Πολλές φορές βλέπουμε στους τίτλους μιας ταινίας να γράφει.
”Τα ονόματα των πρωταγωνιστών είναι φανταστικά και ουδεμίαν σχέση έχουν με την πραγματικότητα”
Ε…λοιπόν μια τέτοια ιστορία θα σας πω.
Αθήνα, αρχές του 1950 και σε μια γειτονιά που την λέγανε Ριζοπολιστάν υπήρχαν μόνο μικρές μονοκατοικίες και δυο-τρία διώροφα που τα είχαν κάποιοι λίγο πιο ματσωμένοι. Οι άντρες στις δουλειές, οι γυναίκες στην φροντίδα του σπιτιού και τα παιδιά να παίζουν κλεφτοπόλεμο και μπάλα στις μικρές αλάνες.
Υπάρχει μια παρέα από τέσσερις άντρες μάγκες που μιλάνε στην αργκό.
Τον Λιάκουρα.
Αλανιάρη,τσίφτη και πολύ καλό οδηγό. Μάλιστα μετά την κατοχή είχε οδηγήσει και «γκαζοζέν» δηλαδή οχήματα που διέθεταν ένα μεγάλο ντεπόζιτο στη ουρά ή στο καπό, όπου παρασκευαζόταν αέριο ξυλόπνευμα από ξηρά απόσταξη ξύλων ή λιθάνθρακα, το οποίο διοχετευόταν στον κινητήρα. Αγκομαχούσαν στις ανηφόρες και όπως έλεγε ο ίδιος. Ρε σεις για να πάω από την πλατεία Κάνιγγος στο Μαρούσι έπρεπε να είχα και τα ξουριστικά μαζί μου γιατί μέχρι να φτάσω έβγαζα γένια.
Τον Λάμπη.
Οικοδόμο, μπογιατζή, καλλιτέχνης δηλαδή. [Όπως έλεγε και ο ίδιος] και το βραδάκι στην ταβέρνα να τους λέει. Πάλι ζωγράφισα σήμερα στο σπίτι της κυρά Ζαφείρως. Το έκανα τρικολόρε! Όπως μου το ζήτησε.
Τον Γιάγκο.
Άλλος μάγκας με το τρίκυκλο του γεμάτο με ξηρά καρπά να κάνει πιάτσα έξω από τα καφενεία και τα γήπεδα του Απόλλωνα και της ΑΕΚ για να τα πουλήσει φωνάζοντας. Πάρτε φρέσκα, μόλις τα έβγαλα από τη χόβολη!
Τον Κώστα τον Γερμανό!
Τον φώναζαν έτσι γιατί όταν έπαιζε μπάλα φόραγε ένα ζευγάρι μπότες ξεχαρβαλωμένες που είχε κλέψει στην κατοχή από ένα Γερμανό!
Ο Λιάκουρας έχει δυο κόρες, δυο γιους ο Λάμπης και ένα κι’ένα ο Γιάγκος. Όταν ήταν καλός ο καιρός πηγαίνανε στην ταβέρνα του Γιώργου του Σπανού που είχε έξω στον μικρό χωματόδρομο μερικά τραπεζάκια, αλλά τον χειμώνα στου Παναγιώτη το κουτούκι χωμένο σ’ένα αδιέξοδο στενό.Στην παρέα τους πάει και κάθεται ένας αρκετά μικρότερος τους ο Μιμίκος. [Σκέτος, χωρίς την Μαίρη]. Του αρέσει όπως μιλάνε, δεν πολυκαταλαβαίνει την γλώσσα τους και κάθε τόσο τους ρωτάει τι είπαν.
Εκείνη την εποχή ο Λιάκουρας έχει ένα μαύρο φορτοταξί Citroen με τις μπροστινές πόρτες να ανοίγουν ανάποδα,βαμμένα τα λάστιχα άσπρα, μικρούς μαρσπιέδες και τους καθαριστήρες να κρέμονται στο παρμπρίζ.
Μάλιστα ο διακόπτης τους ήταν μέσα και πάνω από τον καθρέφτη και έμοιαζε με αυτούς τους στρογγυλούς από βακελίτη που είχαν στα σπίτια. [Όσα είχαν βέβαια ρεύμα]. Είχε πάντοτε ένα βελούδινο πανί στην κωλότσεπη για τα παπούτσια και ένα φτερό για να είναι πάντα καθαρό το αμάξι.
