Ο πίνακας με την προσωπογραφία της Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου εκτίθεται στο Εθνικό Μουσείο Ζακύνθου και είναι έργο του Νικόλαου Καντούνη
Μόνο στη Ρόδο
Αποστόλου Παύλου 50, Βενετοκλέων,
Pane di capo: Λεωφόρος Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ), Λεωφόρος Κρεμαστής & «Πηγές Καλλιθέας»
Ο Κωνσταντίνος Μεϊντάνης είναι Απόφοιτος Κλασσικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ, καθώς και του King’s College και Birkbeck Collegeτου Πανεπιστημίου τού Λονδίνου.
Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου: «Ο Φιλάργυρος». Ένα θεατρικό έργο ως οπτική μιας εποχής και ως αφορμή μιας πολύπτυχης προ-οπτικής.
Το μέγα πλούτος της ελεύθερης ζωής απέναντι στην μεγίστη πτωχεία του Φιλάργυρου αρνητή της.
(Α΄ μέρος)
Στις 29 Μαρτίου, μού δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω και να παρακολουθήσω την θεατρική παράσταση ενός έργου με τον τίτλο «Ο Φιλάργυρος», τίτλο που ανακαλεί στη μνήμη αμέσως το ομότιτλο, και πασίγνωστο, έργο του Μολιέρου, καλεσμένος μιας αγαπημένης φίλης ηθοποιού, η οποία έπαιζε στη συγκεκριμένη παράσταση. Ήταν το έργο της Ζακυνθινής συγγραφέως του 19ου αιώνα Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου, δυστυχώς ελάχιστα γνωστής σήμερα, και ενός έργου επίσης ελάχιστα γνωστού, πέραν του συνόλου των ειδημόνων που μελετούν και γνωρίζουν σε βάθος την Ιστορία του Νεοελληνικού Θεάτρου.
Όπως θα διαπίστωνα τελικά από αυτήν τη θεατρική Εμπειρία και Διδασκαλία (κατά τον όρο που στην Αρχαιότητα προσδιόριζε τις παραστάσεις του Ελληνικού Δράματος), επρόκειτο για το έργο μιας εξαιρετικά προικισμένης, τόσο σε δημιουργική επίνοια, κοινωνική παρατηρητικότητα και ευαισθησία, και συγγραφική πρωτοτυπία, γυναίκας, που ο χρόνος έχει, κατά τη δική του παράδοξη επιλεκτικότητα, αφήσει στο ημίφως. Συνάμα, και για ένα θεατρικό δημιούργημα, μέσα από το οποίο δίνεται με σφρίγος, ενάργεια, και στοχαστικότητα, το στίγμα μιας εποχής, ενώ παράλληλα, μέσα από τη σκηνική του δράση, αναφύεται έκτυπος ολόκληρος ο ψυχικός κόσμος των προσώπων του, με όλες τις ιδιαιτερότητές του, τις αντιφάσεις του, και τα χαρακτηριστικά μιας εταστικά ανθρωποκεντρικής οπτικής, τόσο στην αρνητική όσο και στην αντίρροπη θετική της διάσταση.
Δεν υπάρχει αυλαία που ανοίγει, και «ανοίγει» (σ)τον θεατή στην θεατρική πραγματικότητα όπως θα δομηθεί και θα εκδιπλωθεί πάνω στη σκηνή. Κυριαρχεί πρωτίστως ένα παράδοξο, και επίμονο σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, ημίφως που δεν φωτίζει παρά ελάχιστα τα πλαίσια και το κέντρο της σκηνής, και διαποτίζει βαθιά την ατμόσφαιρα του χώρου και του έργου, όπως θα φανεί στη συνέχεια. Μια μορφή αβεβαιότητας, το στοιχείο του απροσδιόριστου, μια ασαφής πρώτη αίσθηση άρρητης απορίας που κεντρίζει το ενδιαφέρον και, έτσι, το ελκύει επικεντρώνοντάς το, κυριολεκτικά και μεταφορικά, με μια προσηλωμένη αναμονή στο κέντρο της σκηνής, πριν εμφανιστούν τα πρόσωπα του έργου.
