
Οι Συνεδρίες πραγματοποιήθηκαν από τις 6 Οκτωβρίου 2022 και ολοκληρώθηκαν στις 8 Οκτωβρίου 2022 στην Ρόδο. Θερμές ευχαριστίες στον Εκκλησιαστικό Τηλεοπτικο Σταθμό Θάρρι της Ι.Μ.Θάρρι Ρόδου και τον Αρχιμανδρίτη π.Νεκτάριο Πόκκια που κάλυψε βιντεοσκοπικά το Συνέδριο και το παραχώρησε στην Πόρτα.
Ἐπίσημα Συμπεράσματα τοῦ 5ου Διεθνοῦς Συνεδρίου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιά τήν ποιμαντική στόν Χῶρο τῆς Ὑγείας
Μέσα σέ ἕνα κόσμο πού ἔχει πληγεῖ ἀπό μιά θανατηφόρα Πανδημία καί πού δοκιμάζεται ἀπό κοινωνική ἀναταραχή, μαζί μέ ἀπειλές πολέμων καί τίς συνέπειες ἀπό τό ξέσπασμά τους, διεξήχθη τό 5ο Διεθνές Συνέδριο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου γιά τήν Ποιμαντική Διακονία στόν Χῶρο τῆς Ὑγείας στή Ρόδο, μεταξύ 5ης καί 9ης Ὀκτωβρίου 2022. Μέ τίς εὐχές καί τίς εὐλογίες τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, τό Συνέδριο ὀργανώθηκε μέ ἀφοσίωση καί ζῆλο ἀπό τό Πατριαρχικό Δίκτυο γιά τήν Ποιμαντική Διακονία στόν Χῶρο τῆς Ὑγείας. Ἐκπρόσωπος τῆς Αὑτοῦ Παναγιότητος ἦταν ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ρόδου κ. Κύριλλος, ὁ ὁποῖος εἶναι καί Πρόεδρος τοῦ Πατριαρχικοῦ Δικτύου. Μέ τήν εὐγενική προσφορά τῆς Ἀξιότιμης Οἰκογένειας Καμπουράκη, οἱ ἐργασίες τοῦ Συνεδρίου φιλοξενήθηκαν στό Συνεδριακό Κέντρο τοῦ ξενοδοχείου «Ρόδος Παλάς», ἐνῶ στό ἴδιο ξενοδοχεῖο κατέλυσαν καί οἱ 200 σύνεδροι.
Οἱ σύνεδροι ἦταν ἐκπρόσωποι ἀπό τίς Ἀρχιεπισκοπές καί τίς Μητροπόλεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, τῶν Πατριαρχείων τῆς Ἀλεξανδρείας καί τῶν Ἱεροσολύμων, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, τῆς Σερβίας, τῆς Ἑλλάδος, καί τῆς Ἀλβανίας. Συμμετεῖχαν Καθηγητές τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν τῆς Θεσσαλονίκης, τῆς Ἀθήνας, τῆς Βοστώνης καί τῆς Ἀνωτάτης Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκαδημίας τῆς Ἀθήνας, καθώς καί Καθηγητές διαφόρων ἄλλων σχολῶν ἀνά τόν κόσμο˙ ὑπῆρξαν ἐπίσης ἐκπρόσωποι τῆς Ὀρθόδοξης Ἀκαδημίας τῆς Κρήτης καί τῆς Ἀκαδημίας τοῦ Βόλου˙ ἐκπρόσωποι διαφόρων εἰδικῶν ἱδρυμάτων καί συλλόγων˙ ἐκπρόσωποι τῶν Συνδέσμων Ὀρθοδόξων Ἰατρῶν καί Ἐπαγγελματιῶν Ὑγείας πού συνδέονται μέ τό Πατριαρχικό Δίκτυο˙ συμμετεῖχε ἡ Συντονίστρια τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Δικτύου στόν Χῶρο τῆς Ὑγείας. Ἀκόμη, συμμετεῖχαν πολλοί ἀπό τόν ἰατρονοσηλευτικό χῶρο τῆς Ἑλλάδας καί τῆς Εὐρώπης, ἔχοντας τήν ἀνάλογη ἐκπαίδευση, οἱ ὁποῖοι προσῆλθαν αὐτοβούλως, μέ σκοπό νά συνδεθοῦν μέ αὐτή τήν πρωτοβουλία τῆς Μητέρας Ἐκκλησίας.
