωνε δύο ολόκληρα χρόνια αντιμέτωπος με τον αιμοδιψή Σόιμπλε – όλα για τη πατρίδα! – κι ο τρίτος σταυρώθηκε κανονικά διαπραγματευόμενος επί δεκαεφτά (17) ολόκληρες ώρες. (Το γράφω και ανατριχιάζω)!

Είναι πραγματικά να τους λυπάσαι τους έρμους τους πολιτικούς αρχηγούς μας που έχουν περάσει του λιναριού τα πάθη για να μας φέρουν εδώ που μας έφεραν. Για να χρεοκοπήσουν τη χώρα και να την καταστήσουν ιδιότυπο προτεκτοράτο μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στην αυγή του εικοστού πρώτου αιώνα. Έναν χρόνο πριν από την 200η επέτειο της εθνικής μας Παλιγγενεσίας!

Άξιος, λοιπόν, ο μισθός όλων αυτών των επινικελωμένων μετριοτήτων που μας κουνάνε και το δάχτυλο από πάνω με σοφίσματα του τύπου “μαζί τα φάγαμε”, ή που βαυκαλίζονται ότι “έπραξαν το καθήκον τους” ενώ κατ’ ουσίαν είναι και προδότες της πατρίδας και Ιούδες της δημοκρατίας. Την οποία δημοκρατία έχουν το θράσος να επικαλούνται και να εορτάζουν κάθε 24η Ιουλίου, επέτειο της κυπριακής Συμφοράς.

Από τον Σημίτη του Άκη έως τον Αντωνάκη του Μπαλτάκου. Και από τον πρόεδρο της άλωσης του δημόσιου Πάκη, τον προσφωνούμενο και … ψύχραιμο, έως τον Βούδα της Ραφήνας, θλιβερό κουβαλητή ιστορικού ονόματος, τον και φλύαρο ή και … σταχανοβίτη αποκαλούμενο. Τουλάχιστον ο άλλος, ο θλιβερός εξάδελφος του, φέρει το αλβανοπρεπές επώνυμο “Λιάπης” και μπορεί να χαθεί έτσι στις ζούγκλες των βορείων προαστίων με τις πλαστές πινακίδες του. Αυτός, ο μικρός ήρως της ξεπουλημένης Μεταπολίτευσης, που επέστρεψε με το αεροπλάνο του θείου του τα ξημερώματα της 24 Ιουλίου 1974. Τι ντροπή! Άνθρωποι χωρίς τον παραμικρό φόβο Ιστορίας ευτέλισαν μίαν ιστορική χώρα εκμαυλίζοντας τον λαό της σε όργιο εξαγορών, διορισμών και λαϊκισμού. Ποιον να πρωτοθυμηθώ; Τον Αλογοσκούφη, το όνειδος του Κωστάκη, τον αμετροεπή Βαγγέλα, τον Καμμένο (εντελώς) που τον λιβάνιζαν μέχρι χτες πρώην σύντροφοι ;

Αυτά τα κατορθώματα και αυτούς τους ” Ήρωες” του βυθού γιορτάζουν κάθε 24η Ιουλίου οι ταγοί μας: Την εθνική μας αποτυχία με άλλα λόγια. Το βούλιαγμα ενός ολόκληρου έθνους από την κραυγαλέα τους ανεπάρκεια. Τον πραγματικό και συμβολικό βυθό! Οι Ιούδες και οι Βούδες…

Β

Η 24η Ιουλίου του 1974 έκοψε στη μέση όχι μόνο τον ιστορικό χρόνο αλλά και τον εθνικό μας χώρο. Τα πράγματα δεν θα είναι ποτέ πια όπως πριν για τον τόπο. Χάθηκε, εντελώς ηλίθια, δηλαδή προδοτικά, η μισή Κύπρος, ξαναδημιουργήθηκε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και γεννήθηκε το πολιτικό υπερόπλο που ακούει στο όνομα “Ανδρέας Παπανδρέου”. Η δεξιά με κεντρώο πλέον προφίλ θα κυριαρχήσει πολιτικά αλλά και η αριστερά, διαρκώς ανικανοποίητη, διεκδικητική και πάντα τιμητής αφ’ υψηλού των πάντων, θα δεσπόσει παραπολιτικά, αν και αδέσποτη, δημιουργώντας ολόκληρη κουλτούρα διαρκούς αμφισβήτησης… Ήταν ο τρόπος της για να πάρει έτσι την ρεβάνς για τον Εμφύλιο και την Δικτατορία. Ασκώντας βέβαια και την ανάλογη εξουσία στα συνδικάτα, τα πανεπιστήμια, τον τύπο, τον χώρο της διανόησης ή της τέχνης και δημιουργώντας στρατιές επαγγελματιών της ιδεολογίας.

