Ο Άγγελος Κουτσούκης είναι Ραδιοφωνικός Παραγωγός και Δημοσιογράφος.
Πρόκειται για ένα αυτοβιογραφικό, πολύ τρυφερό βιβλίο, που θα μπορούσε να είναι και σημείο αναφοράς στο κίνημα των χίπις, του συγγραφέα από την Βραζιλία που το όνομά του έχει γίνει ταυτόσημο με τις υψηλές πωλήσεις σε όλα τα σημεία του πλανήτη.
Στο Hippie ο Paulo Coelho ξαναγυρνάει στην εποχή της αθωότητας, της νιότης του, όταν ήταν ένας εξεγερμένος νέος 20 ετών.Το κίνημα των χίπις απλώνεται παντού στον πλανήτη και ο συγγραφέας είναι ένας από τους νέους που φτάνουν ή θέλουν να φτάσουν στο Πικαντίλι στο Λονδίνο ή στην πλατεία Ντάμ στο Άμστερνταμ. Και από εκεί, για όποιον θέλει και μπορεί, στο μακρινό Νεπάλ, με το μαγικό λεωφορείο, το θρυλικό Magic Bus. Μία εποχή έντονης αμφισβήτησης των πάντων, από την τρέχουσα ιδεολογία μέχρι τον τρόπο ζωής του δυτικού κόσμου.
Σε αυτό το βιβλίο, αντιγράφω από το οπισθόφυλλο, που είναι το πιο αυτοβιογραφικό απ΄όλα, ο Πάουλο Κοέλο ξαναζωντανεύει το όνειρο της γενιάς των χίπηδων, που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο ειρηνικά.
Ο Πάουλο είναι ένας νέος που σχεδιάζει να γίνει συγγραφέας. Αφήνει τα μαλλιά του μακριά και ξεκινά να ανακαλύψει τον κόσμο, την ελευθερία, αλλά και το βαθύτερο νόημα της ύπαρξης. Το ταξίδι του έχει διάφορα απρόοπτα, από τη φυλάκισή του το 1968 ,όταν ταξίδευε στη Νότια Αμερική, από τη στρατιωτική δικτατορία της Βραζιλίας, με την κατηγορία του τρομοκράτη, μέχρι τη γνωριμία του με την Κάρλα στο Άμστερνταμ, απ΄όπου ξεκινούν μαζί για το Νεπάλ με το Magic Bus. Στην πορεία, οι δυο τους δεν ζουν απλά μια συγκλονιστική ιστορία αγάπης, αλλά μεταμορφώνονται ριζικά κι ενστερνίζονται καινούργιες αξίες στη ζωή τους.
Νέοι απ΄όλα τα μέρη του κόσμου, που κατάφερναν να εξασφαλίσουν ένα πολύτιμο αγαθό, που λεγόταν διαβατήριο, συναντιόνταν στους περιβόητους Δρόμους των Χίπηδων. Κανένας δεν ήξερε βασικά τι σήμαινε η λέξη χίπης, αλλά όχι ότι είχε και σημασία. Μπορεί να σήμαινε μια μεγάλη φυλή χωρίς αρχηγό ή να παρέπεμπε σε περιθωριακούς που δεν ορμούσαν για να σε κλέψουν. Τα διαβατήρια, αυτά τα μικρά βιβλιαράκια που τα βγάζει η κυβέρνηση, τα τοποθετούσαν πάντα σε μια τσάντα κοντά στη ζώνη, μαζί με τα χρήματα κι εξυπηρετούσαν βασικά δύο σκοπούς. Ο πρώτος ήταν αυτός που όλοι γνωρίζουμε. Για να περνάνε τα σύνορα, με την προϋπόθεση ότι οι άντρες της ασφάλειας δε θα παρασύρονταν από τις ειδήσεις που διάβαζαν και δε θα αποφάσιζαν να τους στείλουν πίσω.επειδή δεν τους άρεσαν αυτά τα ρούχα, αυτά τα μαλλιά, αυτά τα λουλούδια, αυτά τα χαϊμαλιά, αυτές οι χάντρες κι αυτά τα χαμόγελα όσων έμοιαζαν να είναι μονίμως σε έκσταση-που συνήθως, αν και άδικα, αποδιδόταν στην κατανάλωση ναρκωτικών, τα οποία, όπως ισχυριζόταν ο Τύπος ,οι νέοι χρησιμοποιούσαν συνέχεια σε όλο και μεγαλύτερες ποσότητες.
Ο δεύτερος λόγος που χρειαζόταν το διαβατήριο ήταν για τη διάσωση του κατόχου σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης-όταν τελείωναν τα χρήματα και δεν είχε που να απευθυνθεί. Τότε το Αόρατο Ταχυδρομείο αναλάμβανε δράση. Φρόντιζε για τη διαρροή της πληροφορίας στην ντόπια αγορά, ώστε να μπορέσει ο κάτοχός του να το πουλήσει. Η τιμή πήγαινε ανάλογα με τη χώρα. Ένα διαβατήριο στη Σουηδία, όπου όλοι ήταν ξανθοί, ψηλοί και με ανοιχτόχρωμα μάτια, δεν είχε μεγάλη αξία-γιατί θα μπορούσε να μεταπωληθεί μόνο σε ξανθούς, ψηλούς, με ανοιχτόχρωμα μάτια, κι αυτοί γενικά δεν παρουσίαζαν μεγάλη ζήτηση. Στη Βραζιλία όμως, ένα διαβατήριο μπορούσε να μοσχοπουληθεί στη μαύρη αγορά γιατί, πέρα από ξανθούς, ψηλούς, με ανοιχτόχρωμα μάτια, είχε επίσης ψηλούς και κοντούς μαύρους, σχιστομάτηδες Ανατολίτες, μιγάδες, Ινδούς, Άραβες, Εβραίους, και γενικά ένα τεράστιο μωσαϊκό ανθρώπων για τους οποίους το διαβατήριο ήταν ίσως και το πιο περιζήτητο έγγραφο του πλανήτη.