Τό θέμα τοῦ Συνεδρίου ἦταν: «Φροντίζοντας γιά τήν ἀνθρωπότητα σήμερα, μεριμνοῦμε γιά τήν ἀνθρωπότητα τοῦ αὔριο». Τό θέμα αὐτό ἐπιλέχθηκε ἐπειδή, στούς χαλεπούς καιρούς πού ζοῦμε, ἔχει δημιουργηθεῖ μιά νέα πραγματικότητα, στην ὁποία ἐπικρατεῖ ἡ ἀνασφάλεια καί ἡ ἀβεβαιότητα. Αὐτή ἡ πραγματικότητα μᾶς φέρνει μπροστά σέ νέες προκλήσεις. Τό θέμα τοῦ Συνεδρίου κρύβει δύο βασικά ἐρωτήματα: Πρός ποιά κατεύθυνση πρέπει τώρα νά πορευτοῦμε μετά ἀπό τόσα πού ἔχουμε περάσει; Τί κόσμο θά ἑτοιμάσουμε γιά τίς μελλοντικές γενεές τῆς ἀνθρωπότητας; Αὐτά εἶναι δυό κρίσιμα καί διαχρονικά ἐρωτήματα γιά τήν κοινωνία πού ζοῦμε καί γιά τήν Ἐκκλησία πού ἀνήκουμε.
Βέβαια, ὅπως εἶπε ὁ Παναγιώτατος στόν χαιρετισμό του πρός τούς συνέδρους, σέ καμία περίοδο στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας δέν ὑπῆρξαν εἰδυλλιακές καταστάσεις οὔτε θά ὑπάρξουν στό μέλλον, ἀλλά ἔχουμε τήν εὐθύνη σέ κάθε περίοδο καί σέ κάθε κατάσταση νά διακονήσουμε τόν συνάνθρωπο ὡς μάρτυρες τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως. «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ τόπος καί ὁ τρόπος ὅπου καί ὅπως ὁ Θεός κατεργάζεται τήν σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἡ δέ χριστιανική μαρτυρία εἶναι ἀδύνατον νά δοθῆ ἀπό ἐσωστρεφεῖς καί ἀδιαφόρους διά τά “τῶν ἀνθρώπων πράγματα” πιστούς».
Ἡ εὐθύνη νά διακονήσουμε, νά φροντίσουμε καί νά μεριμνήσουμε προϋποθέτει ὅτι δέν θά μείνουμε παρατηρητές τῶν γεγονότων ἀλλά θά θέσουμε τόν ἑαυτό μας ὡς πρόθυμο διάκονο μπροστά στό κάλεσμα τοῦ Χριστοῦ, πού λέει: «ποίμαινε τά πρόβατά μου». Προϋποθέτει ἐπίσης τή διάθεση νά προβοῦμε σέ μιά αὐστηρή αὐτοκριτική, νά διαπιστώσουμε τά κενά μας, ὥστε νά βελτιώσουμε καί νά ἀλλάξουμε τόν τρόπο πού διακονοῦμε καί φροντίζουμε τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί τόν κάθε συνάνθρωπό μας. Ὅπως τόνισε ὁ Συντονιστής τοῦ Πατριαρχικοῦ Δικτύου, π. Σταῦρος Κοφινᾶς, «χωρίς τή φλογερή διάθεση νά ἀλλάξουν οἱ καταστάσεις πού ζοῦμε, αὐτά τά Συνέδρια τοῦ Πατριαρχείου δέν ἔχουν νόημα… Ἡ δέ Ἐκκλησία θά μείνει στό περιθώριο τῆς κοινωνίας καί τῆς ζωῆς, διχασμένη, μακριά ἀπό μιά γνήσια χριστιανική ὀρθόδοξη ἔκφραση, ριζωμένη σέ μιά τυπολατρία καί σέ ἕναν θρησκευτικό παραλογισμό, ἀνήμπορη νά ἀπαντήσει στίς ὑπαρξιακές ἀναζητήσεις τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου».
Γύρω ἀπό αὐτό τό θέμα καί μέ αὐτό τό πνεῦμα, πού συνδυάζει στήν πραγματικότητα παρελθόν, παρόν καί μέλλον, οἱ εἴκοσι ἕξι ὁμιλητές ἐξέφρασαν ἐποικοδομητικές σκέψεις καί προβληματισμούς, προκαλώντας ἐνδιαφέρουσες συζητήσεις. Ὁ τρόπος πού ξετυλίχθηκαν οἱ συζητήσεις, μέσα σέ ἕνα ἐλεύθερο καί ἀνοικτό πνεῦμα διαλόγου, ἀνέδειξε, γιά μία ἀκόμη φορά, τόν διαλεκτικό καί ἑνοποιητικό ρόλο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τοῦ Ποιμαντικοῦ Δικτύου του. Ὅπως τόνισε ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ρόδου στήν ἔναρξη τοῦ Συνεδρίου, στίς μέρες μας, αὐτός ὁ ἑνοποιητικός ρόλος εἶναι ἰδιαίτερα ἀναγκαῖος: «Ἡ Πανδημία ἀπείλησε τό Ἐκκλησιαστικό Σῶμα καί τήν ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη σάν μιά πυρκαγιά πού σαρώνει τά πάντα, καταστρέφοντας ζωές καί περιουσίες. Ὅμως, πάνω ἀπ’ ὅλα, ἡ Πανδημία ἔχει φέρει σέ κίνδυνο τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν μεταξύ μας σχέσεων. Αὐτή εἶναι καί ἡ πιό σοβαρή ἀπειλή τῆς Πανδημίας, γιατί ὑποσκάπτει τή δυνατότητα κάθε θεραπευτικῆς προσπάθειας. […] Δέν θά πρέπει νά ἀφήσουμε τίς “στάχτες” τῆς Πανδημίας νά μᾶς κυριεύσουν καί νά μᾶς κατακλύσουν. Θά πρέπει νά μεριμνήσουμε γιά τήν ἀνθρωπότητα σήμερα, καλλιεργώντας τό πνεῦμα τῆς ἑνότητας, ὥστε νά φροντίσουμε γιά μιά ἀνθρωπότητα τοῦ αὔριο πού θά εἶναι πιό ἐνισχυμένη μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ».
Στήν προσπάθεια νά ἐντοπισθοῦν οἱ αἰτίες, ὥστε νά προκύψει ἡ «θεραπεία» αὐτῆς τῆς διχόνοιας, ἡ εἰδικότερη θεματολογία τοῦ Συνεδρίου κινήθηκε σέ πολλά ἐπίπεδα, τά ὁποῖα ὅμως συνέκλιναν μέ διάφορους τρόπους μεταξύ τους καί λειτούργησαν ὡς συγκοινωνοῦντα δοχεῖα.
Διαπιστώθηκε ἐν πρώτοις ὅτι ἕνας βασικός λόγος αὐτῆς τῆς διχόνοιας προέρχεται ἀπό μιά μαγική ἀντίληψη τῶν πραγμάτων, ἰδιαίτερα στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αὐτοῦ τοῦ φαινομένου εἶναι ὅτι πολλοί ἀποδίδουν τίς κακουχίες τους καί τίς δυσκολίες τους σέ αἰτίες μαγικοῦ τύπου. Ἐπιπλέον, ἀναζητοῦν εὔκολες λύσεις στά προβλήματά τους σ’ ἕνα μαγικό πλαίσιο. Δυστυχῶς, ἀρκετές φορές, καλλιεργεῖται καί ἀναπαράγεται ἡ μαγική κατανόηση τῶν πραγμάτων στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, κυρίως μέσα ἀπό λατρευτικές ἐκδηλώσεις πού ἀπέχουν ἀπό μιά εὐχαριστιακή θεολογία καί μιά ἱερότητα τῶν πραγμάτων καί πού καλλιεργοῦν ἕνα εἶδος ἐκκλησιαστικῆς εἰδωλολατρίας. Ἡ μαγική ἀντίληψη τῶν πραγμάτων δέν ἀφήνει τόν ἄνθρωπο νά ἐμβαθύνει στόν ἑαυτό του καί νά ἀποκτήσει ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ του. Αὐτό ὑπονομεύει κάθε προσπάθεια συμφιλίωσης καί διαστρεβλώνει τήν πραγματική ἔννοια τῆς ἀγάπης καί τῆς Θείας Χάριτος.«Ὁ μαγικῶς θρησκεύων βασίζεται στήν ἀσφάλεια τῆς διαδικασίας, ἐνῶ ὁ πιστός τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ βασίζεται στή διαβεβαίωση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ ὅτι θά εἶναι πάντοτε “πιστός” στή Διαθήκη μέ τόν λαό του, ἀλλά μέ ὅποιον τρόπο ἐμπνέει ἡ ἐλευθερία του, καί μέ ὅποιον τρόπο ἀναιρεῖ κάθε μαγεία».