Το ΠΑΣΟΚ έκτοτε είναι εξακολουθητικά εδώ, αυτοφυές ή μεταλλαγμένο, ακόμα και με δεξιές κυβερνήσεις, με σταθερή συνταγή εξουσίας τον συνδικαλισμό που ταυτίζεται με το κράτος και την ευμάρεια χωρίς όρους ή όρια η οποία με τη σειρά της ταυτίζεται ψευδεπίγραφα με την πρόοδο. Άρα είναι φυσικό η, λεγόμενη, Μεταπολίτευση να τελειώνει κωμικοτραγικά με τον Τσίπρα, το κακέκτυπο του Ανδρέα, ακριβώς γιατί η αριστερά που αυτός εκπροσωπεί, ως κυβέρνηση απομυθοποιήθηκε, δηλαδή απώλεσε την μεταφυσική της ενώ η δεξιά κατάφερε να διεκδικήσει ξανά το δικό της, ιδεολογικό πλεονέκτημα. Ως εξουσία πάλι. Οι πολίτες της χώρας αναζήτησαν ασφάλεια, κανονικότητα και οργάνωση χωρίς να ταυτίζουν την σύγχρονη δεξιά με την απριλιανή δικτατορία. Αν κάτι μας έμαθε η κρίση, είναι να μην δαιμονοποιεί πια η μία παράταξη την αντίπαλη της.

Γ

Αυτά όμως είναι λίγο-πολύ γνωστά. Εμένα όμως μ’ ενδιαφέρει το τι συνέβη κατά αυτήν την ιστορική, για μας τους παλιότερους, περίοδο στα εικαστικά πράγματα. Όντως η ημερομηνία αυτή της 24ης Ιουλίου έκοψε και την τέχνη μας στα δύο σαν καρπούζι! Ένα κατακόκκινο ζουμερό καρπούζι, πράσινο απ’ έξω, κόκκινο από μέσα. Ήταν φυσικό η μεταπολίτευση ως φορέας άλλης αισθητικής, να δώσει βήμα σε μία σειρά καινούργιων δημιουργών αλλά και νεοκόπων κριτικών. Ανάλογος, ανανεωτικός αέρας σάρωσε το κατεξοχήν θεσμικό όργανο της εικαστικής παιδείας, δηλαδή την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, καθιστώντας έναν διακεκριμένο εκπρόσωπο της γενιάς του ’60 τον Νίκο Κεσσανλή, αναμφισβήτητο σταρ της εκπαιδευτικής αλλαγής. Εδώ και περίπου 30 χρόνια σε αυτόν τον καλλιτέχνη χρεώνεται ό,τι καλό αλλά και ό,τι κακό έχει γίνει σε αυτό το ανώτατο, καλλιτεχνικό ίδρυμα. Ο Κεσσανλής ήταν το αντίστοιχο του Ανδρέα Παπανδρέου στα εικαστικά. Ήταν ευφυέστατος, χαρισματικός, αδίστακτος, επικοινωνιακός, χαριτωμένος, λαϊκιστής. Οι νεότεροι καλλιτέχνες τον θαύμαζαν για το παρελθόν του, την επαναστατική του διάθεση, την εμπλοκή του στην ευρωπαϊκή πρωτοπορία, το δηκτικό του χιούμορ, την ικανότητά του να αποκαθηλώνει είδωλα και να αμφισβητεί παραδόσεις. Ο ίδιος πάλι δεν θα διστάζει να δημιουργήσει μιαν αυλή αφοσιωμένων πραιτωριανών, τόσο από τον χώρο των φοιτητών του όσο και από τον χώρο των κριτικών τέχνης. Ο Nikos, έτσι υπέγραφε, ως νεοεκλεγείς καθηγητής, θα μπει σφήνα ανάμεσα στον Μόραλη, τον Παππά, ή τον Μαυροΐδη ενώ θα συγκρουστεί απευθείας με τον Δημήτρη Μυταρά, την Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα και τον Παναγιώτη Τέτση. Ήταν σαφές ότι αυτός εκπροσωπούσε κάτι διαφορετικό από το ισχύον σύστημα, δηλαδή ήταν το ΠΑΣΟΚ στην καλλιτεχνική εξουσία. Το μυστικό του υπήρξε απλό: Μοίραζε αφειδώς επαίνους στους νεαρούς και ανώριμους φοιτητές του, ασυμβίβαστη κριτική ή και ψόγο στα καθιερωμένα ονόματα και τέλος εξυπνότατη κολακεία στους πολιτικούς του φίλους, δηλαδή τον Θόδωρο Πάγκαλο, τον Γιώργο Παπανδρέου – υπήρξε και νονός της κόρης του Μαργαρίτας – τον Κώστα Λαλιώτη. Αυτός ο πολιτικοκαλλιτεχνικός του αριβισμός ήταν και η κυριότερη κληρονομιά που άφησε στους “δικούς” του. Τραγική ειρωνεία: Οι επαναστατημένοι νεαροί καλλιτέχνες της εγχώριας πρωτοπορίας που ο ίδιος προώθησε και επέβαλε, έγιναν, με την πάροδο των δεκαετιών, κομμάτι του καλλιτεχνικού κατεστημένου διαγκωνιζόμενοι για τις όποιες θέσεις εξουσίας, διεθνείς συμμετοχές, εθνικές επιτροπές κλπ.

