Ο γνωστός συγγραφέας Ίφις στάθηκε μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο της κρεβατοκάμαράς του, στη δυτική πτέρυγα της μονοκατοικίας του.
Ήταν το απομεσήμερο ενός φαύλου Σαββάτου, τότε που κλείνει ο κύκλος μιας εβδομάδας και ανοίγουν τα στόματα και κοκκινίζουν τα πέλαγα και παίρνουν τις φαντασιώσεις των γραφιάδων και σεντόνια τις κάνουν για τις νοικοκυρές στις λαϊκές.
Σκεφτικός ο Ίφις, χάιδευε με τα λεπτά μακριά του δάχτυλα την πλούσια σγουρή γενειάδα του, την ασημοσπαρμένη από τις φεγγοβολιές εκατοντάδων ολόγιομων φεγγαριών, τη θαυμασμένη ώρες και ώρες στον αμίλητο ―καθότι απομαγευμένο― καθρέφτη του.
Μια κατακόρυφη ρυτίδα χάραξε το μέτωπό του κι έδειξε τον δρόμο από τις παντόφλες του μέχρι τον ουρανό. Μέσα στη ρυτίδα εκείνη παλινδρομούσε, ως μινιατούρα της Αργούς με την ομιλούσα δρύινη πλώρη, δυσοίωνος και φρικτός ο χρησμός τού Μάντη Κάγχα.
«Ανόητος που είναι…» κάγχασε εις εαυτόν ο Ίφις αλλά όχι πολύ δυνατά, για να μην ανησυχήσει η γυναίκα του που δεν λεγόταν Αναξαρέτη. Ο συγγραφέας Ίφις ούτε πτωχός ήτο, ούτε νέος πλέον, ούτε καταγόταν από την Κύπρο.
«Ακούς εκεί… Να μου πει ότι για να εκδοθώ θα πρέπει να θυσιάσω τη γενειάδα μου! Τα γένεια που με τόσο κόπο και φροντίδα μεγαλώνω εδώ και χρόνια… Τα γένεια μου! Που αγαπώ ως εαυτόν…».
Πριν αποσώσει τον κάπως υπερβολικά φορτισμένο μονόλογό του, ερίγδουπος ποδοκροτημάτων ήχος, από το ασφαλτοστρωμένο οδόστρωμα, τάραξε αιφνιδίως τη σιγαλιά κάτωθι της οικίας τού Ίφι.
Στο χλωμό φως των άστρων που δεν είχαν ανατείλει, καθώς η νύχτα αργούσε ακόμα, και στις αναλαμπές τής σβηστής λάμπας υδραργύρου τού δρόμου, φασματική και ζοφερή η μορφή τού Μάντη Κάγχα, ξεπρόβαλε από το απέναντι στενό· που ―ω, της συμπτώσεως!― έφερε το συμβολικό όνομα «ΟΔΟΣ ΙΦΙ-ΓΕΝΕΙΑΣ».
«Ανόητε, Ίφι! Ματαιόδοξε, Ίφι! Δύσμοιρε, Ίφι!» κάγχασε με στεντόρεια γελαστική φωνή ο Μάντης Κάγχας, σταθείς, ως λατερνατζής σε ελληνική ταινία, ακριβώς κάτω από τη βεράντα όπου μονολογούσε μελαγχολικώς ο γνωστός συγγραφέας Ίφις. Ορθός ως η αιώνιες αλήθειες, επιβλητικός ως διοικητής μορφωτικού ιδρύματος που δίνει υποτροφίες και δυσοίωνος ως άβαταρ όλων των εφιαλτών που καταδιώκουν τους ανέκδοτους συγγραφείς, ο Μάντης Κάγχας έσεισε κατά τον ουρανό την ευμεγέθη ράβδο του που, σημειωτέον, η ορειχάλκινη κεφαλή της είχε τη μορφή του Λέοντος Τολστόι.
Ο γνωστός συγγραφέας Ίφις ένιωσε ένα ρίγος να τον περιβάλλει ως φρικώδες αιφνίδιον ράπισμα βαρδάρη ή σαν πασμίνα σε ώμους γουόναμπί τιβί περσόνας ή και εύμορφης βραβευμένης ποιήτριας με δύο ονόματα και τρία επίθετα.
«Τι προς εμέ σχετλιαστικώς κρώζεις και καγχάζεις, Μάντη κακών Κάγχα; Δεν σου είπα και τις προάλλες ότι τα γένεια μου δεν τα θυσιάζω; Ας μείνουν ανέκδοτα τα νέα μου μυθιστορήματα! Μη σώσουν και φθάσουν ποτέ εις μίσθαρνας εκδοτικάς χείρας!» ερέκαξεν ο Ίφις, έχοντας με κόπο συλλέξει πολλών ηρώων το θάρρος, από παλιά μυθιστορήματα, δικά του και άλλων, καθώς και από τηλεοπτικές σειρές και εθνικοαπελευθερωτικές αφηγήσεις.