Ποια θα είναι άραγε αυτά τα πρόσωπα; Πόση αλήθεια θα μπορούν, θ’ αντέχουν να σηκώνουν στους ώμους τους και στην ψυχή τους; Και σ’ ένα τέτοιο ημίφως υπαρξιακής απροσδιοριστίας, μέσα στο άφατο Αίνιγμα του Γεγονότος που καλείται ζωή; Ανθρώπινα πρόσωπα ανάμεσα στη Σκιά και στο Φως, ανθρώπινες ψυχές ανάμεσα στην Υποταγή και στη Λύτρωση, ανάμεσα στην Επίνευση και στην Άρνηση. Όψεις, και κόψεις οδυνηρότατες, της ζωής. Μιας ζωής που εξ αρχής αμφιρρέπει μεταξύ της διστακτικής ιλαρότητας του αβέβαια Κωμικού και της καταλυτικής τραγικότητας του καθοριστικά Δραματικού. Η παλέτα των λέξεων, των λόγων, των κινήσεων, των αποχρώσεων της φωνής και των διακυμάνσεων τών συναισθημάτων, όπως τα χειρίζεται με απαράμιλλη δεξιοτεχνία η συγγραφέας του έργου, συγκροτεί μιαν, εξαντλητικού χαρακτήρα και διαβαθμίσεων, κλίμακα του Σκούρου: ως χρώματος, ως αισθήματος, και εν τέλει ως πραγματικότητας, κοινωνικής και συνάμα ψυχικής.
Στο κέντρο ακριβώς της σκηνής, μένοντας αμετακίνητο σε όλη τη διάρκεια του έργου, βρίσκεται ένα μικρό κιβώτιο, που άλλοτε λειτουργεί νοηματικά σαν ένα μικρό μπαούλο και άλλοτε πάλι σαν ένα μικρό σεντούκι. Μοιάζει με μιαν ιδιότυπη -και πολύσημη στη χρήση της- θυμέλη, σαν να είναι αυτό το αρραγές συνεκτικό στοιχείο, ο κεντρικός νοηματικός πυρήνας, στον οποίο εδράζονται, και γύρω από τον οποίο εξακτινώνονται, οι πολυειδείς και ασύμπτωτες κινήσεις, στοχεύσεις, αντιλήψεις, με μια λέξη: οι ζωές των προσώπων του έργου. Ο προβολέας της σκηνής μένει εστιασμένος πάνω στο κιβώτιο αυτό.
Εκεί μέσα, σ’ αυτό το μεσαίου μεγέθους κουτί, δείχνει να περικλείεται το μικροσύμπαν που νοηματοδοτείται διαφορετικά από τον κάθε έναν θεατρικό χαρακτήρα, και κάθε πρόσωπο φαίνεται με τη σειρά του ν’ αποτελεί έναν μικρόκοσμο κλειδωμένο και στεγανό μέσα στην σκληρότητα της ζωής και στην αδυναμία, ή και την ευτέλεια, των ανθρώπινων καταστάσεών της. Πρόσωπα βρισκόμενα σε διαφοροποιούμενες πορείες, είτε σχεδόν παράλληλες είτε πάλι αλληλοτεμνόμενες ή και αποκλίνουσες πλήρως, ωστόσο πικρά δηλωτικές τής εκάστοτε ατομικής μοναχικότητας.