Δυστυχῶς, αὐτή ἡ μαγική ἀντίληψη συμπλέκεται μέ τήν προβολή ἑνός Χριστοῦ πού εἶναι ἕνας ἀπάνθρωπος καί ἐχθρικός ἐξουσιαστής, ἕνας θαυματοποιός μάγος, πού σπέρνει τόν φόβο καί ἐπιβάλλει μιά ἠθικιστική ἀντιμετώπιση τῶν ἀνθρώπινων καταστάσεων. Εἶναι ἕνας Θεός «ὁ ὁποῖος, προκειμένου νά προσλάβει τόν ἄνθρωπο, θά τοῦ ἐπέβαλλε πρῶτα καί πρίν ἀπ’ ὅλα τήν ἐγκατάλειψη τῶν στοιχειωδῶν πού συνιστοῦν τήν ἀνθρωπινότητά του». Μιά τέτοια χριστολογία, πού ταυτίζεται μέ τίς διδασκαλίες τοῦ Νεστόριου καί τοῦ Ἀπολλινάριου, παράγει μιά ἀνθρωπολογία πού «χτίζεται στό βωμό τῆς ἀπόλυτης ἀπόρριψης, πάνω στόν ὁποῖο θυσιάζεται, χωρίς καμία αἴσθηση γιά τήν τραγωδία τοῦ πράγματος, ἡ ἀνθρώπινη φύση». Δημιουργεῖ καί ἀναπαράγει μιά ἠθικιστική θρησκευτικότητα, μιά συστημική ὑποκρισία καί, συνεπῶς, μιά ψευδῆ φιλανθρωπία, πού ἀφαιρεῖ τό μυστήριο τῆς σχέσης καί τῆς συνάντησης, καθώς καί τῆς τελικῆς ἕνωσης πού ἐπιτρέπει τήν εἴσοδο στόν παράδεισο τῆς κοινωνίας. Συνεπῶς, παραποιεῖ τήν ἔννοια τῶν δαιμόνων καί τῆς πραγματικῆς ἔννοιας τῆς ἴασης, ὅπως αὐτή φανερώνεται στήν Καινή Διαθήκη.
Βασικοί συντελεστές καί φορεῖς αὐτῆς τῆς νοσηρῆς νοοτροπίας σήμερα εἶναι ἀρκετοί κληρικοί, οἱ ὁποῖοι συμβάλλουν στή σύγχυση καί τή διαίρεση τόσο τῶν μελῶν τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ –τῆς Ἐκκλησίας– ὅσο καί τῆς εὐρύτερης κοινωνίας. Ἡ ποιμαντική πού ἀσκοῦν γεννᾶ διάφορες πνευματικές καί ψυχολογικές παθολογίες καί ἐμποδίζει τόν κάθε εἴδους ἐποικοδομητικό διάλογο. Ἡ ρίζα αὐτοῦ τοῦ φαινομένου εἶναι ἡ προβληματική καί ἀνεπαρκής διαμόρφωση τοῦ ποιμένα. Στό Συνέδριο διαπιστώθηκε ὅτι πολλοί μπαίνουν στήν ἱερωσύνη ἀπό ἕναν ἁπλό ἐνθουσιασμό ἤ μιά διάθεση γιά μίμηση ἑνός κληρικοῦ-προτύπου˙ ἀπό ἐπιθυμία γιά ναρκισσιστική ἐξύψωση ὑπεράνω τῶν ἄλλων καί ἀπόλαυση τοῦ σεβασμοῦ τους˙ ἀπό φιλοδοξία ἀναρριχήσεως τύπου «καριέρας», καί πολλά ἄλλα. Ἐπιπλέον, πολλοί ἐπιλέγουν τήν ἱερωσύνη γιά νά ἀποδράσουν ἀπό τίς εὐθύνες τῆς ζωῆς καί νά καταφύγουν σέ ἕνα “προστατευμένο” μέρος, πού θεωρεῖται ὅτι εἶναι ἡ Ἐκκλησία.Εἶναι προφανές ὅτι τέτοια κίνητρα καθιστοῦν τόν κληρικό ἀνήμπορο νά ἀναλάβει τίς ἀπαιτούμενες ποιμαντικές εὐθύνες πού συντρέχουν στήν κρίσιμη καί περίπλοκη ἐποχή πού ζοῦμε. Μάλιστα, ὅταν αὐτός πού ἔχει τήν εὐθύνη τῆς φροντίδας ἑνός συνανθρώπου κατέχεται ἀπό μιά ψυχική παθολογία (πού ἀρκετές φορές δέν εἶναι ἐμφανής), εἴτε εἶναι κληρικός εἴτε λαϊκός, μπορεῖ νά εἶναι καί ἐπικίνδυνος, ἀκόμη καί θανατηφόρος.
