Ο Άγγελος Κουτσούκης είναι Ραδιοφωνικός Παραγωγός και Δημοσιογράφος.
“ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΑΝΓΚΟ” των ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΜΥΤΗ-ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΜΑΥΡΟΥΔΗ εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ.
Ο υπότιτλος του βιβλίου είναι: “Νίκος Ζαχαριάδης – Η άνοδος και η πτώση ενός ηγέτη”, και όπως είναι σαφές πρόκειται για ένα ιστορικό μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε το 2016 και μέσα από τις σελίδες του περνάει με μυθιστορηματικό τρόπο η ζωή και τα έργα του Νίκου Ζαχαριάδη, ενός από τα εμβληματικά πρόσωπα του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος.
Ο Νίκος Ζαχαριάδης, υπήρξε ιστορικός ηγέτης του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, γενικός γραμματέας του ΚΚΕ, και μέλος της Εκτελεστικής Γραμματείας της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
Όπως γράφει ο σκηνοθέτης Κώστας Κουτσομύτης στην αρχή του βιβλίου ΄΄Θύτης και θύμα μιας νοοτροπίας, ενός τρόπου ζωής, θεός για κάποιους, διάβολος για άλλους, υπήρξε άνθρωπος με σάρκα και οστά, με παιδιά, με γυναίκες που τον αγάπησαν, με συντρόφους που υπέφεραν για χάρη του ή εξαιτίας του. Η ζωή του, συναρπαστική, καθρεφτίζει, κατά τη γνώμη μου, τη μοίρα της Αριστεράς, τις συγκρούσεις της εποχής του, τον καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο, τις αντιπαλότητες που ακόμα διαιωνίζονται΄΄.
Ο Κώστας Κουτσομύτης είχε σκοπό η ζωή του Νίκου Ζαχαριάδη να γίνει τηλεοπτική σειρά, και ξεκίνησε να συγκεντρώνει τα απαραίτητα στοιχεία για το σενάριο. Οι συνεργάτες του και ο ίδιος επισκέφτηκαν τους τόπους από τους οποίους είχε περάσει ο Ζαχαριάδης, έφτασαν μέχρι τη Σιβηρία. Συνεργάστηκε με τους γιούς του, μίλησε με δεκάδες ανθρώπους που τον είχαν ζήσει. Οι συνεντεύξεις τους καταγράφηκαν, συγκεντρώθηκε πλούσιο υλικό και το γραφείο παραγωγής ήταν σχεδόν έτοιμο να ξεκινήσει τα γυρίσματα. Δυστυχώς, οι βομβαρδισμοί της Γιουγκοσλαβίας κατέστρεψαν το υλικό εποχής-όπλα, κανόνια, τανκς,
Όταν ο σκηνοθέτης συναντήθηκε με τον Ευάγγελο Μαυρουδή του μίλησε για το ΄΄Κόκκινό τανγκό΄΄. Πρότεινε να δημιουργήσουν μαζί ένα μυθιστόρημα με το ίδιο θέμα. Αυτό και έκαναν. ΄΄Ο στόχος μας είναι ,όταν διαβάσει κανείς το μυθιστόρημα, να μπορεί να το δεί με τη φαντασία του να εκτυλίσσεται σαν κινηματογραφική ταινία. Δουλέψαμε την πλοκή και τους χαρακτήρες. Προσπαθήσαμε να δώσουμε την ανθρώπινη πλευρά του Νίκου Ζαχαριάδη αποφεύγοντας τους αφορισμούς, τη στράτευση και τις κρίσεις. Οι κρίσεις για όλα ανήκουν στον αναγνώστη΄΄, καταλήγει ο Κώστας Κουτσομύτης.
Σε μιά ιστορική βιογραφία, εκτός από τη ζωή του κεντρικού ήρωα, σημασία έχει να μπορέσει ο συγγραφέας να αναπλάσει το περιβάλλον και τις συνθήκες της εποχής. Και στο ΄΄Κόκκινο τανγκό΄΄ έχουμε να κάνουμε με πολλά ευαίσθητα δεδομένα.Ο Νίκος Ζαχαριάδης υπήρξε ένας πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος πού, δυστυχώς, τα προσωπικά του ελαττώματα, όποια κι αν ήταν αυτά, είχαν επίπτωση στους ανθρώπους της εποχής του… Μακρινούς και κοντινούς του. Μιλάμε για μιά γενιά ανθρώπων που έζησαν έναν εμφύλιο πόλεμο και, αμέσως μετά, έζησαν στην εξορία, μακριά από την Ελλάδα, κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, για πάρα πολλά χρόνια. Για ανθρώπους που ξέχασαν τι θα πεί ΄΄προσωπική ζωή΄΄,τη στιγμή που η ζωή τους ήταν αφιερωμένη στο κόμμα και στον αγώνα. Αντιγράφω από το βιβλίο:
΄΄Οι Σοβιετικοί τον πίεζαν επί δώδεκα μήνες. Είχε αναγκαστεί να υποχωρήσει στις απαιτήσεις τους. Ήξερε ότι αμφισβητούσαν τις παράνομες οργανώσεις που δημιουργούσε στην πατρίδα από το μηδέν. Ήταν φανερό ότι το Κόμμα αποτελούσε βαρίδι γι΄αυτούς, όπως και για όλους που ζητούσαν σκορδαλιά χωρίς σκόρδο. Ένα κόμμα κομμουνιστικό μόνο στα λόγια, για να διαιωνίζεται και στην Ελλάδα η κληρονομιά του πολέμου, η παλάντζα ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή. Η αλήθεια ήταν πως πολλοί σύντροφοι είχαν αλλάξει. Ήθελαν να ησυχάσουν, να ζήσουν ανθρώπινα πια, χωρίς μάχες και κυνηγητό. Ο αγώνας τους είχε κουράσει. Οι εξόριστοι έφτιαχναν οικογένειες στις καινούργιες συνθήκες και η επιστροφή στην Ελλάδα δεν είχε ελπίδες όσο ταυτιζόταν με την επανάσταση.Ο μόνος τρόπος για να τους δεχτούν πίσω ήταν να αρνηθούν τα ιδανικά τους.
