Βιβλίο

Διαβάζοντας: «Η αληθινή ζωή ενός γυναικωνίτη» του Αλ.Ακριτόπουλου, του Κωστή Α. Μακρή

Spread the love

Κωστής Μακρής

 

«Η αληθινή ζωή ενός γυναικωνίτη»

του Αλέξανδρου Ακριτόπουλου

Σκέψεις για το βιβλίο,

Κωστής Α. Μακρής

Ορίζω τον εαυτό μου ως «μυρηκαστικό αναγνώστη», με διπλή έννοια: μου αρέσει να «αναμασάω» τα βιβλία που μου αρέσουν και να επαναλαμβάνω ―με μέτρο― τα αποσπάσματα που μου αρέσουν.

«Λέξεις, χρώματα, γεύσεις, μυρωδιές κι ακούσματα γεμάτα αισθήματα κι αισθήσεις μιας ζωής που πέρασε, σαν από ανάμνηση ενός πρωινού, σαν από κάποιο ηλιοβασίλεμα που δε σβήστηκε ποτέ απ’ την οθόνη του μυαλού σου. Να ’ναι της Μνημοσύνης κόρες με τα πολύ μακριά δισέγγονά τους που ήρθαν και σε κατοίκησαν πάλι το βράδυ αυτό;» [σελ. 332]

Το βιβλίο «Η αληθινή ζωή ενός γυναικωνίτη», του Αλέξανδρου Ακριτόπουλου, από τις Εκδόσεις Γράφημα, 2017, βρισκόταν για κάμποσο καιρό στα «προσεχώς» της βιβλιοθήκης μου. Παρ’ όλο που διαβάζω σχετικά γρήγορα, αργώ κάποιες φορές να ξεκινήσω. Ειδικά όταν με συνδέει μια ειδική ―όχι απαραίτητα φιλική, με την τρέχουσα «παρεΐστικη» έννοια του όρου― σχέση με τον/την συγγραφέα. Πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις (προ)ηγείται της ανάγνωσης ένα τρακ. Ένας αχνός φόβος για το τι με περιμένει.

Έτσι και με τον «Γυναικωνίτη».

Με τις πρώτες όμως φράσεις ―«Δεν είναι που μπήκε ο Σεπτέμβρης. Μια γενικευμένη μελαγχολία είναι· κάτι σα στράτευση, που παλιόθεν Ελληνίς, κατά καιρούς συνηθίσαμε να ζούμε οι Έλληνες.»― μια γεύση πρωτοβροχιού, που τερμάτιζε την ξηρασία ενός (για πολλούς λόγους) δύσκολου θέρους, άγγιξε την άκρη της γλώσσας μου, που της αρέσει να επαναλαμβάνει λέξεις και ήχους που σηματοδοτούν ή και διεγείρουν άλλες αισθήσεις και μνήμες. Και η συνέχιση της ανάγνωσης ήταν πλέον όχι μόνο επιτακτική αλλά και με αύξουσα χαρά.

Με τις πρώτες σελίδες διέγνωσα τη γνώση ―από τη μεριά τού συγγραφέα― της γλώσσας μου και των κανόνων της γραφής της, που όποιος τους ξέρει, μπορεί και να τους ωθεί, συνειδητά, στα ακρότατα όριά τους· υπερβαίνοντάς τα μάλιστα με τρόπο που νομιμοποιείται από το καλό και αγαθό αποτέλεσμα. Και γλωσσικά και δομικά και αφηγηματικά.

Προχωρώντας, διαβάζοντας και ταξιδεύοντας σε χώρους και χρόνους μυθιστορηματικούς, που αν ήμουν αταξίδευτος σε χρόνους (ως αναγνώστης αλλά και ηλικιακά) και χώρους (ως περιηγητής) θα δυσκολευόμουν να τους αναγνωρίσω, άρχισα να βλέπω τις αφηγήσεις του συγγραφέα, τις κρυμμένες πίσω από πρόσωπα και πράγματα.

Ο μυθιστορηματικός τόπος έχει ως άξονα τη Βόρεια Ελλάδα, γενέθλιο τόπο (με την ευρεία έννοια) του συγγραφέα, και ο μυθιστορηματικός χρόνος απλώνεται σε αιώνες δημιουργιών, συγκρούσεων, ωσμώσεων και αφομοιώσεων του κάθε φορά νέου από το πολύ αρχαίο μέχρι το λίγο πιο παλιό.

Αφηγούνται άνθρωποι αλλά και κατασκευασμένοι χώροι από διαφορετικές εποχές. Αφηγείται ο Γυναικωνίτης (αρσενικός ―κατ’ όνομα― περιέκτης εκκλησιαζομένων γυναικών) ως ασώματη φωνή, αφηγούνται και πρόσωπα που ανήκουν σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους.