Ἑπομένως, βασική ἀρχή τῆς ποιμαντικῆς διαμόρφωσης εἶναι νά ἐξετασθοῦν τά κίνητρα καί ἡ ὡριμότητα τοῦ ποιμένα καί τοῦ ὑποψήφιου κληρικοῦ, ὥστε νά ἐπιβεβαιωθεῖ: 1) ὅτι εἶναι ὑγιής· 2) ὅτι ἔχει τή διάθεση, τόν ζῆλο, ἀλλά, πρωτίστως, τό σωστό φρόνημα καί τήν ἱκανότητα νά φροντίσει τίς πολλαπλές ἀνάγκες τοῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ καί τῆς εὐρύτερης κοινωνίας· 3) ὅτι θά εἶναι ἕνας ζωντανός φορέας τῆς χαρᾶς τοῦ Εὐαγγελίου, πού ἐκπέμπει τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου μέ ἀγάπη καί γνήσια φιλανθρωπία.
Ἡ διαμόρφωση τοῦ ποιμένα ἀποτελεῖ διαχρονική πορεία, ἕνα «ταξίδι» πνευματικῆς καί ψυχολογικῆς ὡρίμανσης πού βασίζεται στήν αὐτογνωσία καί τήν πνευματική ἐμβάθυνση στό μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας, ὅπως αὐτή φανερώθηκε στήν Ἐνσάρκωση τοῦ Ἰησοῦ καί στό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς. Μέσα ἀπό αὐτή τήν πορεία, θά μπορέσει νά ἀναγνωρίσει κανείς τά τάλαντα πού τοῦ ἔχει δώσει ὁ Θεός, ὥστε νά τά ἀξιοποιήσει στό μέγιστο κατά τή διακονία του. Θά ἀποκτήσει ἀκόμη μιά διαυγῆ διάκριση, ὥστε νά ἀντιμετωπίσει τό κάθε πρόσωπο μέ τόν κατάλληλο τρόπο. Ὑπογραμμίσθηκε ἀκόμη ὅτι ὁ ποιμένας, καθώς καί ὅλοι ἐκεῖνοι πού φροντίζουν τόν συνάνθρωπό τους μέ πολλαπλούς τρόπους, χρειάζεται νά ἐνημερώνονται διαρκῶς γιά τό πῶς πρέπει νά ἀντιμετωπίσουν τίς πνευματικές καί ψυχολογικές διαστάσεις τῶν σωματικῶν, ψυχολογικῶν καί πνευματικῶν παθήσεων, ὥστε νά μή παρατυποῦν κατά τή διακονία τους.
Τό Συνέδριο ἑστίασε ἰδιαίτερα στίς προκύπτουσες δυσκολίες ἀλλά καί στήν ἀνάγκη γιά μιά πιό στενή συνεργασία μεταξύ τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης καί τῆς Ἐκκλησίας. Ἐξαιρετικῆς βαρύτητας ἦταν ἡ διαπίστωση ὅτι ὑπάρχει ἕνα χάσμα μεταξύ ἰατρικῆς ἐπιστήμης καί Ἐκκλησίας, τό ὁποῖο ὅμως μπορεῖ νά γεφυρωθεῖ μέσα ἀπό εἰλικρινῆ διάλογο, πού θά θέσει κατά μέρος τίς ὅποιες προκαταλήψεις καί θά προσανατολιστεῖ στήν κοινή προσπάθεια γιά τή βοήθεια πρός τόν πάσχοντα συνάνθρωπο καί τή θεραπεία του. Αὐτό διατρανώνεται μέσα ἀπό τήν Ἐνσάρκωση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος ἦρθε γιά νά θεραπεύσει τόν ἄνθρωπο στήν ὁλότητά του.
