To ξυπνητήρι πάνω στο παλιό κομοδίνο άρχισε να χτυπάει με εκείνον τον ήχο της σειρήνας. Ένα χέρι βγήκε από τα σκεπάσματα και πάτησε το κουμπάκι που το σταματούσε. Η ώρα ήταν έξι παρά ένα λεπτό. Κάθε μέρα ξυπνούσε την ίδια ακριβώς ώρα και έκανε ακριβώς τις ίδιες κινήσεις. Καθόταν για ένα λεπτό, ένα ολόκληρο λεπτό, ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο, ξαπλωμένη, κοιτώντας το ταβάνι του μικρού δωματίου και οι σκέψεις έτρεχαν σαν ταινία στο μυαλό της. Οι δύο της κόρες, τα δύο της εγγόνια. Το εγγόνι που έχασε 11 χρονών. Το Τσέρνομπιλ δυό βήματα από το χωριό της. Όλες οι οικογένειες από τότε πλήρωναν το τίμημά τους, σε αίμα. Πόνος βαθύς. Γλυκό μου ξανθό αγόρι. Αθώο μου πλάσμα. Τα λουλούδια της στην πίσω αυλή. Και ηλιοτρόπια φυσικά, Η κουζίνα της με το τραπέζι δίπλα στο παράθυρο, το χωρίς παντζούρι, (τί να τα κάνεις τα παντζούρια, το ήλιο τον αναζητάς στα μέρη εκείνα), το σπίτι της, η γειτονιά της, το χωριό της, η χώρα της. Είχε βάλει σκοπό να το μεγαλώσει εκείνο το παλιό σπιτάκι. Είχε πρόγραμμα κανονικό. Να του φτιάξει ένα τέλειο μπάνιο, με μπανιέρα μεγάλη. Να προσθέσει ένα δωμάτιο ακόμα, για τα στερνά του αδερφού της κι ένα για κείνη, όταν θα επέστρεφε. Να φτιάξει την σκεπή, να προσθέσει πολλά ντουλάπια για να βάζει μέσα τα πράγματα που έστελνε κάθε τόσο. Μίξερ, καφετιέρες, λεμονοστίφτες, κατσαρολικά, ρούχα , καλλυντικά, σεντόνια, πετσέτες. Προίκα κανονική. Με τα ψέματα και τρελή δουλειά μέχρι εξοντώσεως, κατάφερε και της αγόρασε στην μεγάλη κόρη ένα μικρό διαμέρισμα στην πόλη. Έτσι την πάντρεψε, αλλά τι τα θες, άτυχη κι αυτή. Ο γαμπρός τεμπέλης. Δυο παιδιά έκαναν, το ένα το έχασε. Έκλαψε τότε όσο δεν είχε κλάψει στην ζωή της. Για το παιδί, για την αδικία, για την ζωή της. Το κακό νέο το έμαθε στην δουλειά. Ήξερε πως ήταν άσχημα τα πράγματα αλλά ήθελε να ελπίζει. Ένα τηλεφώνημα, σιωπή, μετά κλάματα και μετά τίποτα. Σιωπή, αλλά μια σιωπή άγρια, τρομαχτική. Το πρόσωπό της έγινε μια μάσκα από πέτρα. Συνέχισε να καθαρίζει το ξένο μπάνιο με μεγαλύτερη μανία. Η κυρία της είπε αν ήθελε να φύγει, αλλά εκείνη αρνήθηκε. Ήθελε να δουλέψει μέχρι να πέσει κάτω από την κούραση. Να ξεχάσει. Αλλά πώς ξεχνάς ένα παιδί; Ένα δικό σου παιδί.
Η άλλη κόρη έμεινε στο πατρικό. Ελεύθερη αυτή. Είχε κάποιο θέμα υγείας. Ο γιατρός είπε θυρεοειδή. Έπαιρνε ένα φάρμακο. Θα το έπαιρνε για όλη της την ζωή. Ήθελε να την παντρέψει κι αυτήν. Στην γειτονιά όλοι ήξεραν πως είχε μια μάνα που έβγαζε χρήματα στην Ελλάδα και έστελνε για να μην της λείπει τίποτα. Σε κανέναν δεν έλειπε τίποτα. Δυό σπίτια συντηρούσε και κείνη περνούσε με τα βασικά, αλλά δεν την ένοιαζε. Προτιμούσε να μην είχε εκείνη για να έχουν τα παιδιά της. Είχε καταφέρει να της κολλάνε ένσημα. Είχε καταφέρει να φτιάξει σιγά σιγά το σπίτι της. Πλήρωνε τους μαστόρους και μάλωνε μαζί τους από το τηλέφωνο για τα υλικά, τις τιμές. Κάθε τηλεφώνημα κι ένα πρόβλημα αλλά τα κατάφερνε. Το τελευταίο τηλεφώνημα η μικρή της σύστησε τον αρραβωνιαστικό. Το καλοκαίρι θα πήγαινε στην πατρίδα για τον γάμο. Ήταν χαρούμενη εκείνες τις μέρες. Καλό παιδί και είχε δουλειά σε ένα εργοστάσιο. Η μικρή δεν δούλευε.
Κάποια μέρα, κάποια υπέροχη μέρα, θα γύριζε σπίτι της να ξεκουραστεί. Να απολαύσει τα χρόνια που της έμεναν φροντίζοντας το δικό της σπίτι, τα παιδιά και τα εγγόνια. Θα γερνούσε με τον αδερφό της και θα ήταν μια περήφανη γυναίκα που ακολούθησε το πρόγραμμα και τα κατάφερε. Αυτό που είχε φτιάξει με τα χέρια της δεν μπορούσε να της το πάρει κανείς.
Κάθε 15 μέρες πήγαινε στο πρακτορείο και έστελνε ένα πακέτο με καλούδια. Ακόμα και φρέσκα πορτοκάλια έστελνε και μπανάνες και παιχνίδια για τα μικρά. Κάθε μήνα έστελνε χρήματα στα παιδιά της και τον αδερφό της, παλιός ναυτικός και είχε ξεμείνει εκεί με την μία της κόρη. ‘Ηταν αλκοολικός, όπως και ο πρώην άντρας της. Αυτός πέθανε από το πιοτό πριν 10 χρόνια αλλά εκείνη ούτε που στεναχωρήθηκε. Μαύρη ζωή είχε περάσει δίπλα του. Ένα χαμένο κορμί ήταν. Εξαιτίας του αποφάσισε 27χρονών κοπέλα να αφήσει δύο μωρά στην μάνα της και να έρθει στην Ελλάδα. Όταν έμαθε πως έσβησε σε ένα νοσοκομείο έστειλε λεφτά για την κηδεία του. Μέχρι τάφο του αγόρασε. Στο κάτω κάτω ήταν ο πατέρας των παιδιών της κι ας την βασάνισε τόσο πολύ. Δεν το έκανε γι αυτόν. Για τα κορίτσια της το έκανε. Όλα για κείνα τα έκανε. Δεν ήξερε ούτε ξεκούραση ούτε Κυριακή ούτε γιορτή. Κάθε μέρα κι ένα σπίτι. Πλούσια σπίτια ή και λιγότερο πλούσια. Μέχρι το απόγευμα. Κάποιες κυρίες της έβαζαν να φάει το μεσημέρι και έτσι συνέχιζε μέχρι το απόγευμα. Σιδέρωμα κυρίως και αυλές, κήπους…είχαν ωραίους κήπους και την έκαναν να θυμάται τα ηλιοτρόπιά της και να χαμογελάει. Μετά γυρνούσε στο διαμέρισμα που νοίκιαζε μαζί με άλλες δύο συντοπίτισσες. Μοιράζονταν το νοίκι. Καλά ήταν. Εκείνη πήγαινε εκεί μόνο για ύπνο. Κι έκανε ύπνο βαθύ, από την κούραση. Μόνο τα πρώτα χρόνια είχε εφιάλτες και πεταγόταν έντρομη. Αλλά, δεν ήξερε πώς το έκανε, σηκωνόταν από το κρεββάτι της στις έξι ακριβώς, φορούσε την μάσκα, εκείνη την παγωμένη μάσκα της αδιαφορίας και πήγαινε για δουλειά. Μόνο δουλειά. Κάποτε ήταν όμορφη. Ψηλή με σκούρα πράσινα μάτια. Έιχε μακριά μαλιά αλλά τα έκοψε κοντά για ευκολία. Και για να μην δίνει δικαιώματα. Δεν ασχολούνταν με τον εαυτό της. Τον άφησε να μεγαλώσει και φρόντιζε μόνο να είναι καλά για να μπορεί να δουλεύει. Σχέσεις και τέτοια δεν ήθελε.