«Δεν σε ονομάζω γι’ αυτό ανόητο, Ίφι! Ανόητο, ματαιόδοξο και δύσμοιρο σε αποκαλώ γιατί λίγα αν ήξερες, δεν θα ρωτούσες έναν Μάντη για το πώς θα εκδοθείς! Πίστεψες πραγματικά ότι μια γενειάδα ενός Ίφι αν θυσιαστεί θα πλεύσουν ούριοι άνεμοι για να οδηγήσουν τις μυθιστορίες σου σε όντως βιβλιόφιλους και ουχί μόνον φιλόκερδους Εκδότας; Άλλοι και άλλες κατέχουν από αρχαιοτάτων χρόνων την τέχνη του εκδίδεσθαι, καημένε Ίφι… Αν ήσουν γυναίκα, θα σου θύμιζα το ρητό μεταστάντος εκδότου που έλεγε και έγραφε “Οι κυρίες να εκδίδονται μόνες τους”. Πόσες και ποιες απ’ τις αγάπες σου είσαι διατεθειμένος να θυσιάσεις για να εκδόσεις πέντε, δέκα ή και είκοσι ακόμα βιβλία, αχάριστε γραφιά; Πόση από τη συγγραφική σου αξιοπρέπεια είσαι διατεθειμένος να ποδοπατήσεις για να κατακτήσεις μιαν ανύπαρκτη εκδοτική Τροία;».
Αυτά είπε ο περίφημος Μάντης Κάγχας και δίχως να καγχάσει περαιτέρω, χάθηκε μέσα στον μύθο του, ακολουθώντας τον από αιώνων προδιαγεγραμμένον δρόμο προς το τέλος της ιστορίας του· που θα ερχόταν χωρίς να προλάβει να γευτεί το κρασί που οι θρύλοι είχαν ετοιμάσει γι’ αυτόν.
Ο γνωστός συγγραφέας Ίφις, χάιδεψε σκεφτικός τα γένια του που είχαν ήδη κατσαρώσει, σαν βρεγμένου σκύλου τρίχωμα, μέσα στη νοτισμένη από πυκνούς μελανοσωρείτες ―και δια τούτο πνιγηρή― προοπτική τής ιδίοις αναλώμασι αυτοέκδοσης.
«Vanitas Vanitatum et Omnia Vanitas!» ανέκραξε σπαρακτικά. Με την κραυγή του ξύπνησε η γυναίκα του ―που δεν ονομαζόταν Αναξαρέτη― και του φώναξε:
«Τι σκούζεις, βρε ονειροπαρμένε και μου χαλάς τη σιέστα;».
«Vanitas Vanitatum et Omnia Vanitas!» επανέλαβε εκείνος πείσμων και με οργίλον ύφος και συμπλήρωσε: «Αυτό λέω και σιέστα κι άστα να πάνε, υπναρού! Και δεν είμαι ονειροπαρμένος! Φριχτά μαντέματα με παίρνουν και με σηκώνουν…».
Η ηχώ πήρε τα ξενόγλωσσα λόγια του και τα μετέφρασε αυτομάτως για να τα καταλάβει όχι μόνον η γυναίκα του ―κάτι που δεν ήταν απαραίτητο καθώς ήτο λατινομαθής― αλλά κυρίως η ευειδής νεάνις από το απέναντι σπίτι που ματαίως προσδοκούσε έναν νεύμα ευμένειας ή έστω ένα λάικ στο διαδικτυακό χρονολόγιό της από τον γνωστό συγγραφέα Ίφι, o οποίος ―όπως δήλωνε η ίδια, έχοντας διαβάσει δυο τρία βιβλία του― «δεν υπήρχε»· κάτι που μέχρι να το διερμηνεύσει και κατανοήσει ο γνωστός ―πλην άλλης γενιάς― συγγραφέας Ίφις, μια μικρή υπαρξιακή κρίση πανικού την είχε πάθει παρ’ όλο που η ευειδής νεάνις πολύ του ήρεζε και ενίοτε ερωτοτροπούσε σεμνοπρεπώς μετ’ αυτής αλλά λάικ στον τοίχο της δεν έκανε διότι φοβόταν μην του πέσει ο πόλος.
Και έτσι «Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης!» χούγιαξε η ηχώ, με απόδοση της μεταφράσεως παρασάγγας καλυτέρα τού μεταφραστικού τής γκούγκλ.
Ο γνωστός συγγραφέας Ίφις έφυγε από τη βεράντα σκυφτός και δια μέσου της κρεβατοκάμαρας κατευθύνθηκε προς το γραφείο του.
Ένιωθε τα χρόνια του, φορτωμένα με τα πικρά λόγια του Μάντη Κάγχα, να του βαραίνουν τον τέταρτο οσφυικό σπόνδυλο ωσάν να κουβαλούσε μια δωδεκάτομη ξεπερασμένη εγκυκλοπαίδεια.
Χώθηκε ―τρόπος του λέγειν― μέσα στον υπολογιστή του αναζητώντας ιστότοπους των πιο γνωστών Vanity Press (ΑΚΑ*: «Ιδίοις αναλώμασι» εκδοτικών οίκων).
Παρεμπιπτόντως, έριξε και μια δυο ματιές σε κάποια σάιτς με ξυριστικά είδη πολυτελείας. Χάιδεψε τα γένεια του.
«OMG**!» ανέκραξε, μιμούμενος την ακατανόητη φρασεολογία της δωδεκαετούς ανιψιάς του. «Ήρθε η ώρα τής αλήθειας… Μου φαίνεται ότι, ASAP***, θα πρέπει να ξεφορτωθώ πια τα μούσια… » μουρμούρισε εις εαυτόν σιβυλλικά.
* ΑΚΑ = Also Known As (Επίσης γνωστό ως)
**OMG= Oh My God (Ω, Θεέ μου!)
*** ASAP = as soon as possible (το συντομότερο δυνατόν)
01 Φεβρουαρίου 2019
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr