Χειμώνας 1942 στην Αθήνα.
Στο σπίτι τής Ρίνας της Αθηναίας, στη Βίκτωρος Ουγκό, έχουν μαζευτεί από τις έξι το απόγευμα για ένα πάρτι.
Δεν είναι πάρτι γενεθλίων, δεν είναι πάρτι ονομαστικής γιορτής.
Είναι ένα ΕΑΜικό πάρτι, από τα πολλά που γινόντουσαν στην κατεχόμενη Αθήνα.
Είναι εκεί πολλές και πολλοί, συγγενείς, φίλοι, γνωστοί.
Πολλοί δίσκοι δίπλα στο γραμμόφωνο, για τους χορούς.
Πλούσια τα τρόφιμα στο τραπέζι του σαλονιού: αρκετές μικρές μερίδες λασπόψωμου από σκουπάλευρο (κάποιες από κουπόνια αδήλωτων πεθαμένων), σταφίδες με μπόλικα θρεπτικά κοτσανάκια, στραγάλια, συκωτάκια με κουκούτσι (αυτά που πριν και μετά την κατοχή τα λέγανε ελιές), λίγα χαρούπια, μπόλικη ανέρωτη και νερωμένη ρετσίνα και άλλα εκλεκτά εδέσματα.
Σε αντίθεση με το αρκούδι που ―όπως λένε― όταν είναι νηστικό δεν χορεύει, η παρέα ξεκίνησε τον χορό δίχως να νοιάζεται για την πείνα.
Τα πάρτι εκείνα κρατούσαν συνήθως μέχρι το πρωί.
Οι Γερμανικές Αρχές Κατοχής είχαν επιβάλλει αυστηρή απαγόρευση της κυκλοφορίας από τις 11 το βράδυ μέχρι τις 6 το πρωί.
Και οι πέντε έξι ώρες, μέχρι τις 11 το βράδυ είναι πολύ λίγες για να γίνουν όλα. Συνεννοήσεις, προγραμματισμός για συσσίτια και άλλα και χορός.
Οπότε το γλέντι και ο χορός, τα αστεία και τα τραγούδια ―χαμηλόφωνα τα απαγορευμένα― θα συνεχιζόντουσαν μέχρι το χάραμα.
Κι αν κάποιος ή κάποια νύσταζε, υπήρχε πάντα ένας καναπές, ένα κρεβάτι ή στρωματσάδα, με μια δυο κουβέρτες.
Λίγο μετά τις 11 το βράδυ, ακούστηκαν δυνατά χτυπήματα στην πόρτα.
Οι γλεντιστές σώπασαν και κοιτάχτηκαν τρομαγμένοι.
Η Ρίνα η Αθηναία πήγε να ανοίξει.
Είδε στο άνοιγμα έναν σαραντάπηχο νεαρό Γερμανό στρατιώτη να την χαιρετά στρατιωτικά και να ζητάει να μπει μέσα στο σπίτι.
Η Ρίνα μπορεί να μην ήξερε γερμανικά αλλά η διεθνής γλώσσα τού σώματος αρκούσε. Τον προσκάλεσε να μπει.
Θα μπορούσε άλλωστε να αρνηθεί στον «κατακτητή» να μπει στο σπίτι της;
Εδώ είχαν πατήσει την Ακρόπολη…
Δεν χρειαζόταν και πολύ για να καταλάβουν ότι ήταν λιάδα στο μεθύσι.
Γύρω στα είκοσι, είκοσι τρία το πολύ να ήταν.
Μπήκε κουνιοτράμπαλος στο σαλόνι, χαιρέτισε με ασταθή υπόκλιση την ομήγυρη και ρώτησε τι γιορτάζουν.
Ο Λ., που ήξερε γερμανικά, είπε ότι γιόρταζαν τους αρραβώνες του με την Π.
Οι «αρραβώνες» ήταν η πιο συνηθισμένη πρόφαση για τα πάρτι εκείνα.
Ούτε γενέθλια, ούτε γιορτές.
Ο Γερμανός ευχήθηκε συγχαρητήρια, να ζήσουν και κάτι άλλα.
Με τα χίλια ζόρια κατάφερε να φτάσει στον μεγάλο καναπέ όπου κάθισε σαν τσουβάλι.
