Μόνο στη Ρόδο
Αποστόλου Παύλου 50, Βενετοκλέων, «Πηγές Καλλιθέας»
και Pane di capo στη Λεωφόρος Ρόδου-Λίνδου στο ύψος του ΙΚΑ & Λεωφόρος Κρεμαστής
Ούτε στα δάχτυλα του ενός χεριού μου ήσαν όλα κι όλα τα παιδικά μου καλοκαίρια στην Μεθώνη, στην Ψιλή άμμο, στην παραλία Ρωμανός και σπάνια στην Φοινικούντα. Κι όλα αυτά με την αθωότητα, την αφέλεια αλλά και την έκπληξη ζωγραφισμένη στα μάτια ενός χωριατόπαιδου όπου ανακαλύπτει ότι πέρα από τα στενά όρια της ζωής του, υπάρχει κι άλλη ζωή παραέξω.
Με τη χαρά του καινούργιου λοιπόν, κατεβαίναμε από το λεωφορείο δίπλα ακριβώς από τη θάλασσα και ξαμολιόμασταν να πιάσουμε θέση στην άμμο. Μπρατσάκια δεν χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουμε ποτέ γιατί οι λίμνες των ποταμιών μας είχαν κάνει δεινούς κολυμβητές. Αφού όλη η τρελοπαρέα έκανε τις βουτιές της, βγαίναμε στην παραλία μετά και απλώναμε πάνω στα βραχάκια τα ντολμαδάκια της μαμάς, ξεκουραζόμασταν λίγο και ξανά βουτιές οπότε ερχόταν το απόγευμα, επιβιβαζόμασταν στο λεωφορείο με προορισμό το χωριό.
Το θυμάμαι πολύ καλά, ότι τότε ήταν που ερωτεύτηκα σφόδρα μια Γαλλίδα θεά καθώς την παρατηρούσα να βγαίνει από τη θάλασσα με το ολόλευκο μπικίνι της και τα νερά να στάζουν από τα μαλλιά το στήθος της, τα μακριά της χέρια καθώς και τους μηρούς της. Αγνοώ εάν πρόσεξε την παρουσία μου και την ύπαρξή μου, αλλά από ‘κείνη τη μέρα σαν να άλλαξαν όλα για μένα. Τα πάντα. Διαφορετικά κοιτούσα, αλλιώς ένιωθα, με άλλον τρόπο σκεφτόμουν. Κι αυτό, γιατί δεν είναι τυχαίο όπου μέχρι στα στερνά διαφύλαξα με συγκίνηση αυτή τη μορφή της, μερικές φορές δε αναπλάθω τη σκηνή φανταζόμενος τον εαυτό μου να πατά στα χνάρια και στις πατημασιές που άφηναν τα πόδια της περπατώντας στην άμμο, ή ακόμη και να νιώθω τις ψιχάλες από τα μαλλιά της να με δροσίζουν.
Γεμίζω λοιπόν την μπανιέρα ως τη μέση και λίγο παραπάνω, κι ύστερα πιάνω το πληκτρολόγιό μου βουτώντας στη λευκή οθόνη του υπολογιστή μου με μια μικρή διαφορά: οσάκις αντιλαμβάνομαι να μου κλείνει τσακίρικα το μάτι και να πλησιάζει με απλωτές προς το μέρος μου, τότε είναι που επιστρατεύω όλες μου τις δυνάμεις, στρέφομαι γρήγορα προς την ακτή και φωνάζω «μαμάααα».