Αλλά πού ανήκουν όλοι αυτοί οι συναφηγητές, πέρα από τη μυθοπλαστική σκέψη του συγγραφέα; Και ποιο είναι το υπερσύνολο των αποδεκτών της γραφής του;

Νομίζω ότι και οι αφηγητές και οι αποδέκτες του βιβλίου είναι οι ίδιοι με τους αποδέκτες της αφιέρωσης στην αρχή τού βιβλίου: οι πρόσφυγες.

Ποιοι είναι οι «πρόσφυγες», από που φεύγουν και πού προσφεύγουν, ή καταφεύγουν, αναζητώντας καταφύγιο και σωτηρία; Πάντα με την ελπίδα μιας ευτυχίας που κάθε φορά αλλάζει νόημα και περιεχόμενο: από την επιβίωση πρώτα, τον κορεσμό της πείνας και της δίψας (για φαΐ, καθαρό νερό ή ελευθερία και πατρίδα) μετά, μέχρι έναν γαλήνιο και προστατευμένο βραδινό ύπνο. Να ζήσουν δηλαδή «σαν άνθρωποι» που δεν έφταιξαν. Ακόμα κι όταν δεν είναι καλόδεχτοι στον νέο τόπο.

«Το φταίξιμο όμως δεν είναι αυτωνών που αντί για κουλουράκια ―πράγμα που φαίνεται να κατάντησε πιο δύσκολο― πλάθουν πολύ πιο εύκολα δήθεν παραδείσους. Είναι λοιπόν δικό του λάθος. Αυτός, ο λογισμός, οφείλει να ξυπνήσει…» [σελ. 351]

Νομίζω ότι οι κάθε είδους πρόσφυγες φεύγουν από τόπους και χρόνους επισφαλείς ή ακραία επικίνδυνους για το σώμα τους και τον εσώτερο εαυτό τους (μνήμη, γλώσσα, συνείδηση του ανήκειν) και προσφεύγουν σε τόπο και χρόνο όπου (νομίζουν ότι) θα αισθάνονται (ίσως πιο) ασφαλείς να τον κάνουν Πατρίδα ή Νέα Πατρίδα· επειδή η πατρίδα τους ―η παλιά― τους διώκει.

Ποιά πατρίδα διώκει τους πρόσφυγες αφηγητές του βιβλίου του Αλέξανδρου Ακριτόπουλου;

«Πολλές φορές αναρωτιόταν. Όχι, όχι, τίποτε από αυτά· θα μπορούσαν όμως να είναι, συχνά το έλεγε, μικρά και μεγάλα εμπόδια από την ιστορία της αηδίας για την υποκρισία, που με τα χρόνια, για κείνον, έγινε πόνος, ένας καημός για το βέλτιον, το καλύτερο στη ζωή μας. Όχι υποχρεωτικά το άριστο αλλά οπωσδήποτε το βέλτιον, που μέσα του έχει και ζωντανή τη σύγκριση και τη λογική και τα ανθρώπινα μέτρα.» [σελ. 376]

Πατρίδα, νομίζω, δεν είναι μόνο ο τόπος και ο χρόνος που μας γέννησε, μαζί με τη γλώσσα που μας δόθηκε. Είναι και ο τρόπος που έχουμε ή μας έχει δοθεί για να συνταιριάζουμε τη συνείδησή μας με τον τόπο, τον χρόνο, τις αρχές (σε ηθικές αρχές αναφέρομαι, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό), τις αξίες και τον φυσικό (τοπία, θάλασσες, βουνά, λίμνες, ποτάμια, δάση) και κοινωνικό περίγυρο (άνθρωποι, γλώσσα, έθιμα, πίστη, διατροφικές συνήθειες, οικονομία) που μέσα του έτυχε να γεννηθούμε.

«Έχει προδώσει η καρδιά πολλούς, αυτή είναι η αλήθεια. Κι εμένα δε μου έκανε τη χάρη. Σταμάτησε να χτυπά ίσως και από αηδία, χωρίς όμως να με προειδοποιήσει. Να κάνω κι εγώ κάτι γι’ αυτήν. Χωμάτινη που είναι, βιάστηκε να γίνει πάλι χώμα. Έπεσα στο καθήκον λοιπόν χωρίς καμιά βοήθεια, γιατί και από παιδί δεν άντεχα τη διαφθορά, την αναξιοκρατία και το νεποτισμό που μας διακρίνει. Το ομολογώ. Αυτά, κατά το δυνατόν, τα πολεμούσα.» [σελ. 378]

Μέσα από τις έξι (6) διακριτές αλλά αλληλένδετες ενότητες αυτού του βιβλίου του ―που είναι το πρώτο του μυθιστόρημα―, ο Αλέξανδρος Ακριτόπουλος, συνδέει ιστορικότητα και μνήμη με αφηγήσεις φορτισμένες με ιστορία και ρεαλιστικό συναισθηματισμό, χωρίς ούτε στιγμή να καταφεύγει σε δακρυόεντες λογοτεχνισμούς, εκμαιεύοντας πιεστικά τη συγκίνηση του αναγνώστη.

