Ο Άγγελος Κουτσούκης είναι Ραδιοφωνικός Παραγωγός και Δημοσιογράφος.
“ΊΣΤΑΝΜΠΟΥΛ” του ΟΡΧΑΝ ΠΑΜΟΥΚ εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗΣ
“Η μοίρα της Ιστανμπούλ είναι και δική μου μοίρα, είμαι αφοσιωμένος στην πόλη επειδή σε αυτήν οφείλω αυτό που είμαι”, εξομολογείται σε κάποιο σημείο του βιβλίου του ο Ορχάν Παμούκ. Και, βέβαια, στο πιο αυτοβιογραφικό του βιβλίο, ταυτίζεται εντελώς με την πόλη που γεννήθηκε, μεγάλωσε, έζησε και εξακολουθεί να ζει.
Ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε το 2005, ένα χρόνο πριν ο συγγραφέας βραβευτεί με το βραβείο Νόμπελ για το σύνολο του έργου του.
“Από την ημέρα που γεννήθηκα δεν εγκατέλειψα ποτέ τα σπίτια, τους δρόμους, τις γειτονιές όπου έζησα..Μένω έπειτα από πολλά χρόνια-αν και στο μεταξύ έζησα σε διαφορετικά μέρη της Ιστανμπούλ- στην πολυκατοικία Παμούκ, στο μέρος όπου με κράτησε η μητέρα μου στην αγκαλιά της και μου έδειξε για πρώτη φορά τον κόσμο, εκεί που μου βγάλανε τις πρώτες μου φωτογραφίες”, γράφει στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου.
Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου, μετά από 600 περίπου σελίδες, καταλαβαίνεις ότι ο Ορχάν Παμούκ δεν έζησε απλά σε αυτήν την πόλη, ταυτίστηκε με την Ιστανμπούλ που περιέγραψαν οι συγγραφείς, ξένοι και Τούρκοι, περπάτησε σχεδόν σε κάθε στενό αυτής της πόλης και την περιγράφει έξω από κάθε τουριστική εικόνα. Σε αυτό το βιβλίο δεν υπάρχει ούτε σαν υποψία η εικόνα της Ανατολής, της Πόλης που περιγράφτηκε από τόσους και τόσους συγγραφείς σαν εξωτική, γεμάτη από κρυφές ή φανερές απολαύσεις, της Πόλης όπου η Ιστορία είναι παρούσα σε κάθε γωνία. Δεν υπάρχει εδώ ο “ηρωισμός” που συναντάμε στα γραπτά του Λιβανελλί. Δεν υπάρχει η πολυεθνικότητα μιας πόλης που έχει υμνηθεί όσο λίγες στον κόσμο. Για τον Ορχάν Παμούκ η Πόλη που μεγάλωσε είναι μια πόλη νικημένη, μια πόλη που κυριαρχεί η φτώχεια, η παρακμή και η θλίψη.Γεννημένος το 1952, ο συγγραφέας έζησε και μεγάλωσε σε μια πόλη όπου έβλεπε τα σημάδια μιας παλιάς αυτοκρατορίας να χάνονται και να εξαφανίζονται. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που όλες οι καταπληκτικές φωτογραφίες που συνοδεύουν την παρούσα έκδοση είναι ασπρόμαυρες.
