Ο Γιάννης Πανούσης είναι Καθηγητής Εγκληματολογίας του Παν/μιου Αθηνών.
Διαβάστε όλα τα άρθρα του Γιάννη Πανούση ΕΔΩ
Ο Νόμος είναι για όλους Νόμος
Κι αν στέκομαι στη μέση
ποιός τάχα με αμφισβητεί
Είναι η θέση μου πλήρως κατοχυρωμένη
Στέλιος Θ.Μαφρέδος, Παραδοχή του Νόμου
1. Έχει προσφυώς ειπωθεί ότι η έννοια της βίας για τον εγκληματολόγο είναι ό,τι και η έννοια της τρέλας για τον ψυχίατρο και της ανισότητας για τον κοινωνιολόγο. Στο άκουσμά της έρχονται στο νου τόσες πτυχές και θεωρίες που στο τέλος ο επιστήμονας σαστίζει.
Πολιτική βία, ενδοοικογενειακή βία, σεξουαλική βία, εργασιακή βία, κοινωνική βία, φυσική βία, συμβολική βία, ασυνείδητη βία, εικονική βία, βία του πολέμου, βία της οικονομικής εξαθλίωσης, φυλετική βία, έμφυλη βία είναι κάποιες από τις χαρακτηριστικές μορφές της.
Η ποικιλομορφία των θεωριών που αναζητούν τα αίτιά της (κοινωνικές και βιολογικές οι δύο μεγάλες ομάδες) είναι ανάλογη της ποικιλίας των σχετιζόμενων πολλές φορές μεταξύ τους εκφάνσεων. Πολλά είναι λοιπόν τα αίτια της βίας μία όμως η βασική παραδοχή: αυτή της καθολικότητας και διαχρονικότητας της βίας.
Οι βιολογικές, ψυχολογικές, ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις της βίας ή ακόμα και οι κοινωνιολογικές εκδοχές της υποκουλτούρας ή της εγκληματικής βίας κινήθηκαν κατά βάση στο εμπειρικό ή θεωρητικό πεδίο της μονοπαραγοντικής ερμηνείας και στην κατάρτιση ενός καταλόγου εννοιών και τυπολογιών βίας.
Η βία ιστορικά συνδέθηκε με τον Πολιτισμό, με τη Μυθολογία, με τη Θρησκεία, με το Ιερό, με το Νόμο, με την πονηριά, με το φόβο, με την ψυχασθένεια, με την τεχνολογία, με την οικονομία αλλά πολύ πρόσφατα άρχισε μια πιο στοχευμένη και ουσιαστική μελέτη της βίας σε συνάρτηση με την πολιτική και ιδίως με τις εξουσιαστικές δομές.
Μεταπολιτευτικά νέοι μύθοι της βίας άρχισαν να διατρέχουν όλη την ελληνική κοινωνία. Βία της κοινωνικής αντίστασης, της προσωπικής οργής, της καλής «τυραννοκτόνου» πρόθεσης.
Όλες αυτές ,και άλλες πολλές εκδοχές, έχουν βρει μια δικαιολογία αυτονομιμοποίησης και ένα ιδεολόγημα απονομιμοποίησης της παραβατικότητας ή και δοξολόγησης του εγκλήματος.
Αυτός ο κύκλος της (νόμιμης;!) βίας του καθενός και πάντων εναντίον όλων, αυτή η καρικατούρα της Άγριας Δύσης δεν οδηγούν – όπως νομίζουν μερικοί – σε νεοφιλελεύθερες λύσεις αλλά σε ακραίες ,ένθεν/κακείθεν, τυφλές εκ-ρήξεις χωρίς αρχή, αρχές και τέλος.
Ο κλοιός της κοινωνικής οργής αλλά και της προσωπικής ανασφάλειας, η αίσθηση ότι το αίμα επιταχύνει πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα έχει μολύνει την κουλτούρα μας.
