Ανοιχτή πόρτα

«Με γνωρίζει κάθε πλάκα της Ομόνοιας, σοφότερο με έκανε η πλατεία», του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

Μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1990 στην Ομόνοια είχες το δικαίωμα να κλείνεις το ραντεβού με το κορίτσι σου απέξω από το φαρμακείο του Μπακάκου, απέναντι ακριβώς από τις κυλιόμενες ηλεκτρικές σκάλες. Όχι πως και σήμερα δεν μπορείς, αλλά αφενός μεν το ότι ο Μπακάκος μετακόμισε επί της οδού Αγίου Κωνσταντίνου 3 – λίγα μέτρα παραδίπλα και χάθηκε πλέον το στίγμα του, οπότε άκυρα και τα ραντεβού –,αφετέρου η είσοδος του φαρμακείου είναι κατειλημμένη πότε από ‘παραδομένους’ στην ‘δόση ‘ τους κι άλλοτε από τους πάσης φύσεως εθνικότητας απελπισμένους και κατατρεγμένους, αναζητώντας την τύχη τους εκεί στα πέριξ της πλατείας Ομονοίας στενά, καθίσταται ανυπόφορη η κατάσταση. Το ‘παραμύθι’ λοιπόν περί καθάρσεως του κέντρου, θα πρέπει κάποια στιγμή να σταματήσει, τόσο από την πλευρά του Δήμου Αθηναίων όσο και από αυτήν την του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη υποχρέωση. Και για να γίνω πιο σαφής, λέω λοιπόν ότι λύση δεν είναι όταν από το απόβραδο και μετά να τους τσουβαλιάζουν όλους πίσω από το κτήριο του ΟΣΕ της οδού Καρόλου – και συγκεκριμένα στο στενό της Ιεροθέου – για να μη χαλάνε τη μόστρα της πόλης, μόλις δηλαδή λίγα μέτρα μακριά από την φρουρούμενη οικία της Προέδρου της Δημοκρατίας στο κέντρο του Μεταξουργείου. Οριστική λύση θα δοθεί μόνο εάν το κράτος στα σοβαρά αναλάβει τον ρόλο του και τις υποχρεώσεις του να τις μετουσιώσει σε πράξεις, όπου ουδέποτε κι από καμιά κυβέρνηση αυτές οι προϋποθέσεις δεν τηρήθηκαν. Άνευ ουσίας τελικά και οι μεταμεσονύκτιες προεκλογικές επισκέψεις και υποσχόμενες ‘δράσεις’ Μητσοτάκη προς τους περιθωριοποιημένους και αποκλεισμένους από τη ζωή στην πλατεία Βάθη, ανήμερα Χριστουγέννων 2018. Όλα για τη βιτρίνα και το γυαλί της τηλεόρασης παίζονται, τελικά.

sdr

Σήμερα εν έτει 2023, έτσι και κάποιος όχι απλά αναζητήσει τα πάλαι ποτέ επαγγέλματα του σαλεπιτζή, του λαχειοπώλη, των δισκάδικων, των καταστημάτων με τα ηλεκτρονικά, τα καταστήματα πωλήσεων άγραφων κασετών ήχου και dvd που ήσαν διάσπαρτα πέριξ της Ομονοίας, των αυτόματων φωτογραφικών μηχανημάτων που βρίσκονταν στο υπόγειο της Ομονοίας ή του λούστρου με το κασελάκι, των πωλητών και υπαίθριων ανταλλακτηρίων χρυσού επί της οδού Αθηνάς και Αιόλου, έτσι λοιπόν και μόνο να τα αναπολήσει κάποιος  συζητώντας τα με κατοίκους της περιοχής, διατρέχει τον κίνδυνο να χαρακτηριστεί γραφικός το ολιγότερο. ‘Αυτά τα κατάπιε ο πολιτισμός και η εξέλιξη φίλε, με τις δυο λέξεις να τις θέτεις εντός εισαγωγικών, σε λίγο καταφθάνει και η σειρά μας να κατεβάσουμε ρολά’, μου λέει ο Παναγιώτης ο οποίος μόλις και μετά βίας διατηρεί ακόμα κατάστημα με γυαλιά, ρολόγια, κοσμήματα φο μπιζού, τρανζιστοράκια, γυναικείες τσάντες χεριού, ‘σαμάρια’ πλάτης με λουριά, σουτιέν, κάλτσες, μπάλες, ζωστήρες κι αρώματα χύμα επί της αρχής της οδού Πειραιώς, λίγο πιο πάνω από την άλλοτε ‘Πολυκλινική Αθηνών’ – η οποία αν και τα τόσα έκτακτα περιστατικά που κατέφευγαν εκεί τα αντιμετώπιζε επιτυχέστατα και γρήγορα, προσφέροντας υπηρεσίες υψηλής ιατρικής φύσεως για τα δεδομένα εκείνης της εποχής –, συγχωνεύτηκε με το θεραπευτήριο ‘Ευαγγελισμός’ με αρκετούς από τους διοικητικούς υπαλλήλους να αναλάβουν την φροντίδα είτε κάποιων ζαρντινιερών ως κηπουροί είτε να μετατραπούν σε συνοδηγοί ασανσέρ. Αυτά είναι τα αποτελέσματα της συγχωνεύσεως των νοσοκομείων –μια μεταρρύθμιση την οποία η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε και έχει τοποθετήσει στην κορυφή της ατζέντας των προτεραιοτήτων της –με το αιτιολογικό: ‘Καλύτερες και πιο σύγχρονες υπηρεσίες στον πολίτη, αναβαθμίζοντας την πρωτοβάθμια υγεία του Ε.Σ.Υ’. Αποτέλεσμα ήταν: όλα αυτά να καταλήξουν …μπούρδες, αποφεύγοντας εγώ ο υπογράφων την χρήση της κατάλληλης λέξης όπου θα έκανε το Πανελλήνιο να σοκαριστεί για πολλοστή φορά.