Διέκρινα ―υποκειμενική μου κρίση αυτή όπως και όλες― υποδόριο χιούμορ και διακειμενικούς υπαινιγμούς που σε μερικές περιπτώσεις με έκαναν να χαμογελάσω εκεί που θα έπρεπε να με πάρουν τα κλάματα. Κάτι σαν ένα αδιόρατο κλείσιμο του ματιού μεταξύ φίλων που ξέρουν για ποια πράγματα μιλούν όταν μοιράζονται μεζέ, κρασί, σιωπές, λόγια και μνήμες. Ή σαν κάποια παιδιά και εφήβους που χρησιμοποιούν κρυφούς κώδικες για να μη γίνονται αντιληπτές οι «συνωμοσίες» τους από τους αμύητους· ενήλικες, δασκάλους ή άλλους εξουσιαστές.

Όπως κάθε συγγραφέας που γνωρίζει τι έχει φτιάξει, έτσι και ο Αλέξανδρος Ακριτόπουλος μας προσφέρει ένα μυθιστόρημα πολλαπλής και πολυστρωματικής αναγνωστικής απόλαυσης προειδοποιώντας μας ταυτόχρονα ότι η ανάγνωση και η συνολική αφομοίωση κάθε κειμένου γίνεται πάντοτε με ευθύνη του αναγνώστη.

«Αυτά είπε εκείνος, σχεδόν κι από επαγγελματική συνήθεια μια απάντηση, γνωρίζοντας όμως καλά ότι το παρελθόν με την όποια του αλήθεια του χάνεται και ότι όσοι θέλουν να το ξαναβρούν, ο καθένας το χτίζει με τα δικά του υλικά, χωρίς ποτέ, όσοι κι αν ενωθούν στην ανοικοδόμηση, να μπορέσουν να το ξαναχτίσουν όπως πράγματι υπήρξε πρώτα.» [σελ. 410]

Διάβασα και χάρηκα την «Αληθινή ζωή ενός γυναικωνίτη» ως μια απολύτως αληθινή ιστορία μιας υπαρκτής ιστορικά ζωής στην οποία εμπεριέχονται και άλλες αληθινές ιστορίες ζωής πραγματικών χαρακτήρων. Κάτι που άλλωστε είναι το κύριο χαρακτηριστικό κάθε επιτυχημένης μυθοπλασίας.

Και τώρα που το μυρηκάζω, για να γράψω αυτό το σημείωμα, ένα χαμόγελο χαράς μου έρχεται αυθόρμητα καθώς θυμάμαι την απόλαυση που μου πρόσφερε η ανάγνωσή του.

Κωστής Α. Μακρής

Οκτώβριος 2020

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:

ΤΙΤΛΟΣ: Η αληθινή ζωή ενός γυναικωνίτη

ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Αλέξανδρος Ν. Ακριτόπουλος

ΕΚΔΟΤΗΣ: Εκδόσεις Γράφημα

ΤΟΠΟΣ: Θεσσαλονίκη

1η Έκδοση Μάιος 2017

Αλέξανδρος N. Ακριτόπουλος

Γεννήθηκε στη Σκοπιά Σερρών. Σπούδασε Νεοελληνική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ., όπου και εκπόνησε διδακτορική διατριβή (1992). Δίδαξε σε δημόσια Λύκεια της χώρας και στο Πειραματικό Σχολείο του Α.Π.Θ. (1998-2000). Σήμερα είναι Επίκουρος Καθηγητής Λογοτεχνίας και Παιδικής Λογοτεχνίας στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.

Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του. 

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Η μυθοπλασία της Τίτσας Πιπίνου και το συγγραφικό της έργο σε μια αυθόρμητη συνέντευξη, της Γεωργίας Ζακοπούλου
Διαβάζοντας: “Μικρές φωτιές παντού”, του Άγγελου Κουτσούκη
Πρωθυπουργοκεντρισμός- ένα βιβλίο για το πολιτικό σύστημα της χώρας

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.