Αν και όχι ιδιαιτέρων γραμματικών γνώσεων – την Τετάρτη Δημοτικού, κι αυτή με δυσκολίες πολλές περάτωσε ο Ανέστης (χωρίς αυτό να προσδιορίζει και τον βαθμό της μόρφωσης κάποιου) – ποτέ τις γυναίκες ‘του δρόμου’, αυτές που προσέφεραν το κορμί τους έναντι αμοιβής για να ικανοποιούν κάποιοι τις όποιες επιθυμίες τους, δεν αποκάλεσε ‘πουτάνες’. Οσάκις οι δουλειές και τα καταστήματα στα οποία εργάστηκε στην Αθήνα σαν έφθασε συνέπιπταν να βρίσκονται κοντά σε οίκους ανοχής ή ελεύθερες στους δρόμους και στις πιάτσες, πάντα με σεβασμό περνούσε από μπροστά τους και με χαμηλωμένα τα μάτια ή πολλές φορές μάθαινε τα ονόματά τους, προσφωνώντας τες με αυτά. Πάντα τυπικός απέναντί τους, ποτέ δεν εξεδήλωσε την επιθυμία για κάποια από αυτές αν και τούτη τη φορά τον σιγοέκαιε ο πόθος για μια Γιώτα, που έκανε πιάτσα στο Παλαιό Φάληρο, ‘στα αλογάκια’, όπως συνήθιζε να αποκαλεί τον Ιππόδρομο.
Τελευταία εργασία του Ανέστη πριν χρόνια και προτού τελευτήσει τον βίο του λίγες ημέρες μετά τις καλοκαιρινές διακοπές εγκαταλειμμένος από όλους στο ‘Ελπίς’ Αθηνών, ήταν βοηθός ζαχαροπλάστη σε ένα κατάστημα στο Παλαιό Φάληρο απέναντι ακριβώς από τον μαντρότοιχο του παλαιού Ιπποδρόμου πριν αυτός ισοπεδωθεί. Εκεί από νωρίς τα βράδια άρχιζαν οι γυναίκες να συγκεντρώνονται παίρνοντας κάθε μια τη θέση της σαν σκιά στο μισοσκόταδο κι ο Ανέστης να περνάει από μπροστά τους εξυπηρετώντας τα διάφορα μαγαζιά – κυρίως μηχανουργεία αυτοκινήτων – με το δίσκο με τα γλυκά και τα νερά στα χέρια, τις λαδόκολλες στον ένα του ώμο και τα τραπεζομάντηλα τα χάρτινα στον άλλο του τοποθετημένα, προκαλώντας τα πειράγματα των κοριτσιών απέναντί του. Σε όλες πλέον ήταν γνωστό, όλες το είχαν αντιληφθεί ότι ιδιαίτερη προτίμηση έδειχνε για την ακρινή γυναίκα του μαντρότοιχου, την Γιώτα, στην οποία ο Ανέστης έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη αλλά δεν το φανέρωνε. Εξ άλλου η Γιώτα ήταν η μόνη από τις γυναίκες η οποία είχε παραβρεθεί και στην κηδεία της συχωρεμένης της γυναίκας του, όταν την έχασε πριν μερικά χρόνια.
‘Ανέστη, τα πιο φρέσκα γλυκά τα προορίζεις για την Γιώτα’, του έλεγαν οι γυναίκες. ‘Κάτι συμβαίνει μεταξύ σας…’ . ‘Ξέρετε κάτι κορίτσια, έλεγε ο Ανέστης, θα σας το αποκαλύψω ότι η Γιώτα μου θυμίζει την Πηνελόπη, τη γυναίκα μου, ναι, την ξεχωρίζω από όλες σας’. Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, χωρίς βροχή αλλά με κρύο που περόνιαζε, ο Ανέστης ενώ κέρασε όλες τις κοπέλες γλυκό, έστειλε ένα μικρό πακέτο με την Ισμήνη στην κοπέλα που έκαιε τα σωθικά του, στην Γιώτα συνοδευόμενο με ένα μπιλιετάκι. Κατ ευθείαν μετά, γρήγορα και μες στο κρύο που ‘ξύριζε’ απομακρύνθηκε προς το ζαχαροπλαστείο. Φθάνοντας σχεδόν στην πόρτα του καταστήματος γύρισε το κεφάλι του και είδε την Γιώτα να προσπαθεί να ξετυλίξει το πακέτο για να απολαύσει τη γλύκα του σιροπιού, διαβάζοντας ταυτόχρονα το σημείωμα που συνόδευε το γλυκό: ‘Με ιδιαίτερη τρυφερότητα σε ‘σένα την Γιώτα, την Αδυναμία μου, και μη ξεχάσεις κάποια στιγμή, όποτε μπορέσεις να περάσεις από το σπίτι με ένα μπουκάλι γάλα για την μικρή μου κόρη. Λειώνω για ‘σένα. Ανέστης’’.