Κι αν με τα προαναφερθέντα γίνεται μια ‘βουτιά’ στο παρελθόν – ανεπίκαιρο ίσως αντιτάξουν μερικοί, δικαίωμά τους, εγώ τυγχάνω της λίθινης  περιόδου εραστής και των σπηλαίων κάτοικος– ερχόμενοι όμως στο σήμερα, κατά την γνώμη μου απέμεινε μόνο μια εικόνα (κι αυτή δεν γνωρίζω για πόσο καιρό ακόμα θα διατηρείται ζωντανή) και είναι αυτή την οποία παρακάτω θα σας περιγράψω υπό μορφή συνεντεύξεως (κατάδυση στους ωκεανούς των παλιών αναμνήσεων, ζόφο στην σημερινή πραγματικότητα και διόραση για ένα αβέβαιο μέλλον θα το προτιμούσα),ξανά από το κέντρο της Ομόνοιας και συγκεκριμένα επί της συμβολής των οδών Πανεπιστημίου και Αιόλου, απέξω ακριβώς από το καφεκοπτείο ‘Λουμίδης’ το οποίο πέρυσι έκλεισε τα 90 χρόνια παρουσίας του στο κέντρο της Αθήνας και στο ίδιο σημείο, αν και αυτό προκειμένου ν’ ανταπεξέλθει στον ανταγωνισμό που πνίγει ως τον λαιμό κάθε επιχείρηση, έχει πλέον ενταχθεί εδώ και αρκετά χρόνια στην Ελβετική Nestle προκειμένου να ‘επιβιώσει’.

Βρέθηκα στο κέντρο της Αθήνας κάποια στιγμή και θεώρησα σωστό να επισκεφθώ τους φίλους Κοσμά και Γιάννη εκεί στην στοά Φέξη όπου έως και σήμερα διατηρούν κατάστημα με εξελιγμένης φύσεως προϊόντα ήχου και εικόνας, αφενός για το ότι στα χρόνια της νιότης μου – τότε που ακόμα κυκλοφορούσε το περιοδικό ‘ήχος & εικόνα’ και πολλά άλλα  από τις Τεχνικές Εκδόσεις Κώστα Καββαθά –, όποια σχετική απορία είχα αναφορικά με τον αναπαραγόμενο ήχο – καθότι ανέκαθεν συγκατοικεί αρμονικά με τα άλλα δυο-τρία πάθη μου – πρόσχαροι πάντα ήσαν και μου την επέλυαν αφενός, αφετέρου οι σχέσεις μας έως και σήμερα που μιλάμε βρίσκονται στο καλύτερό τους σημείο. Αποχωρώντας από την στοά Φέξη, ένα τετράγωνο παραπέρα βρέθηκα στο φανάρι της οδού Πανεπιστημίου και Αιόλου. Θα πρέπει να ‘άναψε’ και να ‘έκλεισε’ πάνω από πέντε φορές καθότι η παρουσία ενός κυρίου στο απέναντι πεζοδρόμιο της Πανεπιστημίου όχι απλά μου κίνησε την περιέργεια και έχριζε ιδιαίτερης προσοχής αλλά κοστουμαρισμένο πωλητή μικροαντικειμένων στο κέντρο της Ομόνοιας λίγο …κομματάκι δύσκολο να συναντήσεις, εκτός πια και πρόκειται είτε για ιατρικό επισκέπτη που  πάει να δειγματίσει  τα νέα ιατρικά και φαρμακευτικά προϊόντα σε φαρμακεία και γιατρούς ή αχθοφόρους ξενοδοχειακούς υπαλλήλους που παραλαμβάνουν τις βαλίτσες από τα σταθμευμένα λεωφορεία, καθότι ο τουρισμός ‘παρελαύνει’ καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του πρωθυπουργού Μητσοτάκη, τρομάρα μας! 

Περισσότερο ως υπάλληλο του πάλαι ποτέ ‘θρυλικού’ και σήμερα επί της οδού Ερμού περιορισμένου σε έκταση καταστήματος Τσαντίλη με τα ξακουστά μεταξωτά μου θύμισε ο κύριος Δημήτρης, και όχι έναν απλό πλανόδιο πωλητή που έχει στήσει το κατάστημά του πάνω στο πεζοδρόμιο και σε δυο αυτοσχέδια καφάσια, διαθέτοντας κόλλες, σιλικόνες, αντικουνουπικά, εντομοαπωθητικά κουνουπιών και πασών των τρωκτικών προϊόντα καθώς και αποσυμφορητικά μπάνιου και άλλα συναφή.

