“ΘΑ ΜΕΙΝΟΥΝ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ…»
Ψύχρανε απότομα η Κυριακή καταμεσής του Ιούλη, ανήμερα της Αγίας Μαγδαληνής. Η παρέα των ωραίων καιρών και των σημαντικών προσώπων λιγόστεψε κι άλλο. Κόπηκε το νήμα των πολύχρωμων μπαλονιών και σκόρπισαν στον ουρανό λέξεις και στίχοι που ανέβαιναν απ’ την καρδιά στα χείλη…
Από τα χρόνια της αθωότητας, στα χρόνια της υποψίας, κι από τα χρόνια των σχεδιασμών στα χρόνια της δύσης.
Ο Κύριος Μάνος Ελευθερίου… Με το κάπα κεφαλαίο. Της ιδεολογίας, της προσήλωσης, της ευθύνης, του καθήκοντος, του Ελληνισμού, της βαθιάς παιδείας. Με τη χαμηλόφωνη παρουσία, την καθαρότητα του μυαλού και την ευθύτητα της συμπεριφοράς, που μιλώντας μαζί του καταλάβαινες τη ματαιότητα της ενασχόλησης με τα μάταια και ταυτόχρονα πως τίποτα δεν είναι μάταιο. Φτάνει να βάζεις σε κάθε τι ψυχή, σε κάθε τι αλήθεια και προπάντων να έχεις σεμνότητα και επίγνωση.
Γεννημένος σ’ ένα αδούλωτο νησί, τη Σύρα, δεν θα μπορούσε παρά να διαμορφώσει και ο ίδιος πνεύμα αδούλωτο. Ένας αληθινός ευπατρίδης, γητευτής των λέξεων και στοχαστής περήφανος και λεύτερος, με πρόταγμα τη νηφαλιότητα και την ευγένεια, συνοδοιπόρος θαρρείς του Παπαδιαμάντη στην απλότητα, μοίρασε απλόχερα στη Νιότη αγιασμένους στίχους για τους δίσεχτους καιρούς. Ο ίδιος, σ’ ένα μόνιμο ταξίδι στο πηγαινέλα της τέχνης του Λόγου στις ποικίλες μορφές του, τις δικαίωσε όλες.
Λιτός σαν εικόνα που αποδίδει το πραγματικό, απέδωσε ιστορίες ζωής σε τραγούδια, που μας έκαναν πλουσιότερους σε συναισθήματα. Ζωγράφισε με λέξεις μια διαχρονική Ελλάδα κι ανεβοκατεβήκαμε μαζί του σε σταθμούς, γνωρίζοντας πρόσωπα και συμμετέχοντας σε γεγονότα.
Ακουμπώντας κάποιος στους τίτλους των τραγουδιών που μας χάρισε τα τελευταία πενήντα σχεδόν χρόνια, είναι σαν να ψηλαφίζει με τα δάχτυλα το σφυγμό του, σαν να πατάει ένα κουμπί και να περνάει η ζωή σαν ταινία απ’ την οθόνη του μυαλού…
Πρόσωπα, συμβάντα, αποχαιρετισμοί…
Πώς να χωρέσουν και πού, στα αβαθή της ζωής μας…
Ορφανεύουμε όλοι, όταν σωπαίνουν οι σπουδαίοι…
Αφήνοντάς μας παρακαταθήκη αυτά που ένοιωσαν για λογαριασμό μας, αυτά που έσωσαν για μας από τον εξευτελισμό της ευτέλειας, αυτά που έγραψαν στον τοίχο της συλλογικής μας μνήμης με ανεξίτηλα γράμματα.
Εν τέλει, «θα μείνουν τα τραγούδια», να μας βρίσκουν κάτω απ’ τη μαρκίζα, να κερνούν στους μπαξέδες των ονείρων τσικουδιά, στα παιδικάτα μας και στα παλληκάρια, που δεν γεννήθηκαν ακόμα…
Καλό ταξίδι, φίλε.