Ο Μάνος Στεφανίδης είναι Ιστορικός Τέχνης και Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ.
Διαβάστε τα άρθρα του Μάνου Στεφανίδη ΕΔΩ
Αχ Άκο μου τι ωραία που συνταίριαξες τα χοντροκόκκινα και τα βιολέ που μπλεδίζουν πάνω στην ψυχρή ώχρα σ’ αυτό τον πίνακα. Κι έπειτα ο καθρέφτης που διπλασιάζει τον χώρο, το εύρημα του Las Meninas που το απογείωσες σε μια σειρά έργων και το έκανες δικό μας. Βάζοντας την ιθαγενή μας ζωγραφική, τους νεκρούς και τους βασανισμένους του Εμφυλίου, δίπλα στις ανάλογα τυραννισμένες φιγούρες του Kitaj και του Bacon. Ευρωπαίος επειδή Έλληνας.
Σωστά το είπε η Κάτια ότι γύρευες την ομορφιά παντού. Και πάντως εκεί που δεν την ψάχνουμε συνήθως οι υπόλοιποι και που διαφέρει από την εύκολη, την πρόστυχη ομορφιά των πολλών. Στις γωνιές του εργαστηρίου σου στην οδό Βατάτζη, εμπρός σε μια κούπα μαύρου καφέ ή ένα ποτήρι ρακή, την ψηλαφούσα την ομορφιά σου … συχνά περίτρομη, ανήσυχη, έτοιμη να φωλιάσει στους δυστοπικούς καμβάδες σου. Επειδή μόνο εκεί ένιωθε καλά.
Ξέρω φίλε μου ακριβέ, Κυριάκο μας, πως κι απόψε θα ‘ρθεις στο ατελιέ, θα κατέβεις με το εσωτερικό ασανσέρ που διευκόλυνε τη μέση σου, από το ρετιρέ του ουρανού στο υπόγειο, θα ανάψεις τη λάμπα με το έντονο, ψυχρό φως, θα βγάλεις τα πινέλα από το νέφτι και θα ψάξεις πάλι εκείνο το γυμνό κορίτσι που κρυώνει και που κάποτε μάς είχε αγαπήσει. Ή, ίσως, τον πεινασμένο άντρα με τα δεμένα μάτια που βασανίζουν ακόμη σε κάποια από τις φυλακές του κόσμου. Κι ενώ εσύ, Άκο, ήθελες μόνο να ζωγραφίζεις τον έρωτα και την επιθυμία και την αγάπη και το φως της αγάπης, η φωνή της συνείδησης σου επέμενε πως έπρεπε να ανοιχτείς και στη νύχτα και στο σκοτάδι και στα φαντάσματα τους. Στο σκότος του ερέβους αν πρέπει να πεις την αλήθεια με την τίμια, τη σιγανή φωνή σου.
Έπρεπε, επίσης, δίπλα στα εγκαταλειμμένα κορίτσια να βάζεις πάντα κι ένα σκυλί που λουφάζει. Άλλοτε σαν απειλή κι άλλοτε σαν φόβος. Κι αυτό έκανες πάντα. Συνδύαζες αυτά που όλοι οι άλλοι αδυνατούσαν να συμφιλιώσουν. Γι’ αυτό κι η τέχνη σου είναι τόσο γλυκόπικρη. Επειδή είναι τόσο αληθινή. Ώστε να μην χωράει στις εφήμερες πολιτικές και τα νιτερέσα των εκάστοτε αχθοφόρων της εξουσίας.
Σκέφτομαι, αλήθεια, πόσο σινεμά κρύβουν οι ζωγραφισμένες ιστορίες σου και πόση, ανάλογα, ζωγραφική τα εξαντλητικά σχεδιασμένα καρέ των ταινιών σου. Πόση έντεχνη παιδικότητα. Αφού πάντα ήσουν ένα μεγάλο παιδί. Κι αυτό αγάπησε περισσότερο επάνω σου η Κάτια.
Αλήθεια Κυριάκο δεν σ’ έχω ακούσει ποτέ να φωνάζεις! Δεν είναι περίεργο; Ποτέ να υψώνεις τη φωνή σου. Αυτή τη φωνή που την έχω τώρα μέσα στ’ αυτιά μου. Γλυκιά, σιγαλή, υποβλητική. Πάντα λίγο παραπονεμένη. Μια φωνή στην οποία κανείς δεν μπορούσε να αρνηθεί τίποτα!
Κυριάκο μου…
Θυμάμαι τώρα το “Τέμπλο” σου με τους άγιους και τους δαίμονες του σύγχρονου δράματος μας ως οξυδερκή αναφορά στον Κόντογλου, τον Τσαρούχη και τον Αϊζενστάιν συγχρόνως… Θυμάμαι, επίσης, την “Ώρα” και τον Μπαχαριάν, την αναδρομική στο Μπενάκη, την “Άλλη Γκουέρνικα” στην Λάρισα και το ΜΙΕΤ. Θυμάμαι ακόμη πόσο είχες στενοχωρηθεί που ο μικρόψυχος διευθυντής δεν με είχε αφήσει να μιλήσω στα εγκαίνια. Ή, οι άλλοι ανόητοι που δεν σε έχουν εκτεθειμένο στο ΕΜΣΤ. Τη ζωγραφική αλλά και τις ταινίες σου. Σκέφτομαι πως δεν σε έστειλαν ποτέ στη Μπιενάλε… Τι κρίμα… Όχι για σένα, για εμάς.
Η τραγωδία αυτού του τόπου είναι πως συνεχώς πρέπει να δίνουμε μάχη για τα αυτονόητα. Μάχη για να υπερασπιστούμε εκείνη την ιστορία που οι πολλοί βιάζονται ή να αποκρύψουν ή να ξεχάσουν. Ή, ακόμη χειρότερα, να την διαπομπέψουν.
Φίλε
…είσαι τώρα, επιτέλους, ευτυχισμένος μέσα στη πολύχρωμη αθανασία σου, χωρίς πια τους φριχτούς πόνους που σε βασάνισαν και τους φριχτούς ανθρώπους που σε πονούσαν ακόμη περισσότερο. Χωρίς άλλα μαύρα, γκρίζα ή φαιοπράσινα. Τώρα πορεύεσαι ανάμεσα στα λευκά και τα χρυσοκόκκινα των ήλιων που καταυγάζουν το σύμπαν. Τα δάκρυα απομένουν μόνο σε εμάς. Και βέβαια μάς στηρίζει το έργο σου που είναι πιο επίκαιρο από ποτέ. Πιο ετοιμοπόλεμο!