Κύριε Δημήτρη, πόσα χρόνια κάνεις αυτή τη δουλειά και με ποιες άλλες έχεις καταπιαστεί στο παρελθόν;

Από το 1978 είμαι σ’ αυτό το επάγγελμα. Άλλες δουλειές δεν έχω επιχειρήσει. Υπόψη ότι παλαιότερα πωλούσα καλλυντικά, κάλτσες, μπουφάν, κορδόνια και πολλά άλλα. Γεννήθηκα – θα τολμούσα να πω – γι αυτό το επάγγελμα, γι αυτό και παραμένω φτωχός.

  Την καθιέρωση της γραβάτας στην αμφίεσή σου, πότε την καθιέρωσες;

  Α, δεν το συζητώ! Από την πρώτη στιγμή που βγήκα στην πιάτσα. Αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ένδυσής μου. Δεν θα την αποχωριστώ ποτέ.

 Δήμαρχοι της Αθήνας, σε έχουν επισκεφθεί; Σου έχουν χτυπήσει την πλάτη; Ποιον θεωρείς ως τον καλύτερο;

 – Όλοι σχεδόν έχουν περάσει από τον πάγκο μου. Κύριοι ήσαν και αξιοπρεπέστατοι αλλά σαν τον Μπέη, κανένας τους.

 Άδεια ασκήσεως επαγγέλματος κατέχεις ή με τις τόσες γνωριμίες… καταλαβαίνεις τι θέλω να πω, ε;

Βεβαιότατα και κατέχω, και τις εισφορές μου καταβάλω. Καθ’ όλα νόμιμα λειτουργώ για να ‘χω το κεφάλι μου ήσυχο.

 Επώνυμοι κύριε Δημήτρη, έχουν αγοράσει από τον πάγκο σου;

 Αμέ! Αρκετοί, πού να τους θυμάμαι τώρα; Ο Σωτήρης Μουστάκας ήταν τακτικός πελάτης μου, κατά βάση αγόραζε κάλτσες. Μέχρι και ο Κλίντον της Αμερικής πέρασε από ‘δω το 1999, παρά τις αποδοκιμασίες που δέχτηκε από τα πλήθη τότε.

Η περιοχή της Ομόνοιας κατά πόσο έχει αλλάξει από εκείνα τα χρόνια έως σήμερα; Πώς προδιαγράφεται το μέλλον, τι λες;

– Κατά πόσο; Όταν σου πω ότι τα πάνω ήρθαν κάτω και το ανάποδο, καταλαβαίνεις τι θέλω να πω, ε; Τις προάλλες μαγείρευαν μακαρόνια στα καζάνια εκεί απέναντι στην Πανεπιστημίου, έξω από το κτήριο της παλιάς Εθνικής Τράπεζας. Μετά από αυτό και άλλα γεγονότα άσχημα και λυπηρά που έχουν σημειωθεί, καταλαβαίνεις πού οδεύουμε. Μαύρα κι άραχνα χρόνια μας περιμένουν Δημήτρη. Εμείς, κουτσά-στραβά τη φάγαμε τη ζωή μας, με εσένα και τους συνομήλικούς σου τι θα απογίνει σκέφτομαι.

 Σ’ ευχαριστώ πολύ κύριε Δημήτρη που μου άνοιξες την ψυχή σου.

Παρακαλώ! Εγώ σου είμαι υπόχρεος. Και σημείωσε, ε! Ένας φτωχός μεροκαματιάρης σου τα λέει αυτά, κι αυτός είμαι εγώ, ο Δημήτρης Τόκας ο Θρακιώτης που ξόδεψε τα νιάτα του στην Ομόνοια, που τον γνωρίζει κάθε πλάκα που πατάς, αλλά δόξα σοι ο Θεός, παράπονο δεν έχω, έζησα και ζω την οικογένειά μου από αυτόν εδώ τον πάγκο.

Μετά από έναν βιαστικό καφέ στην πλατεία και κατηφορίζοντας την Αγίου Κωνσταντίνου με προορισμό το Εθνικό Θέατρο, εμπρός μου ένα νεαρό ζευγαράκι αγκαλιασμένο, αναζητούσε ξενοδοχείο για να επιβεβαιώσουν την ειλικρινή τους σχέση και να χαρούν τον έρωτά τους. 

Μετά από αυτή την εικόνα, να ελπίζω σε κάτι το καλύτερο ή ‘μαύρα κι άραχνα’ – όπως είπε και ο φίλος μας Δημήτρης – να συνεχίσω να τα βλέπω; Dum spiro spero, η απάντηση.

               

 

SHARE
RELATED POSTS
Ελεύθερο πνεύμα, της Αλεξάνδρας Καρακοπούλου
Μητέρα…Ζωή, του Γιώργου Σαράφογλου
Αλέξανδρος Μπέμπης
Quiet days in Clichy, του Αλέξανδρου Μπέμπη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.