Αν όμως ο Κεσσανλής ήταν ο αναμφισβήτητος Ανδρέας της ζωγραφικής, ο Κώστας Σταυρόπουλος υπήρξε ταυτόχρονα ο “Βελουχιώτης” αλλά και η “Αυριανή” της κριτικής. Ένας αυτοδίδακτος γκουρού της τέχνης που μιλούσε με αφορισμούς και αποφθέγματα χρησιμοποιώντας φράσεις κλισέ όπως “τεχνεμπορία”, “τεχνέμποροι”, “παραεμπόριο”, “κριτικοί υπηρεσίας ή χρηματιζόμενοι”, “κατεστημένο ή ιερατείο του Κολωνακίου” κλπ. Πριν αποσυρθεί στα Εξάρχεια και σ’ έναν παράδρομο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, ο Κώστας Σταυρόπουλος αγόρευε κάθε εκάστην από τις πολυθρόνες του Ντόλτσε, στη Σκουφά, εμπρός σ’ ένα φανατικό όσο και φανατισμένο κοινό. Θεοί του υπήρξαν η προσωπική του ανακάλυψη, ο λαϊκός ζωγράφος της Ρούμελης Χρήστος Καγκαράς που συνέχιζε με το πινέλο του την εθνικοαπελευθερωτική δράση του Βελουχιώτη όπως είχε ξεκινήσει από την πλατεία της Λαμίας, ο Λαρισαίος Θανάσης Τότσικας, συνδυασμός μοντερνισμού και naiveté, η χαράκτρια Βάσω Κατράκη, ο αρχιτέκτονας – διανοούμενος Πάνος Τζελέπης και οι νεότεροι Σταύρος Ιωάννου, Μάκης Θεοφυλακτόπουλος, Χρόνης Μπότσογλου, Κυριάκος Μορταράκος, Γιάννης Αντωνόπουλος. Αλλά και οι “επαναστάτες”, φοιτητές, του Κεσσανλή κυρίως, όπως ήδη είδαμε. Κορύφωση της ηγεμονίας του Κώστα Σταυροπούλου υπήρξε η περίφημη Πανελλήνια της Μελίνας στον τερματικό σταθμό του ΟΛΠ το 1987 η οποία συνυπήρξε με το κίνημα των “Άγριων” στη Γερμανία τον νεοεξπρεσιονισμό γενικότερα αλλά και transavantaguardia στην Ιταλία. Καλλιτέχνες που δήλωναν εξπρεσιονιστές και με την φορμαλιστική αλλά και με την πολιτική πια διάσταση του όρου, ξεπερνούσαν, θυμάμαι, τους 100 ενώ οι χώροι της Πανελλήνιας γέμισαν από τεράστιους καμβάδες φορτωμένους με την χειρονομιακή έκρηξη μιας γενιάς που αισθανόταν επιτέλους απελευθερωμένη, κυρίαρχη τόσο του εαυτού της όσο και των εκφραστικών της μέσων.

