Από σήμερα οι αναγνώστες μας μπορούν να διαβάζουν το αδημοσίευτο διήγημα “Το Δακτυλίδι της Θεάς” του συνεργάτη της Πόρτας Νίκου Βασιλειάδη. Τον ευχαριστούμε θερμά για την εμπιστοσύνη.
Κεφάλαιο 1ο:
Ήταν σαν να κάνει ασκήσεις αναπνοής εκεί κάτω, όσο περισσότερο μπορεί να αντέξει ένας καλός βουτηχτής να κρατήσει την αναπνοή του στην εξερεύνηση του βυθού, κοιτώντας μέσα από το γυαλί την ήσυχη πια, κατασταλαγμένη άμμο μετά από αυτό το αναπάντεχο μεγάλο ανακάτεμα του περάσματος χιλιάδων ψαριών.
Στον βυθό, αισθανόταν σαν τον εκλεκτό θνητό γιο του Ποσειδώνα που μέσα σε μιαν απόλυτη σιωπή περίμενε την αποκάλυψη του μεγάλου των θεών, ανταμοιβή για την επιμονή και την υπομονή του. Μια βουλιαγμένη γαλέρα Βενετών που θα κουβαλούσε χιλιάδες κλεμμένους βυζαντινούς θησαυρούς, ένα μικρό εμπορικό καράβι των πολιορκητών σταυροφόρων με χρυσούς σταυρούς και πολύτιμα άγια δισκοπότηρα, ένα πήλινο ειδώλιο θεάς, ή ένα ρυτό με ζωγραφισμένη πάνω του μια ονειρεμένη παράσταση ταυροκαθάμψιων, μια ζωγραφιά σπονδής αποτυπωμένη σε μια μαύρη οινοχόη, ραβδιά με ασήμι, λύτρα για την επιστροφή της όμορφης κόρης του βασιλιά της Τύρου Αγήνορα από τη Φοινίκη που έφυγε από το νησί πάνω στη ράχη του μεταμορφωμένου σε ταύρο, ερωτοχτυπημένου Δία, ένα κομμάτι της φτερούγας του άτυχου καταποντισμένου Ικάρου. Κάτι από αυτά ίσως γινόταν δικό του.
Ο Άγγελος είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στην ενδοχώρα. Παλικάρι δυνατό, μεγαλωμένος στα βουνά με σκληρή δουλειά, μακριά από τους ανθρώπους αλλά και από τις συνηθισμένες χαρές της ζωής, σωστό αγρίμι. Το χωριό του πάμπτωχο, και οι επαφές με την πόλη λιγοστές. Ο πατέρας στα ζώα και στις ελιές, να φεύγει σιωπηλός πάντα αξημέρωτα και η μάνα, σπίτι, χωράφι, φούρνος και πλυσταριό. Δοσμένοι σ’ έναν αγώνα βιοπάλης με μάτια μόνο για τις ανάγκες, και ποτέ για επιθυμίες, και συναισθήματα.
Ακόμα πιο λιγοστές οι επαφές με τη θάλασσα. Στα δώδεκά του χρόνια την πρωτοαντίκρισε. Γαλαζοπράσινη, μαγευτική, καθάρια. Κατέβηκαν με ένα φορτηγό μαζί με τον πατέρα του να πουλήσουν την σοδειά της χρονιάς, λάδι, το υγρό χρυσάφι που τους έτρεφε για χρόνια. – Τούτος ο χυμός της γης μας θα σώσει τον κόσμο, του έλεγε ο πατέρας του, και σώζει και εμάς… Μπροστά της εκστασιάστηκε. Η μυρωδιά της, το απέραντο γαλάζιο της χρώμα τον γοήτευσε, τον έκανε να την λατρέψει.
Δειλά- δειλά έβαλε τα δάχτυλα των ποδιών του στο νερό. Η επαφή μαζί της τον γέμισε μια πρωτόγνωρη ηδονή, του έδωσε μια αίσθηση οξύμωρης ανθρώπινης αθανασίας. Τότε κατάλαβε την μεγάλη και μοναδική του σχέση με την θάλασσα. Η θάλασσα που θα προπορεύεται ή θα τον ακολουθεί σε όλη τη ζωή του. Ο πατέρας του τον έμαθε να κολυμπά. Στην πραγματικότητα τον πέταξε σαν σακί μέσα στο νερό και αυτός από ένστικτο θες, θες από την προδιαγεγραμμένη μοίρα, άρχισε να κολυμπά, λίγο άτσαλα στην αρχή, σπαρταρώντας όπως το ψάρι έξω απ’ το νερό, σαν όμοιο δελφίνι σε λίγο, έτοιμος από καιρό, σαν θαρραλέος .
Από κείνη την μέρα μεγάλωσε με το μυαλό στη θάλασσα και η φτώχεια του απόκτησε ένα μεγάλο πλούτο. Γιατί κοντά της ένοιωθε πως είχε την ευλογία, που δεν ήξερε αν θα του βγει σε καλό ή σε κακό – όμως αισθανόταν πως θα τον οδηγήσει σε εμπειρίες μοναδικές, πως θα γνωρίσει κόσμους θαυμαστούς – να μένει στο νερό για ώρα, να βουτά στο βάθος της θάλασσας δίχως να χρειάζεται ανάσες.
(Συνεχίζεται…)
Εδώ όλα τα κεφάλαια