Αραιά και που όταν είχαν δυο, τρία τάλαρα ο καθένας πηγαίνανε πίσω από την δημαρχία που ήταν ένα καπηλειό με την ταμπέλα απέξω να γράφει ”Τρεις μπαίνουν οι δυο χάνονται!”. Είχε ένα γραμμόφωνο και έπαιζε πλάκες των 78 στροφών. Τσιτσάνη, Βαμβακάρη, Παπαϊωαννου, Τούντα και όλα τα βαριά χασικλίδικα… Τα έπιναν, κάπνιζαν τους λουλάδες που πρώτος άναβε ο Λάμπης και οι άλλοι να του φωνάζουν-βάρδα φουρνέλο-. Ένα βράδυ βγαίνοντας από το μαγαζί είναι τόσο σουρωμένοι που είχαν ξεχάσει σε πιο στενό είχαν αφήσει το αυτοκίνητο και ψάχνοντας να το βρουν χαθήκανε. Μετά από ώρα γύρισαν στο Ριζοπολιστάν ο Λιάκουρας με τον Γιάγκο. Ο Λάμπης με τον Γερμανό γύρισαν το πρωί με τα πόδια.
Μετά από δυο μέρες συναντήθηκαν στην γνωστή ταβέρνα και τώρα προσέξτε τον διάλογο τους.
Ρε συ Λάμπη, προχτές το βράδυ στην υπόγα, δεν σακκουλεύτηκες που είχαμε αφήσει το αυτοκίνητο.!
Λιάκουρα, ούτε σακουλεύτηκα, ούτε τσουβαλιάστηκα και το μόνο που θυμάμαι είναι ότι πήρα τον Γερμανό από το χέρι και φτάσαμε στο Βοτανικό. Είδαμε την πούλια μαζί με τον αυγερινό να μας λένε! Ακολουθήστε τις γραμμές του τρένου προς τα πάνω και θα φτάσετε σπίτι σας.
Ευτυχώς που δεν φόραγα τις μπότες λέει ο Κώστας, γιατί θα τις ξέχναγα και άντε μεθαύριο στον αγώνα πως θα έκανα τρίπλες!
Σηκώνεται όρθιος ο Γιάγκος…
Σας ακούω τόση ώρα που μιλάτε. Εγώ το μόνο που ξέρω και θέλω να πω είναι ότι ο Λιάκουρας έκανε εφτά λεπτά μαζί με κάτι ψιλά να γυρίσουμε, λάδι η Πατησίων σας λέω, δεν κούναγε καθόλου…!
Πρώτος ”έφυγε…ο Λάμπης, μετά ο Λιάκουρας και ακολούθησε ο Γιάγκος. Έμειναν ο Γερμανός που μένει κάπου στη Ραφήνα και όταν πίνει τον καφέ του κάνει κυκλάκια με τον καπνό του τσιγάρου και τα στέλνει στον ουρανό στα φιλαράκια του και ο Μιμίκος με το ταξί που έχει τώρα να ψάχνει κάπου στα Χαυτεία να βρει το καπηλειό…
Στέλνω ένα τραγούδι του Παναγιώτη Τούντα και ένα του Βασίλη Τσιτσάνη [Τσίλα] στην παρέα του Λιάκουρα.
Γιάννης Παπαϊωάννου.
Υ.Γ.Στον Μιμίκο του έχουν πέσει από μικρός τα μαλλιά. Είναι δηλαδή τελείως Cabrio, μόνο στο πλάι έχει, πόρτες, φτερά και αρκετά πίσω στο πορτ-παγκάζ.
Φοράει πάντα μια καρώ τραγιάσκα [ Εμ με αυτούς που έκανε τόσα χρόνια παρέα…] δεν πήγαινε πίσω στην μαγκιά και μετά από χρόνια σε μια κούρσα που έχει πάρει με το ταξί κάποια στιγμή βγαίνει από ένα στενό ένα αυτοκίνητο και παρά λίγο να τρακάρουν.
Σταματάει ο άλλος οδηγός, κατεβαίνει από το αυτοκίνητο, βλέπει τον Μιμίκο με την τραγιάσκα και τα μαλλιά να είναι μπόλικα στο πλάι και πίσω και του λέει.
Πρόσεχε ρε μαλλιά ταξιτζή, θες να με σκοτώσεις.;
Οπότε βγάζει την τραγιάσκα ο Μιμίκος και του λέει.
Ποιον είπες μαλλιά ρε παλιοσκατόφατσα;
Ακόμα γελάνε και οι δύο…