Αυτό το κιβώτιο μοιάζει να είναι ένα άλλο «Κουτί της Πανδώρας». Κάθε φορά που με κάποιαν αφορμή θ’ ανοιχθεί, θα δαψιλεύσει μόνον κάτι το αρνητικό: την κούραση, την αρρωστημένη λαχτάρα, τη διάψευση, τη δοκιμασία, τον πόνο, την οδύνη, την έσχατη απόγνωση που φτάνει ν’ ακροψηλαφεί την παράνοια, ειδικά στην κλιμάκωση του έργου. Σ’ αυτήν απολήγει ένα σοφά σταθμισμένο crescendo που δίνει με τρόπο ανάγλυφο την ένταση των συμβάντων και των συναισθημάτων, αμέσως πριν σβήσουν τα φώτα αφήνοντας μέσα στη σιωπή σε μιαν ανελεήμονη εκκρεμότητα το ύστατο και μέγιστο Ερώτημα: ποιά από τις ζωές των θεατρικών μορφών είναι η αληθινή; Υπάρχει; Ερώτημα που μοιάζει ριζωμένο σε ένα δίπολο: είτε ως φυγή-αποτυχία είτε ως λύτρωση-άρση του υπαρξιακού αδιεξόδου. Αν υπάρχει αληθινή ζωή, σε τι συνίσταται τελικά η αλήθειά της;
Οι μορφές που σταδιακά εμφανίζονται στο μισόφως της σκηνής είναι πρόσωπα, τα οποία (με την επιτυχημένη χρήση του μακιγιάζ) αναδίνουν κάτι το απόκοσμο, το γκροτέσκο, το, κατά κάποιον τρόπο, αφύσικο. Σαν να αφίστανται της πραγματικότητας. Έγκλειστα στην περιχαράκωση μιας πραγματικότητας άλλης που τα συνέχει σε πλαίσια υπαρκτικής στενότητας βασανιστικής. Λευκό το χρώμα των προσώπων, σαν χλωμάδα αρρώστιας, μαύροι κύκλοι γύρω από τα μάτια, τονισμένα κάποια φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά, αλλά όλα τους διαφορετικά μεταξύ τους. Διαφορετικά σημεία του προσώπου τους είτε ολόκληρου είτε εν μέρει τονισμένα από τη λευκότητα αυτήν που δεν δηλώνει το αθώο, αλλά το αλλότριο. Ωσάν το κάθε πρόσωπο να δίνει την εικόνα και την κατάσταση της ψυχής των μορφών που αλληλοδρούν στο έργο. Πρόκειται για ψυχές -και ψυχικές καταστάσεις- σε διαφορετικά στάδια της αλλοίωσής τους.
Η σύζυγος και μητέρα, Μέλουσα (πραγματικά εξαιρετική η Δανάη Καλαχώρα στην θεατρική δυναμική τής ερμηνευτικής της έκφρασης, τόσο με τις κινήσεις της όσο και με την παλέτα των χρωματισμών και των καλειδοσκοπικών εντάσεων της φωνής της) είναι ουσιαστικά το πρώτο πρόσωπο που θα δώσει το στίγμα του επί σκηνής. Και, όπως θα φανεί στη συνέχεια, συγκροτεί το αντίθετο στοιχείο στην, στοιχειωμένη από το πάθος της υλικότητας, από την εμμονή στο χρήμα, μορφή του συζύγου της, του «Φιλάργυρου». Εδώ αναφαίνεται ήδη πως υφίσταται μια, εσκεμμένη ως θεατρική επιλογή, αντίστιξη ανάμεσα στα δύο πρόσωπα, η οποία μπορεί να εκληφθεί και ως δομικός άξονας που αφενός συνέχει και αφετέρου διαφοροποιεί το σύνολο των σχέσεων ανάμεσα στις μορφές και ανάμεσα στις καταστάσεις ολόκληρου του έργου.
Ο σύζυγος, Σέλημος (καταλυτικά άμεσος στην εκφραστική του λόγου και της κίνησής του, και συγκροτημένος στην αρνητικότητα και την όχληση του αισθήματος που προκαλεί από την πρώτη σχεδόν στιγμή, ο Βασίλης Βλάχος αναδείχνεται καίρια και συνειδητά μελετημένος στην αυθορμησία του, με τρόπο αδιάπτωτο από την αρχή μέχρι την καταληκτική κορύφωση του έργου), έχει όλη την όψη του λευκή, δεικνύοντας μια προσωπικότητα δίχως πρόσωπο. Μια μορφή σαν μορφασμό, ανύπαρκτη από την απουσία ανθρωπιάς, μια ψυχή ριζικά αλλοιωμένη από το πάθος του για την περιουσία που έχει συγκεντρώσει, ψυχή εκποιημένη με τρόπο αυτοκαταστροφικό και δέσμια μιας μονοδιαστατικότητας που δεν αφήνει κανένα περιθώριο στη σχέση, την συν-ύπαρξη με τους γύρω του.