Η πίεση να μη διώκονται οι σύγχρονοι βάρβαροι μετατρέπει την κοινωνία της βίας σε πεδίο βολής του υποκόσμου και των κάθε μορφής «τρομοκρατιών». Ημέρες άσκοπης βίας και νύχτες διάσπαρτων μολότοφ. Το μίσος των διαφορών και των διαφορετικοτήτων, η βία της καθημερινότητας και η άρνηση του οίκτου για τον πλαϊνό οδηγεί σε μια προκρούστεια κοινωνία που δεν αντέχει και δεν ανέχεται τον άλλον.
2. Οι αντικοινωνικές πράξεις είναι συχνά το τελικό αποτέλεσμα και ενός «ελαττωματικού κοινωνικού χώρου» γιατί νοσηρός περίγυρος και νοσηρή συμπεριφορά είναι συνήθως άρρηκτα συνδεδεμένα. Η μελέτη του περιβάλλοντος αποτελεί ταυτόχρονα μελέτη των φυσικών και κοινωνικών παραγόντων που επιδράσανε στη βίαιη και εγκληματική συμπεριφορά.
Εθνοτικά, οικονομικά, οικογενειακά, ιστορικά και άλλα δημογραφικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού ερευνήθηκαν για να εντοπισθεί η σχέση πόλης – βίας.
Χωρίς να ξεχνάμε ότι οι παράνομες δραστηριότητες όχι μόνο συνυπάρχουν με νόμιμες ή περιθωριακές δραστηριότητες αλλά και συντηρούν τις πόλεις διπλής ή τριπλής όψης (π. χ. περιοχές πλουσίων, περιοχές μεταναστών, περιοχές γκέτο),εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι έχει πλέον χαθεί[οριστικά;] το συμβιωτικό πλαίσιο της περασμένης γενιάς:
φυσικές γειτονιές, κοινωνικές κοινότητες, κοινωνικά δίκτυα και κυψέλες κοινής ζωής.
Μπορεί και στο τοτινό περιβάλλον συμβίωσης να ενυπήρχαν βία και σύγκρουση αλλά τούτο δεν σήμαινε άρνηση αναγνώρισης κοινών αξιών.
Το διεκδικούμενο σήμερα δικαίωμα στην (ασφαλή) πόλη συνδέεται συν τοις άλλοις και με την αναγνώριση/ τον σεβασμό/ τη ρύθμιση πολυπολιτισμικών αντιλήψεων και πρακτικών, αξίες και πρακτικές τις οποίες αγνοούσαμε για χρόνια,αλλά ακόμα και τώρα με δυσκολία δια-χειριζόμαστε.
3. Και τώρα έρχομαι στην πλέον κρίσιμη πτυχή της βίας, την πολιτικοκοινωνική βία.
Τυφλή βία, φασιστική βία, συμβολική βία, ανώνυμη «αντικειμενική» βία, καθημερινή βία, ανομία, ασυλία και ατιμωρησία, δίνουν την εντύπωση ακήρυκτου πολέμου.
Η κρίση της πολιτικής νομιμοποίησης του Κράτους δεν νομιμοποιεί τη βία και το έγκλημα ως μορφές αντίστασης.
Ακόμα κι αν η Δημοκρατία δεν μπορεί να προστατευθεί από τον εαυτό της πρέπει ως κοινωνία να συμφωνήσουμε ότι η
βία επιφέρει αλλοιώσεις στα νοήματα της ελευθερίας και των δικαιωμάτων, στις χρήσεις και καταχρήσεις, στην επιδείνωση και όχι στη βελτίωση της ζωής του κοινωνικού συνόλου.
Η κοινωνική ελευθερία προϋποθέτει νομικό οπλισμό δικαιωμάτων και ελεύθερη δραστηριότητα του ενός που δεν εμποδίζει την ελεύθερη δραστηριότητα του άλλου ή του συνόλου.