Δ

Σ’ ένα παλιό μου μυθιστόρημα που λεγόταν ” Ελένη από Χαρτί” άκρως αυτοεξομολογητικό και είχε εκδοθεί από τα Ελληνικά Γράμματα το 2003, αναφερόμουν ειρωνικά σε κάποιους μεγαλοπαράγοντες και κάποιες, πασίγνωστες σπεκουλαδόρισσες της τέχνης που σταθερά μπέρδευαν την πρωτοπορία με τον σνομπισμό… Και τον μοντερνισμό με το δήθεν, με τη μούρη κλπ, κλπ.

Δεκαοχτώ χρόνια μετά και είναι σαν να μη πέρασε μια μέρα. Ξέρετε πολύ καλά ότι δεν έχω κανένα πρόβλημα να αναφέρω ονόματα. Ποτέ δεν είχα. Παρά το κόστος. Σήμερα όμως δεν έχουν σημασία τα ονόματα αλλά η τόσο παρακμιακή, περιρρέουσα ατμόσφαιρα…

Αφορμή για τις … αναμνήσεις αυτές μού έδωσε ένα βιβλίο που ξαναβρίσκω εδώ στην Τήνο και το διαβάζω πάλι με το ίδιο, παλιό ενδιαφέρον. Πρόκειται για την μελέτη “Όταν η αντί κουλτούρα συναντά την κοινωνία”, των Παντελή Αραπίνη και Θανάση Μουτσόπουλου, εκδόσεις Ιδιομορφή, 2015. Εδώ, με θαυμασμό αναψηλαφείται από τους συγγραφείς η μοναδική, για τον εντόπιο μοντερνισμό μας, περίπτωση του Μποστ. Και τοποθετείται πλάι στον Κεσσανλή, τον Γαΐτη, τον Κανιάρη, τον Ακριθάκη ή τον Τσίγκο, τον φίλο του Νίμαγιερ και του Μπέκετ! Όσο για τους νεότερους, τον Τάσο Παυλόπουλο, τον Γίγα, τον Καφούρο ή την Ευαγγελία Μπασδέκη έχω πει και γράψει πολλά… Πράγματα που δεν διδάσκονται όπως γενικότερα η νεοελληνική τέχνη ούτε στα πανεπιστήμια, ούτε στις σχολές καλών τεχνών.

Έγραψα πρώτος για τον Μέντη – επιτρέψτε μου την αυτοαναφορά – ως ιστορικής μορφής της modernité μας ήδη από το 1988! Κι αν δεν το αναφέρουν οι φίλτατοι συγγραφείς της μελέτης κι ούτε παραπέμπουν στη Μικρή Πινακοθήκη που έχω ολόκληρο κεφάλαιο αφιερωμένο στον Μποστ, δεν πειράζει. Θα το διορθώσουν στην β έκδοση. Εδώ κοτζάμ Ευγένιος Μαθιόπουλος δεν πρόσεξε ότι πάλι εγώ πρωτοαναφέρθηκα στην ομοφυλοφιλία του Τσαρούχη σε σχέση με τον πρωτοποριακό χαρακτήρα του έργου του. Φερ’ ειπείν όταν η δρ. Καφέτση περιελάμβανε τον Τσαρούχη στις …Μεταμοσχεύσεις του Μοντέρνου, έδειχνε τα ελάχιστα, κάκιστα, κυβοσουρεαλιστικά του έργα ως αποδείξεις… μοντερνισμού που βεβαίως δεν είναι ούτε αληθινός Τσαρούχης ούτε σοβαρή ζωγραφική. Βλέπετε, έκανε και αυτή το λάθος που κάνουν οι έγκριτοι, ακαδημαϊκοί ιστορικοί της τέχνης μας. Διαβάζουν την εγχώρια δημιουργία με βάση τον διεθνή κανόνα. Αποκλειστικά!

