Ο Αλέξανδρος Μπέμπης είναι επιχειρηματίας.
Η εποχή της Ευανθίας ήταν αλλιώτικη.
Δεν υπήρχε MeToo. Ούτε καν πρωινάδικα με Μενεγάκες για να σχολιάζουν και να συμβουλεύουν.
Ελάχιστες γυναίκες εργαζόταν και έπαιρναν μισθό. Οι υπόλοιπες δούλευαν. Από το ξημέρωμα μέχρι να γυρίσει ο άντρας στο σπίτι!
Δούλευαν και πώς δούλευαν. Όλες τις δουλειές του σπιτιού με τα χέρια.
Μαγείρεμα σε γκαζιέρα πετρελαίου. Ούτε μίξερ ούτε μπλέντερ ούτε μαρίς και άλλα σύγχρονα γκατζετάκια
Πλύσιμο ρούχων στη σκάφη με σαπούνι που το αγόραζαν σε πλάκες και το έτριβαν στον τρίφτη της κουζίνας.
Για τα εσώρουχα και τα υπόλοιπα λευκά υπήρχε η καναζίνα (πρόδρομος της χλωρίνης που πουλιόταν χύμα).
Σιδέρωμα με σίδερο που το γέμιζαν και ζέσταιναν με κάρβουνα.
Ψυγεία και ψυγειοκαταψύκτες ούτε στο πιο τρελό όνειρό τους. Περίμεναν το κάρο που ήταν φορτωμένο με παγοκολώνες, στεκόταν στην ουρά με τις υπόλοιπες γειτόνισσες για να αγοράσουν 1/3 ή 1/4 ανάλογα με τον χώρο που είχε η παγωνιέρα.
Θερμοσίφουνα (όπως έλεγε η αξέχαστη Κατερίνα Γώγου στο Η ΔΕ ΓΥΝΗ ΝΑ ΦΟΒΗΤΑΙ ΤΟΝ ΑΝΤΡΑ) ούτε γι’ αστείο.
Ζεμάτιζαν νερό σε μεγάλη κατσαρόλα, υπήρχε και μια μεγάλη σκάφη όπου έριχναν με τον κουβά ανάλογο κρύο για να το χλιαρώσουν και έτσι έκανε μπάνιο όλη η οικογένεια τα Σαββατόβραδα για να πάνε στη εκκλησιά την επαύριο καθαροί.
Σφουγγάρισμα όλου του σπιτιού γονατιστές στα τέσσερα με σφουγγαρόπανο που το έστυβαν με στραγγάλισμα κι’ αν τύχαινε να μην είχε φύγει ο άντρας ακόμη για το καφενείο…”να τις πιάνει και το κω…”…αλά Κηλαηδόνη
Τις υπόλοιπες ώρες δεν επιτρεπόταν να τεμπελιάζουν, να χαζεύουν, να διαβάζουν. Τις γέμιζαν με πλέξιμο, κέντημα, ράψιμο.
Μέχρι να γυρίσει ο άντρας.
Και τι άντρας!
Ο Λάκης.
Ο Λάκης ήταν χασάπης που μετά το μεσημέρι το γύριζε σε οινομαγειρείο επειδή ήταν κοντά στο Βαρδάρι ή Ξηροκρίνη ή Ραμόνα, δεν θυμάμαι καλά και δούλευε με ταξιδιώτες. ΚΤΕΛ και τρένα ήταν σε απόσταση βολής και είχε αποκτήσει φήμη.
Πώς απόκτησε τη φήμη θα σας γελάσω. Επειδή ήταν καλός μάγειρας ή μήπως επειδή ήταν ένας μπρουτάλ τύπος στη πιο veritable εκδοχή;
Με τα χοντροκομμένα χωρατά του και τον τρόπο που επέρδετο λέγοντας ”ολ ράιτ”’. Ή με τις ερυγές του που έτρεμαν οι τζαμαρίες και έλεγε πάλι ”ολ ράιτ”.