Της έλειπαν όλοι. Πόσο της έλειπαν. Τα τηλέφωνα ακριβά. Όταν ερχόταν γράμμα πάντα είχε μέσα φωτογραφίες. Η παρηγοριά και η δύναμή της. Με τα χρόνια, ήρθαν και τα κινητά τηλέφωνα και μπορούσε να ακούει τους αγαπημένους της όποτε ήθελε. Κι όταν πια μπορούσε και να τους βλέπει κιόλας η χαρά της δεν περιγράφονταν. Έγινε, η αλήθεια είναι, λίγο πιο αφηρημένη στην δουλειά της. Ειδικά όταν πήγαινε Παρασκευές και Σάββατα, μετά την κανονική της δουλειά, να δουλέψει στα μπουζούκια. Στην κουζίνα. Καλά λεφτά αλλά εκείνες τις μέρες έμενε σχεδόν άυπνη. Και η κούραση, αυτή η κούραση. Έκανε όμως κουράγιο κι όσο περνούσαν τα χρόνια και σκεφτόταν πως πλησίαζε η ώρα να γυρίσει σπίτι της, στα παιδιά της, τόσο πιο πολύ πείσμωνε. Υπερωρίες Χριστούγεννα και πρωτοχρονιά δεν ήταν κούραση, ήταν μια μεγάλη τηλεόραση. Την έστειλε στο χωριό της περήφανη. Στα δεύτερα Χριστούγεννα άλλη μία για την μεγάλη κόρη.
Έπαθε την μέση της. Έκανε κι ένα χειρουργείο στην χολή της. Και κάτι άλλα πιο σοβαρά. Αλλά τα ξεπέρασε και φρόντιζε να χάνει όσο γίνεται λιγότερα μεροκάματα. Κατάφερε να πάει πισω στην πατρίδα δυό τρία καλοκαίρια και να φέρει την μικρή κόρη της δύο φορές για λίγες μέρες κι άλλες τόσε την εγγονή της. Να πάνε μαζί για μπάνιο με το λεωφορείο. Στα νότια προάστια. Μέσα στην θάλασσα ξεχνούσε όλα της τα προβλήματα. Τον κακό της γάμο, την σχέση που δεν έκανε ποτέ και έμεινε μόνη και αφοσιωμένη στα κορίτσια της και τον καραβοτσακισμένο αδερφό που σε κάθε γράμμα, σε κάθε τηλεφώνημα, της έλεγε να μην ξεχνάει να του στέλενει γαλλικό καφέ φουντούκι από τον ακριβό, την αντιπάθειά της για τους Ρώσους, πόσο νευρίαζε όταν την περνούσαν για Ρωσίδα, μόνο το παιδί δεν μπόρεσε ποτέ να ξεχάσει.