Όμως ο Τσαρούχης ήταν πρωτοπόρος όταν σαν τον Εμπειρίκο, την δεκαετία του ’30 ομνύοντας στο σπερματικό σώμα, ζωγράφιζε αποκλειστικά την επιθυμία του και μάλιστα κόντρα σε ένα κοινό άκρως συντηρητικό και θρησκόληπτο. Αυτό είναι η μεγάλη προσφορά του κι όχι το σαχλό εργάκι Της Πεθαμένης Αρραβωνιαστικιάς. Χέστηκε με το συμπάθιο ο μαιτρ Τσαρούχης για την αρραβωνιαστικιά. Αυτός στον αρραβωνιαστικό είχε τον νου του. Ανέκαθεν!

Ε

Η τέχνη τουλάχιστον δεν προσποιείται όπως η επιστήμη με την υποκριτική της αυθεντία πως τάχα μπορεί να ερμηνεύσει τα πάντα και ότι υπάρχει κατ’ ανάγκην κάποιο νόημα οπουδήποτε. Και η πραγματικότητα μία λέξη είναι εντέλει. Μα τι λέξη! Πόσο άμεσα, σχεδόν πρόστυχα αισθησιακή. Ώστε να παραλύουν οι αισθητικές. Ζήστε ρε ! Όπως έγραφε κι ο Παύλος Μάτεσις.

Σκέφτομαι τώρα τη ζωγραφική του Μπουζιάνη. Ο άνθρωπος αποδίδεται αφηρημένα ως το πλάσμα που πάσχει… Που εκφράζει το δράμα της ύπαρξης μέσα από το δράμα του σώματος. Σ’έναν κόσμο χαοτικό και απροσπέλαστο.

Όχι το πρόσωπο ή η ταυτότητα αλλά η ύπαρξη. Και το αδιέξοδο της βέβαια. Από την μία, η εξπρεσιονιστική του φόρμα εμπνέεται από το πάθος αλλά και την περιφρόνηση των ορίων όπως το ήθελε ο Ρομαντισμός και από την άλλη από την έκλειψη του νοήματος όπως την διατυπώνει μια, η πιο πεσιμιστική, εκδοχή τόσο του μοντέρνου όσο και του μεταμοντέρνου. Κυρίως αυτού.

Και να σκεφτεί κανείς πως ο Μπουζιάνης πέθανε μόλις το 1959. Πάντως η δυσπιστία απέναντι σε ολοκληρωτικές λύσεις ή απόλυτες ερμηνείες είναι τόσο παλιά όσο ο Νίτσε, ο Πόπερ ή ο Γκόμπριτζ.

A propos δείξαμε ελληνικό μοντερνισμό στο Κάσελ και ξεχάσαμε τον Μπουζιάνη, τον Χαλεπά. Δείξαμε Φαϊτάκη αλλά όχι Κόντογλου. Βαρώτσο αλλά όχι Σκλάβο ή Καπράλο. Αντωνάκο αλλά όχι Μπαζιώτη ή Στάμο. Πώς διαβάζουμε οι “υπεύθυνοι” την ιστορία θεέ μου! Πόσο ευκαιριακά. Γιατί είναι τουλάχιστον γελοίο οι διευθύνσεις μουσείων και πινακοθηκών να προωθούν τους φίλους, τους κολλητούς, τους μαθητές κλπ. A propos θυμάμαι μια εποχή που η Λαμπράκη για ανανέωση κρέμασε Μποκόρο και Μπότσογλου αλλά όχι Μπάικα ή Δημήτρη Κοντό. Και που αποκαθήλωσε τον Μπουζιάνη για να κρεμάσει στη θέση του Τέτση ο οποίος τότε ήταν Πρόεδρος του Δ.Σ της Εθνικής Πινακοθήκης.

Από την άλλη ανερυθρίαστα δήλωνε ότι στην ελληνική τέχνη δεν υπάρχει εξπρεσιονισμός! Ξεχνώντας ότι μεταπολεμικά η ζωγραφική μας αρδεύεται από δύο σχολές: εκείνη του Μπουζιάνη που θρηνεί το σώμα και την άλλη του Τσαρούχη που το αποθεώνει. Κάπου στη μέση ο Διαμαντόπουλος και ο Σπυρόπουλος. Και κάπου μακριά ο Παπαλουκάς, συνεχιστής της έρευνας του Παρθένη, του Μαλέα, του Νικολάου Λύτρα και του Οικονόμου.