Δεν μπορεί συνεπώς η ελευθερία να είναι χωρίς όρια και χωρίς ρυθμιστή διότι τότε η κοινωνική ελευθερία αρνείται το κοινωνικό συμβόλαιο και οδηγεί σε χαοτικές καταστάσεις ανελευθερίας.
Οιονεί – κατάσταση πολέμου εν καιρώ ειρήνης και υπό δημοκρατικό πολίτευμα δεν είναι νοητή ούτε ανεκτή.
Η εργαλειακή βία ως πολιτική του τρόμου δεν είναι συμβατή με τη Δημοκρατία.
Η συμψηφιστική βία (μεταξύ αστυνομικών/ένοπλων ομάδων, ρατσιστών/αντιρατσιστών, δεξιών/αριστερών κουκουλοφόρων) καταλήγει στην κατάργηση του κοινωνικού συμβολαίου και στο μόνιμο κίνδυνο διάβρωσης της δημοκρατικής νομιμότητας/νομιμοποίησης.
Ο αγώνας για Δίκαιο και Δικαιοσύνη είναι καθήκον για τον καθένα και για όλο το λαό. Η άρνηση/αποδοχή της βίας μέσω ιδεολογημάτων, και όχι δια των ισχυόντων κανόνων, δεν θα ωφελήσει στο τέλος κανένα.
Η σχετικοποίηση νόμιμου/ άνομου μόνο σε περισσότερη καταστολή μπορεί να καταλήξει. Με την κάννη στον κρόταφο δεν λειτουργεί ούτε η κοινωνία ούτε η Δημοκρατία.
Η Δημοκρατία δεν πρέπει να φοβάται τους εχθρούς της όταν η ίδια αισθάνεται, θεσμικά ισχυρά και πολιτικά νομιμοποιημένη. Κι αυτό συμβαίνει όχι με την ανακλαστική/παρορμητική αυστηροποίηση των ποινών για ειδεχθή εγκλήματα[για την ικανοποίηση του επικίνδυνου ‘περί δικαίου αισθήματος του λαού’], ούτε με τη δημιουργία αποδιοπομπαίων τράγων ,ούτε με την πολιτικοποίηση της αστυνομικής αποτελεσματικότητας.Αυτό θα επιτευχθεί εάν κι εφόσον το πολιτικό μας σύστημα και κυρίως η ελληνική κοινωνία μπορούν και θέλουν να συμφωνήσουν ότι ο ποινικός κώδικας αποτελεί κι ένα σύνολο αξιών , τις οποίες έχουμε άπαντες προσυπογράψει, ότι ένας[κηρυχθείς από τα δικαστήριο] ένοχος εγκλήματος είναι ένοχος όποια άλλη ιδιότητα κι αν έχει ή προβάλλει, ότι στις φυλακές δεν εγκλείονται ‘πολιτικοί κρατούμενοι, αλλά [κυρίως] καταδικασθέντες για κακουργήματα, ότι η Αστυνομία συνιστά θεσμό προστασίας των πολιτών από τη θυματοποίησή τους [γι’αυτό πρέπει να τιμωρούνται οι όποιες εκτροπές της] και τελικά ότι όσο επικίνδυνο κι αν είναι το δόγμα ‘Νόμος και Τάξη’ άλλο τόσο και χειρότερο είναι το ιδεολόγημα’ Ανομία και Αταξία’. Αν σε όλα τα παραπάνω δεν συμφωνούμε τότε ας δηλώσουμε δημοσίως κι ευθαρσώς “ποιάν ακριβώς βία προτιμάμε”, χωρίς όμως να διαμαρτυρόμαστε όταν αυτή επέρχεται.
ΥΓ.’’Την αποσύνθεση παρακολουθείς
Λόγια ακούς που όλο λιγοστεύουν’’[Στ.Θ.Μαφρέδας, Βεατρίκη]