Με τον καιρό, όλα έγιναν χρήματα. Έτσι μούδιαζε την ψυχή της. Πληρωμή με την ώρα και δουλειά απαρεγκλίτως από τις επτά και μισή, όπου κι να ήταν το σπίτι που έπρεπε να πάει. ΄Αλλαζε, τρένα, λεωφορεία, σαν καλοκουρντισμένο ρολογάκι και ήταν πάντα στην ώρα της. Η αγουροξυπνημένη κυρία θα ευχόταν κάποια φορά να αργήσει για να χουζουρέψει λίγο περισσότερο, αλλά το ξυπνητήρι ήταν ρυθμισμένο πάντα στις έξι παρά ένα, όπως και η ζωή της. Χάριζε μόνο το ένα, αυτό πολύτιμο λεπτό, την ενός λεπτού σιγή, στον εαυτό της και μετά έτρεχε να προλάβει το μεροκάματο. Αν καμιά φορά κάποια κυρία της ακύρωνε μέρα γινόταν έξαλλη. Τα σπίτια άρχιζαν με τον καιρό να μην είναι πια απρόσωπα ντουβάρια με ακριβά έπιπλα, όπως στην αρχή. Ήταν άνθρωποι που είχαν χαζά προβλήματα ή και πιο σοβαρά, αλλά δεν ήταν δικά της. Και αυτοί οι άνθρωποι της είχε καρφωθεί πως είχαν τα μέσα να τα αντιμετωπίσουν. Όλα τα μέσα. Μπορεί να τους αδικούσε, να μην ήταν δική της δουλειά, αλλά τώρα ήξερε καλά και την γλώσσα. Άκουγε τα πάντα και μέσα στο μυαλό της διαμόρφωνε άποψη, γεννιόντουσαν λόγια που στην αρχή δεν έβγαζε από το στόμα της αλλά κάποιες στιγμές αυτό άλλαξε. Και μετά μοιραία άλλαζε και το κλίμα σε κάθε σπίτι. Είχε αρχίσει να αλλάζει και η ίδια. Ψυχικά αλλά και σωματικά. Κουραζόταν πιο εύκολα και έπιανε τον εαυτό της να νευριάζει. Αυτό ήταν ένα συναίσθημα πρωτόγνωρο. Δεν της άρεσε καθόλου, αλλά δεν το έκανε επίτηδες. Εκείνη ήταν καλός άνθρωπος, ήταν καλή χριστιανή. Νήστευε κάθε Σαρακοστή. Όποτε μπορούσε πήγαινε σε μια εκκλησία κοντά στο κέντρο και άναβε το κεράκι της και προσευχόταν για τους ανθρώπους της και για όλο τον κόσμο κι όμως, τον τελευταίο καιρό, ειδικά απ΄όταν χάθηκε το παιδί, έβλεπε στον καθρέφτη ένα πρόσωπο που συχνά δεν αναγνώριζε. Ζήλια; Ναι. Λες κασι όλες οι αδικίες του κόσμου ζούσαν στο κεφάλι της. Ανθρωπινο συναίσθημα. Βουτήχτηκε μέσα του αποκαμωμένη και ανήμπορη να το παλέψει.
Οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια περνούσαν, ο κόσμος ξαφνικά γύρω της άρχισε να μετράει τα χρήματά του. Οι δουλειές δυσκόλεψαν. Ευτυχώς βρέθηκε ένας παππούς κατάκοιτος. Την ήθελαν όλη μέρα. Στο τέλος κοιμόταν εκεί. Έβγαινε μόνο για να στείλε πράγματα και λεφτά στην πατρίδα. Ένα ξημέρωμα το παππούς έσβησε και κείνη μέτρησε τα θέλω, τα μπορώ και τα δεν μπορώ της και αποφάσισε να γυρίσει πίσω. Είχε πια φτάσει η μεγάλη στιγμή. Και γύρισε. Ήταν πια στο σπίτι της και το ταβάνι που κοιτούσε από συνήθεια, χαραγμένη θαρρείς στο DNA της πια, ήταν το δικό της ταβάνι.
Εκείνο το πολύτιμο λεπτό, το ατελείωτο, τελείωσε. Χωρούσε μέσα του μια ζωή, την δική της ζωή. Αλλά, τί παράξενο, εκείνο το πρωί ο ήχος από το ξυπνητήρι δεν σταματούσε. Ηχούσε μέσα στα αυτά της σαν σειρήνα. Μετά ένας έκκωφαντικός θόρυθος και μετά σιωπή. Εκείνη η σιωπή που παγώνει τον χρόνο.
Όλα για το τίποτα. Την έλεγαν Σόνια.