Δεν ήθελαν να το παραδεχτούν, αλλά έτσι ήταν. Βάφτιζαν το ρεβιζιονισμό αλλαγή τακτικής. Επιδίωκαν συμμαχίες με Πλαστήρες και Παπαντρέες. Προσπαθούσε να τους εξηγήσει ότι οι κεντρώοι ήταν μεγαλύτερος εχθρός από τους δεξιούς. Υπεξαιρώντας τις δικές τους ιδέες, παρέσυραν το λαό μακριά από την επανάσταση. Δυστυχώς, μαζί με τις μάζες παρασυρόταν και η πρωτοπορία τους. Είχε ζητήσει να κρατήσουν τα όπλα παρά πόδα, όχι για να τρομάξουν οι νικητές, αλλά για να μη χάσουν την ελπίδα οι ηττημένοι……Δυό χρόνια πριν, το Κόμμα, δηλαδή εκείνος, είχε κατηγορήσει τον Πλουμπίδη ότι ήταν χαφιές. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι αφού, παρά την κομματική εντολή, είχε ζητήσει με επιστολή του το Μάρτη του 1952 να πάρει τη θέση του Μπελογιάννη μπροστά στο απόσπασμα, ως αρχηγός του παράνομου κλιμακίου. Άλλωστε δεν ήταν η πρώτη φορά που δημιουργούσε προβλήματα. Ηδη, και προπολεμικά, ήταν πνεύμα αντιλογίας. ….Η επιστολή του το 1952 είχε δώσει την ευκαιρία να πληρωθεί με το ίδιο νόμισμα. Από τη Φωνή της Αλήθειας ο Νίκος, δηλαδή το Κόμμα, είχε ισχυρισθεί πως το 1952 ο Πλουμπίδης έλειπε στο εξωτερικό, οπότε η επιστολή που υποτίθεται πως είχε στείλει, ήταν πλαστή.
Πέντε μήνες μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη η Ασφάλεια είχε ανακοινώσει την υποτιθέμενη σύλληψη του Μπάρμπα. Εκείνος, βέβαια, είχε φροντίσει να τον διαγράψει. Οσο διαρκούσε μάλιστα η δήθεν δίκη του έβγαζε ανακοινώσεις για το τι πραγματικά ήταν ο πρώην δάσκαλος Πλουμπίδης ή Μπάρμπας. Τέλος, όταν τον Αύγουστο του 1954 είχε ανακοινωθεί η εκτέλεσή του, εκείνος, δηλαδή το Κόμμα, είχε πεί από τη Φωνή της Αλήθειας ότι ο Πλουμπίδης δεν είχε πεθάνει, αλλά είχε φυγαδευτεί κρυφά στην Αμερική, όπου γέμιζε τις μέρες και τις τσέπες του με τα αργύρια της προδοσίας. Για να τον διαψεύσει, η Ασφάλεια είχε δημοσιεύσει στις εφημερίδες τη φωτογραφία του εκτελεσμένου. Με έναν μεγεθυντικό φακό εκείνος έψαχνε στα γραφεία του σταθμού τα ίχνη από τις σφαίρες επάνω στο σώμα του νεκρού όπως φαινόταν στις φωτογραφίες των εφημερίδων. Φυσικά, δε φαινόταν τίποτα καθαρά. Η Ασφάλεια ήταν σε θέση να κατασκευάζει ό,τι ήθελε καί, δυστυχώς, οι σύντροφοι, ακόμη και τα στελέχη του ραδιοφωνικού σταθμού, δεν έμοιαζαν ανεπηρέαστοι”.
Αυτή ηταν η λογική του Νίκου Ζαχαριάδη. Στη φράση΄΄Εκείνος, δηλαδή το Κόμμα΄΄ βρίσκεται ο τρόπος που σκεφτόταν. Μόνο πού ήταν πάρα πολλοί αυτοί που πλήρωσαν με τις ζωές τους αυτή τη λογική.
