Η εισβολή στο Καπιτώλιο ενός ανεξέλεγκτου και οργισμένου όχλου οπαδών του Τραμπ χάρισε στην Αμερική το πρώτο της «πραξικόπημα». Ένα πραξικόπημα που υποκινήθηκε από έναν αδίστακτο λαϊκιστή και δημαγωγό, που αρνείται πεισματικά να αποδεχθεί την εκλογική του ήττα και την ίδια την λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Για όσους γνωρίζουν τα των Ηνωμένων Πολιτειών τα γεγονότα στο Καπιτώλιο δεν ήταν κάτι μη αναμενόμενο. Το κοινωνικό και πολιτικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο αναπτύχθηκε το φαινόμενο Τραμπ προϋπήρχε. Το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ βασίζεται σε ένα απαρχαιωμένο, δυσλειτουργικό Σύνταγμα, καθώς και σε ένα εκλογικό σύστημα που επίσης δέχεται σοβαρές επικρίσεις. Και η προεδρία Τραμπ έχει απροκάλυπτα δοκιμάσει τις αντοχές του αμερικανικού πολιτικού συστήματος.
Η νίκη του στις εκλογές του 2016 προέκυψε από τη δυσαρέσκεια της βαθιάς Αμερικής απέναντι στο πολιτικό κατεστημένο. Ήταν αποτέλεσμα της διαρκούς σύγκρουσης ανάμεσα στους δύο διαφορετικούς κόσμους μιας διαιρεμένης αμερικανικής κοινωνίας. Από τη μια πλευρά εύπορες Πολιτείες στις ακτές του Ατλαντικού και του Ειρηνικού που διαπνέονται από τις αρχές της ανοιχτής δημοκρατικής κοινωνίας, της ανεκτικότητας, της εξωστρέφειας και της πολυπολιτισμικότητας και από την άλλη πλευρά, οι πολιτείες της «ενδοχώρας» που βρίσκονται ανάμεσα στις ακτές των ΗΠΑ, τη λεγόμενη «βαθιά Αμερική», που ένοιωσαν στο πετσί τους την οικονομική κρίση που οδήγησε σε όξυνση των ανισοτήτων, της φτώχειας, του ρατσισμού και της εσωστρέφειας. Σε αυτές τις παρηκμασμένες πολιτείες η αποβιομηχάνιση και η κατάρρευση του παραγωγικού ιστού αποτέλεσαν το υπόβαθρο πάνω στο οποίο στήριξε ο Τραμπ την εκλογική του επικράτηση το 2016.
Η βαθιά Αμερική εδώ και χρόνια δυσπιστεί απέναντι στο «κράτος της Ουάσινγκτον», τις πολιτικές και πολιτιστικές ελίτ και πάνω σε αυτή τη δυσπιστία ο Τραμπ στήριξε τον ακροδεξιό, πατερναλιστικό, ρατσιστικό, λαϊκίστικό του λόγο. Ο Ντόναλντ Τραμπ, αδιαφορώντας για τον θεσμικό του ρόλο – όπως εν πολλοίς έκανε και κατά τη διάρκεια της θητείας του –έθεσε το προσωπικό του συμφέρον πάνω από τη χώρα, και τώρα, λίγες ημέρες προτού παραδώσει την εξουσία, παίζει κατά το κοινώς λεγόμενο «τα ρέστα του» για την παραμονή του στην εξουσία και συνεχίζει να όπως και στο παρελθόν, να πυροβολεί στους Θεσμούς της Αμερικής. Κανείς στο πρόσφατο παρελθόν δεν προσπάθησε να τραυματίσει την αμερικανική δημοκρατία όσο ο απερχόμενος Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ. Η αμφισβήτηση του αποτελέσματος των εκλογών του περασμένου Νοεμβρίου δεν είναι απλώς μια ακόμα παράσταση πολιτικού θεάτρου. Η αμφισβήτηση Τραμπ, άνοιξε τον ασκό του Αιόλου. Ο τρόπος που επέλεξε να αντιμετωπίσει τις σοβαρές και πολυεπίπεδες επιπτώσεις της πανδημίας του covid19, η πυροδότηση και αξιοποίηση των πιο ακραίων, ρατσιστικών, ανορθολογικών, εθνικιστικών, θρησκόληπτων φωνών και δυνάμεων της αμερικανικής κοινωνίας, η περαιτέρω ένταση των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων, του αυταρχισμού και της καταστολής, η διαρκής ασάφεια για τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού, τόσο στο εσωτερικό όσο και στην εξωτερική πολιτική, εντείνοντας τη ρευστότητα στο διεθνές τοπίο, είναι μόνο μερικές από τις πτυχές της πολιτικής του που τραυμάτισαν ανεπανόρθωτα ένα πολιτικό σύστημα που πανθομολογούμενα βασίζεται σε ένα απαρχαιωμένο, δυσλειτουργικό Σύνταγμα, καθώς και σε ένα εκλογικό σύστημα που επίσης δέχεται σοβαρές επικρίσεις.
Η μαζική κοινωνική κινητοποίηση που ακολούθησε τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόυντ δεν ανέδειξε μόνον τα θέματα της αστυνομικής βίας, του ρατσισμού, αλλά και της ουσιαστικής ισότητας αλλά την αδυναμία της δημοκρατίας και την αποτυχία του κράτους δικαίου μιας χώρας που δεν θα είναι σε θέση να παραδίδει μαθήματα δημοκρατίας στον κόσμο. Είναι μια ακόμα πτυχή της πολλαπλής καταστροφής που επέφερε ο Τραμπ στην Αμερική. Η εικόνα της παρακμής δεν προκύπτει μόνο από την άρνηση του απερχόμενου πλανητάρχη να παίξει με τους κανόνες του παιχνιδιού.