Και όλοι ακριβώς, γύρω του, η οικογένειά του, η υπηρέτρια του σπιτιού, είναι βυθισμένοι στη μοναξιά μιας δυστυχίας, εξαιτίας της δικής του άπνοης και ανούσιας ύπαρξης. Ο ίδιος του ο γιός, ο Λέκαος, προδομένος από τον πατέρα του, θα εκπέσει όσο πιο χαμηλά γίνεται, και θα γίνει τελικά ο λυμεώνας του γεννήτορά του. Θα φτάσει στο σημείο να σκευωρήσει σε βάρος του πατέρα του, ώστε να κατορθώσει να λυτρωθεί, μέσω της κλοπής της πατρικής περιουσίας, και να φύγει μακρυά, σε άλλη χώρα με τη βοήθεια ενός συνεργού.
Η ζείδωρη ανάσα που εκλύει η ελευθερία των σχέσεων, και η πληρωματική βίωση της ζωής ως σχέσης, ως ολοκλήρωσης του ανθρώπου και ως επαλήθευσης της ανθρώπινης μοναδικότητας πέρα από τα υλικά και φθαρτά, δεν έχει καμιά θέση σε όσα σκέπτεται, λέει, και πράττει ο φιλάργυρος Σέλημος. Ζει με αγωνία, και ανήκεστη πια την ψυχική του ακαρπία, μόνον για το περιεχόμενο, τα χιλιάδες φλουριά που φέρει μέσα του το μικρό σεντούκι. Αυτή είναι όλη του η ζωή. Αυτό είναι το μόνο που μπορεί να γνωρίζει σαν ζωή, η μόνη σημασία της φθηνής και φθίνουσας ύπαρξής του. Ο ίδιος, άλλωστε, στην ουσία δεν υπάρχει, αλλά υπ-άρχεται, άρχεται και κυριαρχείται από τη δίψα και τη στεγνότητα του χρήματος. Και όλος ο φόβος του, συχνά εκδηλωνόμενος με ένταση πανικού, μένει προσηλωμένος στον κίνδυνο μήπως τυχόν χάσει τα όσα κατέχει.
Τα άλλα πρόσωπα, ως προσωπεία, δε μοιάζει να έχουν -ακόμα- αλλοτριωθεί σε βαθμό απόλυτο. Κάποια διέξοδος διαφυγής φαίνεται πως υπάρχει ως δυνατότητα μέσα τους, φυγή και απελευθέρωση από τη στέρφα ζωή που τούς έχει δοθεί να υποφέρουν. Ακόμα και η σύζυγος και μάνα δίνει την αίσθηση πως κάπου βαθιά μέσα της, στα μύχια και τις αμυχές της ψυχής της, ασπαίρει μια αχνοτρέμουσα ελπίδα. Όπως και τελικά θα γίνει φανερό, καθώς το έργο θα φτάνει στην Έξοδό του. Είναι υποταγμένη στη ζωή του σπιτιού, στην ανυποληψία και ανυποστασία του συζύγου, στους πνιγμένους λυγμούς και τις ανέκφραστες κραυγές της, αλλά δεν είναι, ακόμα τουλάχιστον, εντελώς υποδουλωμένη.
Η συγγραφέας επιλέγει έτσι, με τον τρόπο αυτό, να υποβάλει το νόημα πως το όποιο πάθος είναι ένας αυτοεγκλεισμός, μια υποδούλωση δίχως δυνατότητα και δυναμική ελευθερίας, δίχως αλήθεια ζωής. Όσοι όμως βρίσκονται στην περιφέρεια του κύκλου, επίκεντρο του οποίου είναι εν προκειμένω ο φιλάργυρος δυστυχισμένος, μπορούν κάποια στιγμή, και με την κατάλληλη αφορμή, να αποχωρίσουν, να δραπετεύσουν από την πυρωμένη μιζέρια που σκορπά γύρω της η πωρωμένη συνείδηση και ζωή του Σέλημου. Όπως και τελικά θα συμβεί στην απόληξη του έργου, η οποία δεν στέκει τόσο ως «δι’ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα» Κάθαρσιν «τῶν τοιούτων παθημάτων» -των συναισθημάτων που βιώνονται από τους θεατές. Γίνεται περισσότερο, και πρωτίστως, τιμωρία, ανελέητα σαρωτική τού πάθους που χαρακτηρίζει, και έχει χαράξει με σκληρότητα, τη ζωή και την ψυχική κατάσταση φτώχειας του πρωταγωνιστή.
(Συνεχίζεται…)