Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Πες ευχαριστώ και χύσ’το, του Κωστή Α.Μακρή

Spread the love

Κωστής Μακρής

Σῖτον δ᾽ αἰδοίη ταμίη παρέθηκε φέρουσα,

εἴδατα πόλλ᾽ ἐπιθεῖσα, χαριζομένη παρεόντων.
[Όπου η σεμνή κελάρισσα τους έφερε μπροστά

φαγώσιμα πολλά, θέλοντας να τους ευχαριστήσει.

Ομήρου Οδύσσεια, Ραψωδία δ

Μετάφραση: Δ. Ν. Μαρωνίτης] 

Ευτύχησα να γεννηθώ, να ζήσω και να μεγαλώσω σε μια οικογένεια με γαστριμαργική, βιβλιοφιλική, γλωσσική, μουσική, κοινωνική, αισθητική και χιουμοριστική επάρκεια.

Αυτό το διαπίστωσα όταν είχα πια τη δυνατότητα να κρίνω, να μετρήσω και να βαθμολογήσω, με κάπως μεγαλύτερη αντικειμενικότητα, τα άνοστα ή κακομαγειρεμένα φαγητά, τα άνοστα ή κακογραμμένα βιβλία, τις άνοστες ή ανόητες μουσικές και τραγούδια, τις άνοστες ή κακές παρέες, τα άνοστα έργα τέχνης και τις άνοστες διανοητικές χοντράδες που κάποιοι και κάποιες αποκαλούσαν και αποκαλούν «αστεία».

Η εξοικείωσή μου και η εξάρτησή μου με το καλό (φαγητό, βιβλίο, μουσική, κτίριο, πίνακα, γλυπτό, παρέα ή αστείο) δεν έμεναν πάντα ατιμώρητες.

Καθώς μεγάλωνα, διαπίστωνα με ολοένα αυξανόμενη αγωνία ότι η σπανιότητα του καλού είναι ευθέως ανάλογη με την μοναξιά που συνεπάγεται η αναζήτησή του για τον παθιασμένο αναζητητή του.

Για πολλά χρόνια θεωρούσα αδύνατον και αδιανόητο ένας κουραμπιές (παράδειγμα φέρνω) να μην είναι τόσο καλός όσο οι κουραμπιέδες που έφτιαχνε η μαμά μου. Όταν ήρθα για πρώτη φορά αντιμέτωπος με την εσφαλμένη μου αντίληψη, δεν ήξερα τι να κάνω μετά την πρώτη μπουκιά ενός λασπιασμένου, άγλυκου ―παρά την άχνη που τον χιονοσκέπαζε― κακοψημένου και άνοστου κουραμπιέ. Να προσβάλω θανάσιμα την μητέρα τού συμμαθητή μου, που μου τον είχε προσφέρει με καμάρι, φτύνοντας την μπουκιά που ταλαιπωρούσε τη γεύση μου; Μετά μάλιστα και την αστόχαστη δήλωσή μου ―τι την ήθελα, ο κόπανος!― ότι «τρελαίνομαι για κουραμπιέδες»; Να προσποιηθώ αιφνίδιο κολικό τού νεφρού ―που ανάθεμα και ήξερα τι είναι ο κολικός τού νεφρού―, σκωληκοειδίτιδα, γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση (άλλη άγνωστη ασθένεια) και πονόδοντο; Α! Αυτό ήταν! Αιφνίδιος πονόδοντος! Ήξερα από παππού και θείο ―οδοντίατροι και οι δύο― ότι η ζάχαρη κάνει κακό στα δόντια. Δεν ήξερα πόσο γρήγορη ζημιά μπορεί να κάνει αλλά τι είχα να χάσω. Άφησα το πιατάκι με τον υπόλοιπο ενάμιση κουραμπιέ (μου είχε βάλει δύο, η φιλόξενη γυναίκα) στο τραπέζι, κατάπια με το ζόρι την λασπιασμένη μάζα που είχα στο στόμα μου και έπιασα το σαγόνι μου με έναν ―πόσο πειστικό δεν έμαθα ποτέ― μορφασμό πόνου: «Με πονάει το δόντι μου! Δεν μπορώ να φάω άλλο κουραμπιέ.»

Η νοικοκυρά στενοχωρήθηκε αλλά και πώς να με πιέσει; Έτσι γλίτωσα από την υπόλοιπη κουραμπιεδολάσπη. Παίρνοντας ταυτόχρονα το μάθημα ότι δεν είναι όλοι οι κουραμπιέδες καλοί, ούτε όλοι οι κεφτέδες σαν της γιαγιάς μου και ούτε όλα τα φιλιά και τα χάδια σαν τα φιλιά και τα χάδια τού ανθρώπου που αγαπάμε και μας αγαπάει, που μας σέβεται και τον σεβόμαστε.