Η ανάσα του μύριζε κρασοπουλειό.
Μετά από λίγο ξάπλωσε, όπως ήταν. Νυμένος και με τις μπότες του.
Σε λίγα δευτερόλεπτα ροχάλιζε.
Τον έβλεπαν να κοιμάται του καλού καιρού, με το παλτό ανοιχτό και με το πιστόλι να φαίνεται στη ζώνη του.
Πολλές σκέψεις άρχισαν να γίνονται και να λέγονται ψιθυριστά.
«Να τον σκοτώσουμε και να τον θάψουμε στην αυλή!»
«Με τι;» «Με το πιστόλι του!» «Και ο κρότος;» «Θα το τυλίξουμε σε πετσέτα» «Και πάλι… Θα ακουστεί» «Να τον μαχαιρώσουμε!» «Να τον στραγγαλίσουμε!»
«Να τον δέσουμε, να τον φιμώσουμε, να του γράψουμε ΕΑΜ στην πλάτη και να τον αφήσουμε στον δρόμο.» «Να τον πάμε στον δρόμο και να τον δέσουμε σε μια κολώνα με γαλάζιες και λευκές κορδέλες στον λαιμό…» «Να τον γδύσουμε πρώτα και μετά να τον δέσουμε! Να ρεζιλέψουμε και τη Βέρμαχτ!»
Πολλές ιδέες αλλά καμιά και κανένας δεν είχε ούτε τα κότσια αλλά ούτε και τη διάθεση να υλοποιήσει καμιά από τις ευφάνταστες όσο και πατριωτικές εκείνες προτάσεις.
Ο νεαρός ―και όμορφος, απ’ όσο μας λέγανε πολλά χρόνια μετά― κατακτητής ροχάλιζε και οι κατακτημένοι αποφάσισαν ότι το καλύτερο που είχαν να κάνουν ήταν να συνεχίσουν το γλέντι.
Δυνάμωσαν τη μουσική, ονόμασαν Φριτς τον άγνωστο Γερμανό στρατιώτη και χόρευαν δίπλα από τον καναπέ όπου ο «Φριτς» ροχάλιζε αμέριμνος και με πλήρη άγνοια του κινδύνου που ―πλέον δεν― τον απειλούσε.
Οι ιδέες για τον σκοτωμό του είχαν αντικατασταθεί από προπόσεις και ευχές προς τον μεθυσμένο νεαρό:
«Στην υγειά σου, ρε Φριτς!», «Άντε να ξεκουμπιστείτε όλοι σας και να γυρίσεις στο σπιτάκι σου, ρε Φριτς!» «Καλά στερνά να έχεις, ρε Φριτς!» «Κι άμα τελειώσει ο πόλεμος, να μας γράφεις, Φριτς!», «Και κοφ’ το, ρε Φριτς, το πιοτό! Αφού βλέπεις ότι δεν το σηκώνεις!».
Κατά τις 6 το πρωί, ο κατακτητής ξύπνησε.
Σηκώθηκε, χαιρέτησε, ευχαρίστησε για τη φιλοξενία, πήγε προς την εξώπορτα και βγήκε ―ολοζώντανος― στον δρόμο.
Το ΕΑΜικό πάρτι συνεχιζόταν.
Η Ρίνα η Αθηναία ήταν η γιαγιά μου, μητέρα της μαμάς μου.
Αυτή την ιστορία μας τη λέγανε συχνά.
Αυτό που πάντοτε λέγανε, όταν αναφερόντουσαν σε εκείνο το περιστατικό, ήταν ότι ο «Φριτς» μάλλον είχε ξεμείνει μπεκρουλιάζοντας έξω από τον στρατώνα του και φοβόταν να γυρίσει πίσω, για να μην τιμωρηθεί από τον ανώτερό του.
Αυτό που δεν έμαθα ποτέ ―πέρα από το αν επέζησε του πολέμου ο «Φριτς»― και πάντα έχω αυτή την απορία, είναι το για ποιο λόγο είχε μεθύσει τόσο πολύ εκείνο το βράδυ στην Αθήνα, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά απ’ τον τόπο του.
09 Οκτωβρίου 2019
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr