•Το οφείλω στο πάθος που μας είχε προκαλέσει στα πρώτα νιάτα μας ο ποιητικός του λόγος.Σε έναν άνθρωπο που δεν είχα τη τιμή να τον γνωρίσω προσωπικά. Μπουατ Λήδρα. Πλάκα. 1973. Χουντα. Σκοτεινιά. Έκσταση και σιωπή. Μπα;iναμε με φόβο υπό τα βλέμματα χαφιέδων που παρακολουθούσαν κάθε κίνηση. Την κλείσανε οι χουνταιοι. Δεν άντεξαν την μυσταγωγία και την έμπνευση που προκαλούσε. Αλλ;a είμαι τυχερός , την πρόλαβα. Δεκαεφτά χρονών παιδιά η παρέα μας. Γιάννης Μαρκόπουλος ,Το Χρονικό. Νίκος Ξυλούρης η φωνή. Αλλά το μεγάλο μυστικό οι στίχοι. Τι στίχοι; Έμπαιναν στη ψυχή. Χωρις αυτούς δεν θα υπήρχε Χρονικό . Κ.Χ. Μύρης. Ο Γεωργουσόπουλος τούς έγραφε με ψευδώνυμο. Πώς να μεταφέρω το ρίγος που προκαλούσαν. Δεν έχω την ικανότητα. Η σκόνη του χρόνου.
•Έπεφτε το ήδη χαμηλό φως. Εβγαινε ο Νίκος Ξυλούρης.Ενα υπέροχο σαντούρι έκανε το μπάσιμο.Το όνομα αυτού Διακογιωργης.Και…έκσταση.
•Γεννήθηκα στο βλέφαρο του κεραυνού/σβήνω κυλώντας στα νερά…
Ήταν ο τόπος μου σαν το χαμόγελο/όνειρο καθημερινό/κάποιος τον πούλησε κάποιος τον ρήμαξε/σαν δανεισμένη πραμάτεια/τώρα τ αγόρια μου/παίζουν το θάνατο/στα χαρακώματα
Ήταν ο τόπος μου άσπρα γαρύφαλλα/και τα κορίτσια σεμνά/ειχαν αρμυρα τα χείλη τα μάτια τους/καίγανε την οικουμένη…