Η ιστορία, βέβαια, είναι ο πιο σωστός κριτής. Και, βέβαια, για να συνεχίσει κανείς αυτή την κουβέντα πρέπει να είναι ιστορικός. Ο Ευάγγελος Μαυρουδής, για άλλη μια φορά έψαξε πηγές και αρχεία. Και κατάφερε μέσα από την προσωπική τραγωδία του Νίκου Ζαχαριάδη να γράψει ένα ιστορικό μυθιστόρημα που ρίχνει φως σε μια από τις πιο άγριες και σκοτεινές εποχές που πέρασε ο Ελληνικός λαός. Τά πρόσωπα της μυθοπλασίας αναμειγνύονται με τα πρόσωπα που έγραψαν ιστορία και έχουμε σαν αποτέλεσμα ένα μυθιστόρημα που, εκτός από τα ιστορικά γεγονότα, εμπεριέχει και πολύ συναίσθημα.
Η σκηνή του τέλους όπου ο Αλέκος, μόνος πια, στο Α΄Νεκροταφείο, μετά την δεύτερη κηδεία του Ζαχαριάδη βγάζει την φυσαρμόνικα και παίζει το ΄΄Κόκκινο Τανγκό΄΄ πάνω από τον τάφο του, είναι πράγματι κινηματογραφική και, βέβαια, βαθιά συμβολική.Μπορεί να διαφώνησαν με τον Γενικό Γραμματέα σε πολλά σε αυτή την ζωή, αλλά αυτό που ουσιαστικά τους ένωσε, δεν τελείωσε ποτέ. Ούτε κάν από τη διάσπαση του κόμματος, όπου διάλεξαν διαφορετικές πλευρές ο καθένας. Ίσως γιατί η Αριστερά, πέρα από ιδεολογία, είναι και τρόπος να ζείς.
Ο Ευάγγελος Μαυρουδής σε μιά συνέντευξή του σχετικά με το μυθιστόρημα είπε τα εξής:΄΄ Το μυθιστόρημα αναδεικνύει την ανθρώπινη πλευρά της προσωπικότητας του Ζαχαριάδη και την τραγικότητα του χαρακτήρα του. Μπορεί να διακρίνει κανείς αντιστοιχίες με ήρωες αρχαίων τραγωδιών, με αρχέτυπα της μυθολογίας, με χαρακτήρες του Σαίξπηρ. Πρόκειται για έναν ηγέτη, έναν αρχηγό που από την κορυφή κατρακυλά στον απόπατο του καθεστώτος στο οποίο αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του΄΄.
Για το ΄΄Κόκκινο τανγκό έγραψαν:
Στο Book Press ο Μιχάλης Πιτένης:΄΄ Πρωταγωνιστής του Κόκκινου τανγκό ο Νίκος Ζαχαριάδης, για άλλους δαίμονας και για άλλους Θεός, όπως σημειώνει ο Κουτσομύτης στον πρόλογο του. Σίγουρα πάντως μια πολυσχιδής προσωπικότητα που δεν έχει διερευνηθεί και αποσαφηνιστεί ακόμα όσο θα έπρεπε, καθώς οι αποφάσεις του σε μια κρίσιμη περίοδο της πρόσφατης ιστορίας μας υπήρξαν καθοριστικές πρωτίστως για τη χώρα μας και δευτερευόντως για το κόμμα του. Βλέποντας το συγκεκριμένο έργο μέσα απ’ αυτή τη σκοπιά, αντιλαμβάνεται κανείς τις δυσκολίες και τους κινδύνους που κρύβει το όλο εγχείρημα. Κάτι που προφανώς οι συγγραφείς του είχαν συνειδητοποιήσει και προσπάθησαν να τις αντιπαρέλθουν με την εκτεταμένη έρευνα που πραγματοποίησαν, καταφεύγοντας σε μαρτυρίες και συνεντεύξεις κάποιων εκ των όσων τον γνώρισαν, καθώς και σε αρχεία και ιστορικά ντοκουμέντα. Παράλληλα, αξιοποίησαν και την προσωπική τους εμπειρία καθώς κατέγραψαν και οι ίδιοι μια πορεία στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς.
Η ανάγνωση του κειμένου μαρτυρά τον πλούτο του συγκεντρωμένου υλικού, που η διαχείρισή του μόνο εύκολη δεν ήταν, καθώς απ’ τη μια μεριά φαίνεται καθαρά πως ήθελαν να σεβαστούν τους κανόνες μιας μυθιστορηματικής ψυχογραφίας και από την άλλη να φωτίσουν ένα ιστορικό πρόσωπο που αν και δεν χάνεται στα βάθη της ιστορίας είναι απ’ τα λιγότερο γνωστά στις νεότερες γενιές και από εκείνα που σχεδόν ξεχάστηκαν και απ’ τις παλιότερες, για διάφορους λόγους.΄΄