“Μιά άποψη αυτής της αίσθησης του ασπρόμαυρου έχει οπωσδήποτε να κάνει με τη φτώχεια της πόλης, την αδυναμία να προβληθεί ό,τι είναι ωραίο και ιστορικό, και με το γεγονός ό,τι η πόλη είναι παλιά, μαραμένη, έχει ξεπέσει και έχει παραμεριστεί. Μια άλλη άποψη έχει να κάνει με την απλή σεμνότητα της οθωμανικής αρχιτεκτονικής ακόμη και στην πιό επιβλητική, στην πιο μεγαλόπρεπη περίοδό της. Μαζί με τη θλίψη που νιώθουν ως απομεινάρια μιας μεγάλης αυτοκρατορίας, το γεγονός ότι οι κάτοικοι της Ιστανμπούλ θεωρούνται, από τη γεωγραφικά καθόλου μακρινή Ευρώπη, ότι είναι καταδικασμένοι, θαρρείς, σε μια αιώνια φτώχεια, σαν να πάσχουν από μια αθεράπευτη ασθένεια, τρέφει τον εσωστρεφή ψυχισμό της πόλης. Για να καταλάβει κανείς την ασπρόμαυρη αυτή ατμόσφαιρα της πόλης που καλλιεργείται ξανά και ξανά επειδή τονίζει τη μελαγχολία, που είναι αναπόσπαστο κομμάτι της πόλης και που μοιράζονται οι κάτοικοι της Ιστανμπούλ λες και είναι μοίρα κοινή για όλους, φτάνει να ταξιδέψει με αεροπλάνο στην Ιστανμπούλ από κάποια πλούσια πόλη της Δύσης και αμέσως να ξαμοληθεί στα γεμάτα από κόσμο σοκάκια, ή να βγει μια χειμωνιάτικη ημέρα στην καρδιά της πόλης στη γέφυρα του Γαλατά και να δει τον κόσμο που κυκλοφορεί πάντοτε εδώ με ρούχα που δεν μπορείς να ξεχωρίσεις το χρώμα τους, ρούχα άχρωμα, γκρίζα, που θυμίζουν σκιές. Οι κάτοικοι της Ιστανμπούλ των δικών μου χρόνων, πού, σε αντίθεση με τους πλούσιους και περήφανους προγόνους τους, φοράνε πολύ σπάνια ζωηρά χρώματα, κόκκινα, φωτεινά πορτοκαλιά, πράσινα, στον επισκέπτη από το εξωτερικό, στην αρχή, εξαιτίας κάποιου μυστικού ηθικού κανόνα, δίνουν την εντύπωση ότι θέλουν τα ρούχα τους να μην τραβάνε την προσοχή. Και βέβαια, δεν υπάρχει τέτοιος μυστικός κανόνας, υπάρχει όμως ένα μεστό συναίσθημα μελαγχολίας που υποδηλώνει κάποιου είδους ταπεινοφροσύνη. Το αίσθημα ήττας και απώλειας που αργά αργά έπεσε στην πόλη τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια έχει αφήσει τα σημάδια της φτώχειας και της μιζέριας παντού, από τα ασπρόμαυρα τοπία μέχρι τα ρούχα των κατοίκων της Ιστανμπούλ”.
Αυτή είναι η Πόλη που έζησε και μεγάλωσε ο Ορχάν Παμούκ.Καμμιά σχέση με τις πολύχρωμες .γυαλιστερές φωτογραφίες του σύγχρονου μαζικού τουρισμού που τα θέλει όλα καλο-γυαλισμένα.
Μιά γενέθλια πόλη, όπου ο συγγραφέας μεγάλωσε και έζησε μέσα σε όλες τις εκφάνσεις της. Γόνος αστικής οικογένειας, είχε την δυνατότητα να μεγαλώσει σε ένα σπίτι με βιβλία, με γκραβούρες, με πορσελάνες, να πάει σε καλά σχολεία. Ολα αυτά τα ενσωμάτωσε και τα περιγράφει παράλληλα με τις εικόνες της πόλης: “Την Ιστανμπούλ των παιδικών μου χρόνων την έζησα σαν να ήταν ένα μέρος μολυβί, μισοσκότεινο, δίχρωμο σαν ασπρόμαυρη φωτογραφία .και έτσι τη θυμάμαι. Γι ΄αυτό φταίει και το πάθος μου να μένω μέσα, και ας έχω μεγαλώσει στο μισοσκόταδο ενός μελαγχολικού σπιτιού – μουσείου”.
Η περιγραφή της πόλης γίνεται ένα με τον νεαρό Ορχάν Παμούκ που μεγαλώνει εντός της. Τα παιδικά χρόνια, η εφηβεία του, ο πρώτος έρωτας, η σχολή της Αρχιτεκτονικής, η απόφασή του, στο τέλος, να γίνει συγγραφέας. Η καταλυτική ομορφιά του Βοσπόρου, τα “γυαλί”, τα παρηκμασμένα παλιά ξύλινα αρχοντικά που υπήρχαν στον Βόσπορο και κάηκαν ή καταστράφηκαν από τον χρόνο, οι κατεστραμένες παλιές οθωμανικές κρήνες που υπήρχαν στις διάφορες γειτονιές, η εξαφάνιση, τελικά, ενός αλλοτινού κόσμου και πολιτισμού και οι δυσκολίες ανάδυσης ενός καινούριου μέσα στα ερείπια του πρώτου.
Η αφήγηση στην εμπλουτισμένη αυτή έκδοση, με 200 επιπλέον φωτογραφίες, συνομιλεί με φωτογραφικό υλικό από το προσωπικό αρχείο του συγγραφέα και φωτογραφίες μεγάλων φωτογράφων, με πρώτο τον Αρά Γκιουλέρ.
Για την “Ιστανμπούλ-Πόλη και αναμνήσεις” έγραψαν στην The Washington Post Book World: “Απολαυστικό, βαθύ,