Στην μπουζιανική παράδοση πιστώνω τον Τριανταφυλλίδη, τον Βιτσώρη, την Μαραγκοπούλου, την Λαγάνα αλλά και τον νεανικό Φασιανό, τον Μάιπα, τον Σταύρο Ιωάννου, τον Μυταρά, τον Πατρασκίδη, τον Θεοφυλακτόπουλο, τον Πολυμέρη, τον Μορταράκο, τον Ξένο, τον Κοντοβράκη, τον Μαντζαβίνο κλπ. Στην τσαρουχική πάλι ουκ έστιν αριθμός. Από τον Κυριάκο Κατζουράκη ως τον Παύλο Σάμιο, τον Αντωναρόπουλο, τον Ρόρρη ή τον Δασκαλάκη. Με τον Σακαγιάν σταθερά στο μεταίχμιο της αφήγησης περί το σώμα και της αποδόμησης του προσώπου και της ιστορίας του. Χωρίς να παραβλέπω την προσωπική γλώσσα ή τα επιτεύγματα του καθενός ( όπου υπάρχουν ).

Για να γυρίσω όμως στα μουσεία μας και την προβληματική σχέση τους με τον εξπρεσιονισμό υπενθυμίζω ότι έχουν αγνοήσει συστηματικά ζωγράφους του μέγεθος ενός Χριστοφόρου, ενός Nonda, ενός Prassinos του αγνώστου Μαλτέζου, του πληθωρικού Μηνά αλλά και την εξπρεσιονιστική περίοδο του Κανιάρη, του Κεσσανλή, του Δεκουλάκου, του Σαχίνη κλπ. εκεί δηλαδή που η εξπρεσιονιστική φόρμα συναντούσε την αφηρημένη γραφή και η χειρονομία τον ψυχισμό.

Πού καταλήγουμε; Όχι βέβαια στο πεσιμιστικό συμπέρασμα του απογοητευμένου φίλου μου Χάρη Καμπουρίδη ότι δηλαδή δεν υπάρχει σύγχρονη, ελληνική τέχνη απλώς επειδή κατέρρευσε εξ ιδίων αμαρτημάτων η αγορά τέχνης – πλάι στα ανύπαρκτα μουσεία έχουν πλέον και τις ανύπαρκτες γκαλερί, ιδιαίτερα όταν πέρασαν στα χέρια της δεύτερης, μάλλον άσχετης γενιάς. Οι νέες συνθήκες θα γεννήσουν νέες δυνάμεις απογαλακτισμένες από το τοξικό, μικροαστικό δίπολο συλλέκτη – καλλιτέχνη ή γκαλερίστα που πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες δηλαδή κύρος στον αδαή νεόπλουτο. Αυτό το κωμικό έγκλημα, την αισθητική απάτη πληρώνουν σήμερα άπαντες οι εμπλεκόμενοι. Δικαιοσύνη! Η τέχνη όμως βρίσκεται πάλι αλλού. Κι ας την ταπεινώνουν οι γραφειοκράτες ή οι καλλιτέχνες – παράγοντες! Είναι έξω στους δρόμους και διεκδικεί νέες φόρμες κι ένα εντελώς καινούργιο κοινό. Σνομπάροντας μουσεία, γκαλερί, θεσμούς, – ισμους, σχολές, μεγαλογιατρούς, μεγαλοδικηγόρους (με την καλή έννοια), υπουργεία κλπ. Όλα αυτά θα τα καταλάβει, χωρίς διαμεσολαβήσεις από … μουσίτσες, η τέχνη, μόνη της. Χωρίς εμπόρους, γραμματείς, φαρισαίους κλπ.

Εξ εφόδου!

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Η πολυτέλεια για ένα στεγνό μαξιλάρι*, της Τζίνας Δαβιλά
Ένα έγκλημα [και] στη Βόρεια Εύβοια, της Άντας Γανώση
Αν ήταν παιδιά μου…, του Κωστή Α.Μακρή [Για τους φυλακισμένους Έλληνες στρατιωτικούς]

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.