Με αυτήν ή με άλλην αφορμή, έμαθα από την μαμά μου την περίφημη φράση που έλεγε η θεία Χριστίνα: «Πες ευχαριστώ και χύσ’ το».

Κάποια στιγμή το άκουσα και από την ίδια την θεία Χριστίνα που μας έλεγε παραμύθια, μας έπαιζε παιχνίδια λαϊκά με τον σπάγκο και πολλά άλλα.

Η θεία Χριστίνα, Τριπολιτσιώτισσα με μνήμες αρχέγονες και παιδεία εθνικοπατριωτική, με μπόλικο Κολοκοτρώνη μέσα της και πολλές παιδικές Πασχαλινές εκατόμβες σουβλιστών αρνιών (εκατόμβες αρνιών, ε; Ξέρω… Παράδοξο και σόλοικο ακούγεται αλλά αυτό μού’ρθε) να κρύβουν με την κνίσσα τους τον ουρανό τής αγαπημένης της Τρίπολης.

«Πες ευχαριστώ και χιούσ’το

Πόσο ωραία μού ακουγόταν εκείνο το ντοπιολαλικό «χιούσ’το»!
Εκείνη η συγγένεια του ύψιλον με το εγγλέζικο «γιου» [u].

Τότε δεν είχα συλλάβει όλο το βάθος και το πλάτος τής ρήσης. Δεν ήμουν σε θέση ακόμα να ανιχνεύσω το βαθύ ήθος, την ευγένεια και το τακτ των λέξεων που οδηγούν σε αρχαίες τελετουργικές ανταλλαγές δώρων, με πρώτο δώρο το ψωμί και το κρέας που κάποια σεμνή κελάρισσα θα προσφέρει στους ταξιδιώτες των Ομηρικών επών.

Σε κερνάνε, σου προσφέρουν, σου δίνουν κάτι; Λες ευχαριστώ. Δεν σου αρέσει; Το χύνεις. Κυριολεκτικά ή μεταφορικά. Κρυφά βέβαια, να μην προσβάλεις τον δωρητή. Ειδικά αν είναι συγγενής, φίλος ή ανήκει στην παρέα σου. Είναι δηλαδή ένας ή μία από τους «παρεόντες».

Έκτοτε, τις λέξεις αυτές τις έχω βάλει στην καθημερινότητά μου και σε όλες τις συναναστροφές μου. Φυσικές, από παλιά, και ψηφιακές, εδώ και κάμποσα χρόνια. Κι όχι μόνο για φαγητά ή ποτά.

Μου στέλνει ένας φίλος (με ημέιλ ή σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης) ένα κάτι τι (που του φάνηκε) αστείο αλλά που εμένα δεν μου φαίνεται ούτε ιδιαίτερα αστείο αλλά ούτε και καλόγουστο;

Λέω ευχαριστώ. Και το χύνω.

Μου στέλνει φίλη ή φίλος κάτι που σχολιάζει την επικαιρότητα με τρόπο που μου φαίνεται τουλάχιστον άκομψος;

Λέω ευχαριστώ. Και το χύνω.

Βλέπω δημοσιεύσεις που μου γυρνάνε τα άντερα;

Ε, αυτές τις χύνω αυθωρεί και παραχρήμα, χωρίς ευχαριστώ!

Απ’ όπου κι αν προέρχονται.

Βλέπω και διαβάζω στο διαδίκτυο δημοσιεύματα που όζουν ψευδών ειδήσεων, εμετικών δήθεν αποκαλύψεων και διφορούμενων όσο και βλακωδών σχολίων; Εκεί είναι που φεύγω δρομαίος και αμελλητί!

Δεν είναι φίλος ή φίλη μου ο κάθε «Μακελάρης» ή ο κάθε (κατά δήλωσή του) «Τεκμηριωτής» τού κυκλοφορούντος χαρτοπολτού, υλικού και ψηφιακού.

Και ούτε είμαι υποχρεωμένος να καταναλώνω, να σχολιάζω ή ακόμα και να κατακεραυνώνω δημόσια τα προϊόντα και τα ονόματα εκείνων που μόνο  αισθήματα αηδίας μου προκαλούν και που μπροστά τους ο κακόμοιρος εκείνος άθλιος λασποκουραμπιές των παιδικών μου χρόνων μοιάζει διαχρονική και απόλυτη γκουρμεδιά. Όχι για την νοστιμιά του αλλά επειδή μου είχε προσφερθεί με άδολη αγάπη.

22 Φεβρουαρίου 2021

SHARE
RELATED POSTS
Το Άρμα του Έρωτα, του Μάνου Στεφανίδη
Δημήτρης Κατσούλας
Νοσταλγοί παλιών εποχών, του Δημήτρη Κατσούλα
«Ο μικρός μας», του Δημήτρη Κατσούλα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.