Ο Κοέλο έγραψε ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο, που, όμως, ο κεντρικός ήρωας δεν μιλάει σε πρώτο πρόσωπο, αλλά περιγράφεται ως Πάουλο, σε τρίτο πρόσωπο, ένα βιβλίο για την εποχή της αθωότητας όταν οι νέοι όλου του κόσμου, πίστευαν ότι μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο, χωρίς την χρήση βίας. Με συνθήματα για την ειρήνη, με συντροφικότητα, με αγάπη και κυρίως με ένα εσωτερικό ψάξιμο που τους βοηθούσε να βρουν τα κρυμμένα κομμάτια του εαυτού τους.
Μία διαδικασία που στις επόμενες γενιές, μάλλον ξεχάστηκε. Έγραψε, επίσης, ένα βιβλίο για τον έρωτα, που σε αυτή την νεαρή ηλικία πιστεύεις ότι θα κρατήσει ολόκληρη τη ζωή σου. Μία αδιόρατη νοσταλγία και τρυφερότητα είναι απλωμένη παντού. Ο τρόπος που γράφει ο συγγραφέας, συμφωνείς ή διαφωνείς μαζί του, δεν έχει σημασία, είναι χαρακτηριστικός και καίριος. Στον επίλογο του βιβλίου, ο ήρωας, πετυχημένος συγγραφέας πλέον, επιστρέφει στο Άμστερνταμ 35 χρόνια μετά, για την παρουσίαση ενός βιβλίου του. Διατηρούσε μια μικρή ελπίδα ότι η Κάρλα, μόλις μάθαινε την άφιξή του στην πόλη, θα πήγαινε να τον βρει. Φανταζόταν ότι δεν θα είχε μείνει και πολύ στο Νεπάλ, όπως κι εκείνος άλλωστε. Είχε εγκαταλείψει νωρίς την ιδέα να γίνει σούφι, παρότι είχε αντέξει σχεδόν έναν χρόνο κι έμαθε πράγματα που θα τον συντρόφευαν για το υπόλοιπο της ζωής του.
Κατά τη διάρκεια της παρουσίασης, είπε μερικά πράγματα για την ιστορία που διαπραγματεύεται αυτό το βιβλίο. Σε κάποια στιγμή όμως, δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και φώναξε: – Κάρλα, είσαι εδώ;
Δεν είδε κανένα χέρι να σηκώνεται. Μπορεί και να ήταν εκεί, μπορεί και να μην είχε ακούσει καν για τη διάλεξη που θα πραγματοποιούσε στην πόλη ή μπορεί και να το είχε ακούσει αλλά να προτίμησε να μη γυρίσει στα περασμένα. Ίσως και καλύτερα έτσι.”
Νομίζω ένα από τα πιο χαρακτηριστικά πράγματα που γράφτηκαν για τον συγγραφέα είναι το εξής:
“Οι αναγνώστες είτε τον λατρεύουν είτε λατρεύουν να τον μισούν. Σε κανέναν δεν δημιουργεί χλιαρά συναισθήματα – και αυτό κάτι σημαίνει, καθώς ο Paulo Coelho είναι αναμφίβολα το εκδοτικό φαινόμενο των τελευταίων δεκαετιών. Μπορεί οι περισσότεροι να τον μνημονεύουν για την χιλιοχρησιμοποιημένη φράση του περί σύμπαντος που συνωμοτεί, αλλά ποιος μπορεί να παραβλέψει την αίσθηση που προκάλεσε «Η Βερόνικα (που) αποφασίζει να πεθάνει» ή, πολλώ μάλλον, «Ο Αλχημιστής» (απ’ όπου και η παραπάνω φράση).
Και επειδή βιβλίο του Κοέλο χωρίς τσιτάτα δεν γίνεται, ιδού ακόμα λίγες γραμμές από το Hippie. “Καμιά αξία δεν έχει η ζωή χωρίς αγάπη. Τι είναι αλήθεια, μια ζωή χωρίς αγάπη; Είναι σαν ένα δέντρο που δεν κάνει καρπούς. Σαν έναν ύπνο χωρίς όνειρα-και μερικές φορές ακόμα, να μη μπορεί να σε πάρει ο ύπνος. Είναι σα να ζείς τη μια μέρα μετά την άλλη περιμένοντας τον ήλιο να μπεί σε ένα δωμάτιο ερμητικά κλειστό, βαμμένο μαύρο, όπου εσύ ξέρεις ότι υπάρχει ένα κλειδί, αλλά δεν θέλεις να το πάρεις, να ανοίξεις την πόρτα και να βγεις από εκεί”.