Το ”ολ ράιτ” όμως ήταν η μισή αλήθεια. Το είχε μάθει από κάποιους Άγγλους στρατιώτες που είχαν περάσει απ’ το μαγαζί του προπολεμικά για λίγες μέρες.
Στις πορδές οι Άγγλοι έλεγαν ”allright” στα ρεψίματα όμως ”sorry”.
Για τον Λάκη βέβαια δεν υπήρχε ”σόρι”. Το ”σόρι” είναι για τους λαχανάδες, έλεγε.
Λαχανάδες ήταν οι φλώροι που τους πιάσαν στα Λεμονάδικα και κάναν την ”κυρία”, σύμφωνα με το χιλιοτραγουδισμένο απτάλικο ρεμπέτικο του Βαγγέλη Παπάζογλου με τον Στελλάκη Περπινιάδη.
Ο Λάκης είχε και τσιγκελωτή αλά Κολοκοτρώνη μουστάκα που όλο την έστριβε κι’ ας ήταν ”ενάμισι μέτρο με σηκωμένα τα χέρια”.
Όπως φαίνεται όσα του είχε στερήσει η φύση σε ύψος του τα έδωσε απλόχερα σε άλλα προσόντα!
Με σημερινούς όρους ένα καρτούν που όλοι συγχωρούσαν την γραφικότητά του.
Η Ευανθία ήταν γυναικάρα. Συγκέντρωνε όλες τις προδιαγραφές της εποχής.
Μέση δαχτυλίδι αλλά όλα τα υπόλοιπα εκ Θεού ελέη της πλουσιοπάροχα. Ανώγεια, κατώγεια, μπαλκόνια, τα πάντα.
Έτριζαν τα πεζοδρόμια στο διάβα της. Με πρόσωπο γελαστό και πάντα φωτεινό σαν ολόγιομο φεγγάρι.
Με πηγαία αυτοπεποίθηση για την ομορφιά της και γάργαρο γέλιο σαν Ιταλίδα βαμπ. Ανοιχτόκαρδη με αθώα καρδιά.
Ό, τι ακριβώς χρειαζόταν για να την ζηλεύει ο Λάκης παράφορα. Αρρωστημένα.
Ένα απόγευμα που η Ευανθία έμπαινε στο μαγαζί ήρθε τυχαία ώμο με ώμο με πελάτη που έβγαινε.
Αυτό ήταν. Έγινε ”τούρκος” ο Λάκης, άρπαξε το σατίρι (μαχαίρι με μεγάλη πολύ βαριά λάμα για να κόβουν οι χασάπηδες τα παϊδάκια) και όρμησε να κάνει φέτες τη δύσμοιρη. Πρόλαβε να κάνει μεταβολή, βγήκε απ’ το μαγαζί και άρχισε να τρέχει.
Μπροστά η Ευανθία πίσω ο Λάκης κραδένοντας το κοφτερό σατίρι.
Τρέχοντας έφτασε μέχρι τον σταθμό και για καλή της τύχη –μπροστά στην ατυχία πολλών άλλων γυναικών που συνεχίζεται μέχρι σήμερα– πρόλαβε και πέρασε μπροστά από τρένο που εκείνη την στιγμή ξεκινούσε που όμως δεν πρόλαβε να περάσει ο Λάκης.
Και έτσι γλύτωσε τον τεμαχισμό.
Ήρθε την επόμενο πρωί στο σπίτι μας κλαίγοντας με μελανιασμένο πρόσωπο, λαιμό και μώλωπες σε χέρια και πόδια .
…α το ακάθαρμα, με μαύρισε τη ζωή με τη ζήλια του”…ήταν τα μόνα λόγια της που επαναλάμβανε μέσα σε αναφιλητά.
Με χίλια ζόρια καταφέραμε να μάθουμε τι είχε γίνει.
”Να ευχαριστάς τον Θεό που ένας άλλος μουτζούρης σε έσωσε”, με ψήγμα χιούμορ της είπε στοργικά ο παππούς μου για να την ηρεμήσει.
”Πάω τώρα να τον δω να του μιλήσω…διάολε…αδερφός του συγχωρεμένου του πατέρα του είμαι…θα μ’ ακούσει”.