Αὐτό πού δυσχεραίνει αὐτό τόν διάλογο σήμερα εἶναι ἡ αὐξανόμενη «ἐμποροποίηση» τῶν χώρων ἰατρικῆς φροντίδας καί μιά ἰσχυρή τάση πρός τήν ἐπικράτηση μιᾶς βιοπολιτικῆς ἀντίληψης περί Ὑγείας (δηλ. τῆς ἐπίλυσης ὅλων τῶν προβλημάτων τῆς ἰατρικῆς φροντίδας ἀποκλειστικά ἀπό τήν πολιτική). Ἐδῶ, ὁ ἰατρός καί οἱ ἐπαγγελματίες Ὑγείας χάνουν τήν προσωπική τους ὀντότητα καί ἀφαιρεῖται ἡ δυνατότητα νά ἀσκήσουν τήν ἐπιστήμη τους μέ αὐτοσυνειδησία, ὑποβαθμιζόμενοι σέ ἁπλούς ὑπαλλήλους πού πρέπει νά ἱκανοποιήσουν τόν σκοπό μιᾶς πολιτικῆς, ἑνός Συστήματος Ὑγείας. Ἐπιπλέον καί πιό σοβαρό, ὁ ἄρρωστος ὑπάρχει ὡς ἕνα ἀντικείμενο πρός ἐκμετάλλευση. Αὐτή ἡ πολιτική ἀποξενώνει τόν ἄρρωστο, ψυχικά καί σωματικά, ἀπό αὐτούς πού τόν φροντίζουν καί δημιουργεῖ πολλά ἐμπόδια στό νά θεραπευτεῖ στήν ὁλότητά του.
Στό Συνέδριο ἐπισημάνθηκε ὅτι, στήν Πανδημία τοῦ κορωνοϊοῦ, αὐτοί πού διακονοῦν στόν χῶρο τῆς Ὑγείας προσφέρουν διάπλατη μέριμνα καί φιλανθρωπία στούς ἀρρώστους, μέ αὐταπάρνηση καί ἀγάπη, ὑπερβαίνοντας ἀνθρωπίνως τίς δυνάμεις τους, πολλές φορές κάτω ἀπό δύσκολες συνθῆκες, γιά νά σωθεῖ ὁ κόσμος ἀπό κάθε κακοπάθεια. Γι’ αὐτό, ἐκφράσθηκε ἡ ἀνάγκη ἀπό τούς συνέδρους πού ὑπηρετοῦν στόν ἰατρονοσηλευτικό χῶρο νά ὑπάρχει ἰδιαίτερη πνευματική ἐνίσχυση καί συμπαράσταση σ’ αὐτούς, σέ οἰκουμενικό μάλιστα ἐπίπεδο, ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ἐπίσης, ἐντοπίσθηκε ἡ ἰδιαίτερη ἀνάγκη νά στηριχθεῖ ἡ γυναίκα πού διακονεῖ στόν χῶρο τῆς ἰατρικῆς ἐπιστήμης.
Σέ αὐτό τό πλαίσιο, οἱ σύνεδροι συζήτησαν ἐκτενῶς τό πῶς ἡ πνευματική αὐτή ὑποστήριξη μπορεῖ προσφερθεῖ καί πῶς ὁ διάλογος μεταξύ ἰατρικῆς ἐπιστήμης καί Ἐκκλησίας μπορεῖ νά καλλιεργηθεῖ καί νά ἐνισχυθεῖ μέσα ἀπό τό Πατριαρχικό Δίκτυο, σέ συνεργασία μέ τίς κατά τόπους Ἐκκλησίες καί τούς ἰατρικούς καί νοσηλευτικούς συλλόγους, και τή δημιουργία Συνδέσμων Ὀρθοδόξων Ἰατρών καί Ἐπαγγελματιῶν Ὑγείας.
Ἄν θέλουμε νά μεριμνήσουμε γιά τήν ἀνθρωπότητα τοῦ αὔριο, χρειάζεται νά ἑστιάσουμε σέ ὁρισμένους βασικούς τομεῖς πού εἶναι καθοριστικοί γιά τό μέλλον μας. Γι’ αὐτό, τό Συνέδριο ἀσχολήθηκε μέ: 1) τήν οἰκογένεια τοῦ μέλλοντος˙ 2) τό ὅραμα τῶν σημερινῶν νέων˙ 3) τήν τρίτη ἡλικία˙ 4) τήν Ἐνορία˙ 5) τά τραύματα ἑνός πολέμου.
Σχετικά μέ τό πρωταρχικῆς σημασίας ζήτημα τῆς οἰκογένειας, τονίσθηκε ὅτι τό θεμέλιο τῆς κοινωνίας καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας εἶναι ἡ οἰκογένεια. Ἡ σχέση ἑνός ἀνδρογύνου καθαγιάζεται καί ἱεροποιεῖται μέσα ἀπό τό Μυστήριο τοῦ Γάμου διά τῆς θείας χάριτος καί ὁλοκληρώνεται μέ τήν «εἰς γάμου κοινωνίαν» στό πλαίσιο τῆς εὐρύτερης ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας. Σέ αὐτή τήν κοινότητα ἐντάσσονται καί τά τέκνα τοῦ ἀνδρογύνου διά τοῦ Μυστηρίου τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος.
Στήν οἰκογένεια εἶναι βασικό νά ὑπάρχει ἕνα σταθερό καί ἀσφαλές περιβάλλον, μέ σαφεῖς ρόλους, μέσα στό ὁποῖο τά μέλη θά νοιώθουν ἀποδοχή καί ἀγάπη. Σιγά-σιγά, ἐκλείπει ἡ παραδοσιακή πατριαρχική οἰκογένεια, πού εἶχε σταθερούς δεσμούς καί πρότυπα, καί ἀντικαθίσταται ἀπό νέους τύπους οἰκογένειας, στούς ὁποίους ὑπάρχει ἀποσύνδεση τῆς γονεϊκότητας ἀπό τή σεξουαλικότητα, τό φῦλο, τήν ἀναπαραγωγική ἱκανότητα. Σέ αὐτές τίς οἰκογένειες ὑπάρχει μιά σύγχυση γονεϊκῶν ταυτοτήτων, μιά δυσκολία γονεϊκοῦ ρόλου, ἕνα θέμα «γονεοποίησης τοῦ παιδιοῦ», ζητήματα πού δημιουργοῦν πληθώρα ἠθικῶν καί δεοντολογικῶν προβλημάτων.
Τό ἄγχος πού βιώνει ἕνα παιδί καί ἰδιαίτερα ἕνας ἔφηβος σήμερα σχετίζεται μέ σύγχυση προτύπων, ἀναφορῶν, γνωμόνων (norms) καί ἐλλείψεις ὁρίων· μέ καταστάσεις πού ἀναδύονται σέ συνεχῆ ἐπίδραση καί διαπλοκή μέ τά στοιχεῖα τῆς κοινωνικῆς καί πολιτιστικῆς ἀνέλιξης, ὅπου δέν ὑπάρχει σταθερότητα. Ζοῦμε σ’ ἕναν πολιτισμό «ἀντι-σκέψης». Ἐφόσον δέν ὑπάρχει ἡ δυνατότητα ἀναμονῆς, δέν ὑπάρχει τό ἄνοιγμα πρός τή σκέψη. Καταργεῖται ὁ μύθος καί περιορίζεται ὁ νοῦς μέσα στόν ρεαλισμό τοῦ παρόντος. Οἱ δέ γονεῖς ζοῦν σάν ἔφηβοι, ἀνήμποροι νά μεταδώσουν συνέπεια καί αὐστηρότητα, μέ ἀποτέλεσμα νά σαγηνεύουν μέν τά παιδιά τους, ἐπιτρέποντάς τους ὅμως νά κάνουν ὅ,τι ἐπιθυμοῦν. Ἔτσι, τό παιδί δέν ἀποκτᾶ τή δυνατότητα τῆς ἀναμονῆς, τῆς διάκρισης τοῦ «καλοῦ» καί τοῦ «κακοῦ» (τοῦ ὑγιοῦς καί τοῦ ἐπικίνδυνου), τήν ἀνάγκη νά προβληματίζεται, πού εἶναι ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιά τό «ἄνοιγμα πρός τή σκέψη». Ἀντίθετα, τό παιδί κατασκευάζει μιά δική του, λανθασμένη πραγματικότητα, μέ ἔντονες φαντασιώσεις γιά τόν ἑαυτό του καί τούς ἄλλους, καί ὠθεῖται πρός μιά ψευδο-ωρίμανση, πού ἐκδηλώνεται μέσα ἀπό ἀκραῖες συμπεριφορές. Λόγω αὐτῆς τῆς κατάστασης, ἔχουν δημιουργηθεῖ νέες ψυχοπαθολογίες, εἰδικά στούς ἐφήβους, πού σχετίζονται μέ δομές ναρκισσιστικῆς εὐθραυστότητας, ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται μέ σωματικά καί ψυχικά στοιχεῖα (διαφόρων εἰδῶν ἐξαρτήσεις, βουλιμία ἤ ἀνορεξία, πανικούς, παραποίηση τοῦ σώματος, μαζοχιστικές τάσεις, πού πολλές φορές ἐρωτικοποιοῦνται). Παρ’ ὅλη αὐτή τή σύγχυση, ὁ ἔφηβος συνεχίζει νά ἀναζητᾶ τόν ἑαυτό του σέ σχέση μέ τόν ἄλλο, ὥστε νά ἐπιβεβαιωθεῖ ὀντολογικά. Ἡ κρίσιμη ἐρώτηση εἶναι: Ποιόν ἄλλο θά συναντήσει; Αὐτός ὁ ἄλλος μπορεῖ, θετικά ἤ ἀρνητικά, νά καθορίσει τό μέλλον του ὁριστικά.
Τά προαναφερθέντα προβλήματα μαρτυροῦν ὅτι ὁ τρόπος πού τά μέλη τῆς σημερινῆς οἰκογένειας ἐπικοινωνοῦν εἶναι ἐλλιπής. Ἐμπόδιο τῆς καλῆς ἐπικοινωνίας εἶναι ἡ ἀπουσία τῶν μελῶν της λόγω διαφορετικῶν ὑποχρεώσεων καί ἀπασχολήσεων (ἐργασία, σχολεῖο, δραστηριότητες), ἤ ἐπειδή ὁ καθένας ἀπομονώνεται «στόν κόσμο του» μέσα στό σπίτι. Ἡ ἀνεξέλεγκτη χρήση τοῦ διαδικτύου συμβάλλει ἐπίσης στήν ἀπομόνωση. Ἀντικαθιστᾶ τήν ἀληθινή συνάντηση μέ τόν ἄλλον καί δημιουργεῖ μιά νοσηρή εἰκονική πραγματικότητα, πού ἀπομονώνει τό κάθε μέλος ἀκόμη περισσότερο στίς ἀνασφάλειές του καί σέ ἐξαρτημένες νοσηρές «διαδικτυακές» σχέσεις, πού δέν ἔχουν μέλλον.
Ὀφείλουμε νά κατανοήσουμε αὐτά τά δυναμικά στοιχεῖα, ὥστε νά συμβάλουμε καί νά βοηθήσουμε στή βελτίωση καί τήν ἀποκατάσταση τῆς ἐπικοινωνίας μεταξύ τῶν μελῶν τῆς οἰκογένειας. Ὅσο καί νά μᾶς παραξενεύει ἡ οἰκογένεια τοῦ σήμερα ἤ νά διαφωνοῦμε μέ τούς νέους τύπους πού τή χαρακτηρίζουν, εἶναι ἀπαραίτητο νά συνδιαλεχθοῦμε μέ τά μέλη της, ὥστε νά τά βοηθήσουμε στίς δυσκολίες πού ἀντιμετωπίζουν σήμερα καί πού θά προκύψουν αὔριο. Τό νά ἀφήσουμε τά μέλη τῆς οἰκογένειας μόνα στίς δυσκολίες τους, σημαίνει ψυχικό θάνατο, ὄχι μόνο γιά τό κάθε μέλος της, ἀλλά καί γιά τίς κοινωνίες τοῦ μέλλοντος


Το σκίτσο είναι του Βαγγέλη Παυλίδη

Στηρίξτε-Ενισχύστε την iΠόρτα με τη δική σας χορηγία…