Ο Τραμπ δεν είναι το μοναδικό κακοφτιαγμένο προϊόν ενός συστήματος που έχει βαλτώσει. Πρόκειται για ένα εκλογικό σύστημα που μετά τον αμερικανικό εμφύλιο έδινε προνόμια στις μικρές πολιτείες του ρατσιστικού νότου. Τότε που στην Αμερική ψήφιζαν μόνο οι λευκοί με περιουσία ενώ οι σκλάβοι καταμετρούντο ως τρία πέμπτα ανθρώπου, για τον υπολογισμό του πληθυσμού των πολιτειών, ένα σύστημα όπου το χρήμα πνίγει κάθε ιδανικό και κάθε ελπίδα αλλαγής. Είναι ένα σύστημα αρχαϊκό που έχει ανεπίστρεπτα μπει στην ιστορική περίοδο της παρακμής του και στο οποίο δεν υπάρχει ούτε συναίνεση ούτε σοβαρή προσπάθεια να μετατραπεί σε ένα αξιόπιστο αντίγραφο μιας σύγχρονης δυτικής δημοκρατίας, σαν αυτές που ανέλαβε εργολαβικά η Ουάσιγκτον να υποστηρίξει, ή και να οικοδομήσει όπως στη Γερμανία, την Ιαπωνία ή και την Ελλάδα, μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτή η παρακμή, που οφείλεται εν μέρει στην εμβάθυνση της κομματικής και φυλετικής πόλωσης, ξεκίνησε πολύ πριν από την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ως προέδρου το 2016.
Αλλά σε έναν βαθμό που ξεπέρασε κατά πολύ οποιονδήποτε από τους 44 προκατόχους του, αυτός ο πρόεδρος έβλαψε σοβαρά τους κανόνες και σε κάποιο βαθμό τους θεσμούς της αμερικανικής δημοκρατίας. Η συνεχής του διάχυση ψεμάτων και παραπληροφόρησης, οι αδυσώπητες επιθέσεις του στα ΜΜΕ, τα δικαστήρια, τους δημοσίους υπαλλήλους καριέρας και την αντιπολίτευση, οι προσπάθειές του να πολιτικοποιήσει και να απαιτήσει προσωπική πίστη από τον στρατό, τον μηχανισμό των πληροφοριών και την ομοσπονδιακή επιβολή του νόμου, η κατάχρηση της προεδρικής εξουσίας και των διακρίσεων για να αποκτήσει πολιτικό και οικονομικό πλεονέκτημα και οι χειρονομίες συμπάθειας και υποστήριξής του στις ρατσιστικές ακροδεξιές εξτρεμιστικές ομάδες, δεν έχουν αντίστοιχο στα χρονικά της αμερικανικής προεδρίας. Το αποτέλεσμα της επίθεσης και εισβολής στο Καπιτώλιο δεν ήταν κάτι μη αναμενόμενο. Ήταν πέρα για πέρα προβλέψιμο ως γεγονός.
Οι έρευνες πριν τις εκλογές έβρισκαν αυξανόμενα ποσοστά τόσο των Δημοκρατικών όσο και των Ρεπουμπλικανών που πίστευαν ότι υπάρχει τουλάχιστον «μια μικρή δικαιολογία» για την χρήση βίας προς την προώθηση του σκοπού τους ή για να διαμαρτυρηθούν για μια εκλογική ήττα. Μεταξύ 15% και 20% των ένθερμων φιλελεύθερων και των ένθερμων συντηρητικών ψηφοφόρων πίστευαν ότι θα μπορούσε να υπάρξει «μεγάλη» δικαιολογία για βία. Με το να επιδιώκει να απονομιμοποιήσει την ψηφοφορία και το αποτέλεσμα των Εκλογών , ο πρόεδρος Τραμπ ήξερε πως παίζει με την φωτιά. Οι μελετητές της δημοκρατίας γνωρίζουν το πού έχουν οδηγήσει αυτές οι τάσεις στο παρελθόν. Σε καταστροφές της δημοκρατίας στη Μεσοπολεμική Ευρώπη και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Λατινική Αμερική, και στην πιο πρόσφατη άνοδο των αυταρχικών λαϊκιστών σε χώρες όπως η Βενεζουέλα και η Τουρκία.
Ζούμε μια εποχή δημοκρατικής δυσαρέσκειας. Και το πρόβλημα επιδεινώνεται από την ολέθρια επιρροή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία δίνουν βήμα και χώρο στην οργή και την συναισθηματική δέσμευση και ως εκ τούτου έχουν μια φυσική συγγένεια με την παραπληροφόρηση, σε αυτό που ο δημοσιογράφος Thomas Friedman χαρακτήρισε ως «η εποχή των επιταχύνσεων». Τώρα οι Ηνωμένες Πολιτείες βιώνουν την δική τους δημοκρατική κρίση. Οι απαράβατοι και πάλαι ποτέ ισχυροί κανόνες προστασίας της δημοκρατίας και του δημοκρατικού παιχνιδιού, ξεφτίζουν άσχημα. Είτε ένας ηττημένος πρόεδρος που προσπαθεί να ανατρέψει τα αποτελέσματα των Εκλογών στα δικαστήρια ή καλώντας τους οπαδούς του να καταλάβουν το Κογκρέσο είτε όχι, η αμερικανική δημοκρατία θα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. Και μόνο ο αμερικανικός λαός μπορεί να τα διορθώσει.
Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr